Η λέξη Μον (門, πύλη) είναι Ιαπωνικός όρος για την πύλη και συχνά χρησιμοποιείται είτε μόνη της είτε με ένα επίθημα σε σχέση με τις πολλές πύλες, που χρησιμοποιούνταν σε , Σιντοϊστικά ιερά και παραδοσιακά κτήρια και κάστρα. (el)
Mon (門, littéralement « porte ») est le terme japonais générique pour « porte », souvent utilisé, seul ou en préfixe, en référence aux nombreuses portes des temples bouddhistes, des sanctuaires shinto, des constructions de type traditionnel ou des châteaux. (fr)
Mon (門, gate) is a generic Japanese term for gate often used, either alone or as a suffix, in referring to the many gates used by Buddhist temples, Shinto shrines and traditional-style buildings and castles. (en)
Мон (яп. 門, букв. ворота") — общий японский термин для ворот, используемый часто отдельно или в качестве суффикса для обозначения множества видов ворот буддийских храмов, синтоистских святынь и замков в традиционном стиле. (ru)
Η λέξη Μον (門, πύλη) είναι Ιαπωνικός όρος για την πύλη και συχνά χρησιμοποιείται είτε μόνη της είτε με ένα επίθημα σε σχέση με τις πολλές πύλες, που χρησιμοποιούνταν σε , Σιντοϊστικά ιερά και παραδοσιακά κτήρια και κάστρα. (el)
Mon (門, littéralement « porte ») est le terme japonais générique pour « porte », souvent utilisé, seul ou en préfixe, en référence aux nombreuses portes des temples bouddhistes, des sanctuaires shinto, des constructions de type traditionnel ou des châteaux. (fr)
Mon (門, gate) is a generic Japanese term for gate often used, either alone or as a suffix, in referring to the many gates used by Buddhist temples, Shinto shrines and traditional-style buildings and castles. (en)
Мон (яп. 門, букв. ворота") — общий японский термин для ворот, используемый часто отдельно или в качестве суффикса для обозначения множества видов ворот буддийских храмов, синтоистских святынь и замков в традиционном стиле. (ru)