Από το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας στη Bαλκανική βρέθηκαν εγκατεστημένοι σλαβόφωνοι πληθυσμοί. Προς το τέλος του 18ου αιώνα η σλαβοφωνία είχε επικρατήσει στην ύπαιθρο χώρα της περιοχής της Μακεδονίας βορείως μιας νοητής γραμμής που από την περιοχή νοτίως της Καστοριάς κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και ζούσαν σε τσιφλίκια στα πεδινά ή σε ελεύθερα χωριά στα ορεινά. Γνωστοί την περίοδο αυτή με βάση τη γλώσσα τους ως «Βούλγαροι», όρο που είχε κοινωνικές συνδηλώσεις, αυτοπροσδιορίζονταν με βάση τη θρησκευτική τους ταυτότητα ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ενώ θεωρούνταν ομογενείς των Ελλήνων, λόγω της μετοχής τους στο Ρουμ μιλλέτ, από τα μέσα του 19ου αιώνα διεκδικήθηκαν ως ομοεθνείς από το βουλγαρικό εθνικό κίνημα με βάση την ομογλωσσία τους. Από το 19ο αιώνα είχαν εκδηλωθεί στις σλαβόφωνες κοινότητες της Μακεδονίας κοινωνικές διαιρέσεις που βασίζονταν στην κατανομή της εργασίας. Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, σχηματίστηκαν στο εσωτερικό των σλαβόφωνων κοινοτήτων, πάνω στη βάση αυτών των προϋπαρχουσών διαιρέσεων, μία πατριαρχική και μία εξαρχική παράταξη, που προσέκειντο στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία αντίστοιχα. Η συμπατάραταξη με την ελληνική ή τη βουλγαρική εθνική μερίδα γινόταν αντιληπτή από τους ίδιους τους σλαβόφωνους χωρικούς με όρους θρησκευτικούς και καθοριζόταν κυρίως από κοινωνικές μέριμνες, ακόμη και όταν έκανε την εμφάνισή της η χρήση βίας στην περιοχή, αρχικά από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και αργότερα και από ελληνικές ένοπλες ομάδες μετά την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, κατά το Μακεδονικό Αγώνα. Με τους Βαλκανικούς πολέμους η περιοχή της Μακεδονίας προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία και οι σλαβόφωνοι κάτοικοί της ενσωματώθηκαν στα εθνικά κράτη στα οποία πλέον ζούσαν, παραμένοντας ως γλωσσική μειονότητα στην Ελλάδα, αναπτύσσοντας εθνική συνείδηση μακεδονική ή εντασσόμενοι στο βουλγαρικό έθνος. (el)
Slavic-speakers inhabiting the Ottoman-ruled region of Macedonia had settled in the area since the Slavic migrations during the Middle Ages and formed a distinct ethnolinguistic group. While Greek was spoken in the urban centers and in a coastal zone in the south of the region, Slav-speakers were abundant in its rural hinterland and were predominantly occupied in agriculture. Habitually known and identifying as "Bulgarian" on account of their language, they also considered themselves as "Rum", members of the community of Orthodox Christians. After the emergence of rival national movements among Balkan Christians, the allegiance of Macedonian Slavs became the apple of discord for nationalists vying for dominion over the region of Macedonia. Parties with national affiliations, mostly Greek and Bulgarian, were formed in their midst, largely expressing and accentuating pre-existing social cleavages. From the 1870s onwards Bulgarian and Greek propaganda appealed to them via the creation and operation of national education networks and by supporting the structures of the Bulgarian Exarchate or the Patriarchate of Constantinople respectively. Amidst worsening economic and political conditions for Slav peasants, the clandestine Internal Macedonian Revolutionary Organization, founded in 1893, gained a wide following with a program of agrarian reform imposed by terror, culminating in the staging of the Ilinden uprising of 1903, which was swiftly suppressed by the Ottomans. An armed clash ensued within Slav communities resistant to national proselytization, with IMRO komitadjis fighting against Ottoman authorities and bands of Greek and Serbian nationalists until the pacification imposed after the Young Turk Revolution in 1908. At that time the international observers viewed the majority of them as Bulgarian. Following the partition of the Ottoman lands of the region of Macedonia between Balkan nation-states after the conclusion of the Balkan Wars in 1913, many Slavic-speaking inhabitants of the regions annexed by Greece and the Kingdom of Serbia emigrated to Pirin Macedonia and other parts of Bulgaria. (en)