dbo:abstract
- التتبيل هو عملية نقل نكهة إلى، أو تحسين نكهة، الغذاء. (ar)
- Αρτύματα ονομάζονται όλες οι συμπληρωματικές ουσίες που προστίθενται στο φαγητό για να το κάνουν πιο νόστιμο, όπως π.χ. το αλάτι, το λάδι, ο χυμός λεμονιού, χλωρά βότανα (π.χ. ο μαϊντανός) ή τα μπαχαρικά (π.χ. τα πιπέρια). Επίσης οι θεωρούνται ως σύνθετα αρτύματα, που παρασκευάζονται χωριστά. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα αρτύω = χρησιμοποιώ μια λιπαρή ουσία για να νοστιμέψω το φαγητό. (el)
- Würzen (von althochdeutsch wurzen und zu mittelhochdeutsch/althochdeutsch wurz „Kraut, Pflanze, Wurzel“ sowie neuhochdeutsch Würze „Gewürzkraut, Spezerei“) ist die Beeinflussung des Geschmacks von Speisen mit Hilfe verschiedener Zutaten. Die Küche einer historischen Epoche bzw. einer Kultur bestimmt wesentlich den Einsatz von Gewürzen; dies reicht von allgemein anerkannten Standards wie dem Kochen von Kartoffeln, Reis und Teigwaren in Salzwasser über gebräuchliche Kombinationen (Tomate mit Basilikum) bis zu individuellen, manchmal höchst kreativen Erfindungen, die eine Speise in ihrem Geschmack mehr oder weniger stark verändern und sie im Regelfall schmackhafter und bekömmlicher machen. (de)
- Seasoning is the process of supplementing food via herbs, spices, salts, and/or sugar, intended to enhance a particular flavour. (en)
- Pembumbuan (bahasa Inggris: seasoning) adalah proses menambahkan herba, garam, atau rempah-rempah ke dalam makanan untuk meningkatkan rasa. (in)
- 양념은 음식의 맛을 돋우기 위하여 쓰는 여러 가지 재료다. 조미료, 향신료, 장, 기름, 허브, 향신채 등이 있다. 양념하기는 음식에 간을 하거나 향미를 더하는 것이다. (ko)
- Kryddning är den process för att skapa en smakupplevelse med hjälp av kryddor för att förbättra smaken på mat. (sv)
rdfs:comment
- التتبيل هو عملية نقل نكهة إلى، أو تحسين نكهة، الغذاء. (ar)
- Αρτύματα ονομάζονται όλες οι συμπληρωματικές ουσίες που προστίθενται στο φαγητό για να το κάνουν πιο νόστιμο, όπως π.χ. το αλάτι, το λάδι, ο χυμός λεμονιού, χλωρά βότανα (π.χ. ο μαϊντανός) ή τα μπαχαρικά (π.χ. τα πιπέρια). Επίσης οι θεωρούνται ως σύνθετα αρτύματα, που παρασκευάζονται χωριστά. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα αρτύω = χρησιμοποιώ μια λιπαρή ουσία για να νοστιμέψω το φαγητό. (el)
- Seasoning is the process of supplementing food via herbs, spices, salts, and/or sugar, intended to enhance a particular flavour. (en)
- Pembumbuan (bahasa Inggris: seasoning) adalah proses menambahkan herba, garam, atau rempah-rempah ke dalam makanan untuk meningkatkan rasa. (in)
- 양념은 음식의 맛을 돋우기 위하여 쓰는 여러 가지 재료다. 조미료, 향신료, 장, 기름, 허브, 향신채 등이 있다. 양념하기는 음식에 간을 하거나 향미를 더하는 것이다. (ko)
- Kryddning är den process för att skapa en smakupplevelse med hjälp av kryddor för att förbättra smaken på mat. (sv)
- Würzen (von althochdeutsch wurzen und zu mittelhochdeutsch/althochdeutsch wurz „Kraut, Pflanze, Wurzel“ sowie neuhochdeutsch Würze „Gewürzkraut, Spezerei“) ist die Beeinflussung des Geschmacks von Speisen mit Hilfe verschiedener Zutaten. (de)