Ελαιοκαλλιέργειες (original) (raw)
Ελαιοκαλλιέργειες
Η μακραίωνη ιστορία της ελιάς και ο εθνικός της χαρακτήρας δείχνουν την αγάπη και λατρεία μας προς το ευλογημένο δένδρο, που θεωρείται από την αρχαία εποχή σύμβολο σοφίας, ειρήνης, δόξας και θριάμβου. Πολλά δημοτικά μας τραγούδια αναφέρονται στην ελιά και πολλοί ποιητές και συγγραφείς την ύμνησαν και την τίμησαν.
Γύρω στου χωριού τ’ αλώνια
Γύρω στου χωριού τ’ αλώνια
πέρδικες λαλούν κι αηδόνια
και οι όμορφες ξυπνάνε
για ελιές στον κάμπο πάνε
άλλη στο άλογο καβάλα,
άλλη λιανοτραγουδάει
για νερό στη βρύση πάει
και μια αρραβωνιασμένη
όλο κλαίει η καημένη
που δεν είναι παντρεμένη.
Δημοτικό
(από την Ελένη Γάτσιου-Γερούλη)
Ο Ηρακλής κουρασμένος ξαποσταίνει στον ίσκιο της Ελιάς. Η πιστή προστάτις του θεά Αθήνα γεμίζει κρασί το κύπελό του. Εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας, 470 π.Χ, (Μόναχο).
Κάποτε δεν υπήρχαν φυτώρια ελαιοδένδρων, ούτε συνήθιζαν οι αγρότες να φυτεύουν κουκούτσια και να περιμένουν να φυτρώσουν και ύστερα να εμβολιάζουν τα νεαρά φυτά και να περιμένουν πάλι, για να τα μεταφυτέψουν στο χωράφι τους. Προτιμούσαν να εντοπίζουν στα βουνά και στα λαγκάδια αγριελιές, οι οποίες φύτρωναν από τα κουκούτσια που υπήρχαν στις κουτσουλιές των πουλιών.
Όταν ο αγρότης, κατά τις κυνηγετικές του εξορμήσεις, συναντούσε κάποια αγριελιά, διάλεγε τον καιρό, να ’ναι Γενάρης ή Φλεβάρης, έπαιρνε κασμά και σκαλίδα, έβγαζε την ελιά με ρίζες και μπόλικο χώμα, την έχωνε σ’ ένα τσουβάλι και κατευθείαν στο χωράφι. Άνοιγε μεγάλο λάκκο και βαθύ, ώστε να μη διψάει η ελιά το καλοκαίρι, και τη φύτευε. Το ριζικό της σύστημα τη βοηθούσε να αντέξει και να μην ξεραθεί. Την άλλη χρονιά έπρεπε να μπολιαστεί. Αυτοί ήταν οι περίφημοι αγρούλιδοι ή αγρουλίδια (δηλ. άγρια ελιά). Σήμερα υπάρχουν οργανωμένα φυτώρια με πολλές ποικιλίες ελαιοδένδρων και κανείς αγρότης δε θα φύτευε αγρουλίδους.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες ελαιοδένδρων, οι ονομασίες των οποίων διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Είναι οι χονδρολιές, οι ψιλολιές, οι λιανολιές, οι τσουνάτες, οι κορωνέικες, οι δαφνολιές, οι νανολιές ή νανάκια, και άλλες ποικιλίες. Η (βρώσιμη) δαφνολιά είναι πολύ μεγάλη, στο μέγεθος του βελανιδιού σχεδόν, και ονομάζεται έτσι στην Κρήτη, γιατί το φύλλο του δένδρου είναι πλατύ, σχεδόν σαν της δάφνης.
Τα νανάκια, μια νέα ποικιλία που πριν από λίγες δεκαετίες άρχισε να καλλιεργείται ευρέως, είναι μικρόσωμα ελαιόδενδρα, που φορτώνονται κάθε χρόνο και ο καρπός τους είναι πολύς και πυκνός σαν σταφύλι. Υπάρχουν πολλά νανάκια στην ανατολική Κρήτη, αλλά και στην Αργολίδα έχει κάνει την εμφάνισή της η νέα αυτή ποικιλία, για την οποία ακούγονται καλά λόγια.
Ελαιώνας.
Επίσης, είναι πολύ φημισμένα το λάδι και οι βρώσιμες ελιές Καλαμάτας (ελαίαι Καλαμών), καθώς επίσης και οι βρώσιμες ελιές Αμφίσσης, που τις δεκαετίες 1950 και 1960 συσκευάζονταν σε ξύλινα βαρελάκια και εξάγονταν στην Αμερική. Η Κρήτη, πάλι, φημίζεται για το πολύ και καλό λάδι της, όπως και η κρητική κουζίνα, όπου χρησιμοποιείται σε αφθονία το ελαιόλαδο. Το ελαιόλαδο, χάρη στα μονοακόρεστα λιπαρά του, είναι το μεγάλο μυστικό της σωστής διατροφής για την καλή λειτουργία της καρδιάς, όπως βεβαιώνουν σχετικές έρευνες για τα ποσοστά καρδιοπαθειών, που είναι εξόχως χαμηλά στην Κρήτη σε σχέση με άλλες περιοχές.
Οι βρώσιμες ελιές, επίσης, είναι σε μεγάλη ποικιλία και υπάρχουν πολλές μέθοδες παρασκευής τους, μέχρι να γλυκάνουν. Δύο ποικιλίες, ιδιαίτερα αγαπητές στην Κρήτη, είναι οι τσακιστολιές [Τσακιστές Ελιές] και οι αλατσολιές ή σταφιδολιές [το όνομά τους το παίρνουν από την σταφιδιασμένη, ζαρωμένη όψη τους]. Οι πρώτες πρέπει να είναι μικρές και άγουρες (πράσινες) και τις τσακίζουν μ’ ένα θαλασσινό χοχλάδι, χωρίς να σπάει το κουκούτσι. Μετά τις γλυκαίνουν στην άρμη και τις συντηρούν με λάδι και μπόλικο λεμόνι (λεμονάτες). Οι δεύτερες, οι αλατσολιές, πρέπει να είναι μεγάλες και ώριμες (μαύρες).
Οι αλατσολιές ή σταφιδολιές.
Ένα μικροπίθαρο ήταν αρκετό, για να περάσει μια οικογένεια δύο χρόνια. Το πιθαράκι ήταν τρύπιο, για να φεύγουν τα λαδόνερα. Βάζανε μπόλικο θυμάρι πατημένο στον πάτο, ύστερα μια στρώση ελιές και μια στρώση χοντρό αλάτσι (αλάτι), πάλι ελιές, πάλι αλάτι, μέχρι επάνω. Το αλάτι έψηνε και γλύκαινε την ελιά, η οποία σε λίγες μέρες ήταν έτοιμη. Χαρά των παιδιών να ξεπλύνουν μια φουχτίτσα αλατσολιές, ν’ αρπάξουν κι από το φούρνο τους ένα παξιμάδι, όταν πεινούσαν κι αργούσε το φατηγό που έβραζε στο πυρομάχι. Το πυρομάχι, σε σχήμα Π, ήταν η εστία, όπου με ξύλα έβραζε η κατσαρόλα.
Ώριμοι καρποί της ελιάς.
Άλλες ελιές είναι οι κοφτολιές, με τρεις ξυραφιές στη σάρκα τους, για να γλυκάνουν γρήγορα. Η ελιά, όμως γλυκαίνει και χωρίς χάραγμα, μόνο που θέλει περισσότερο χρόνο στην άρμη. Στη συνέχεια τις ονομάζουμε λεμονάτες ή ξιδάτες, ανάλογα με τον τρόπο συντήρησής τους, μέχρι να φαγωθούν.
Μυλωνάδες και μαζώχτρες
Έφτασ’ ο καιρός, καλέ μου, που ανθίσαν οι ελιές
και τα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές.
Μυλωνάδες και μαζώχτρες θα τα λένε πότε-πότες
κι αφορμή θα ’ν’ οι ελιές να ’χουμε χρυσές δουλειές.
Σαν γεμίσεις το καλάθι θα πιαστούμε στα φιλιά
και θα βγάλουμε το λάδι από κάτω απ’ την ελιά.
Τραγούδι του μεγάλου και αξέχαστου λυράρη
Κώστα Μουντάκη
Στην Αργολίδα ανέκαθεν καλλιεργούσαν ελαιόδενδρα, ιδιαίτερα στις δυτικές και βόρειες περιοχές του Αργολικού κάμπου και στις υπώρειες των βουνών. Παντού θα μπορούσε να δει κανείς λιόφυτα, από την Ανδρίτσα και τον Αχλαδόκαμπο δυτικά μέχρι το Κρανίδι και την Ερμιόνη ανατολικά.
Καρποί ελιάς.
Στη μελέτη του 1936 σημειώνεται ότι το παραγόμενο λάδι «χρησιμοποιείται διά τας ανάγκας των ιδίων παραγωγών» και ότι «δεν γίνεται εξαγωγή εις άλλας περιφερείας, αλλά μάλλον εισαγωγή», διότι προφανώς δεν επαρκούσε. Σημειώνουν, όμως, οι μελετητές ότι «παρατηρείται μεγάλη τάσις φυτεύσεως νέων ελαιώνων».[1] Τώρα τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί, γιατί το παραγόμενο λάδι είναι περισσότερο από τις ανάγκες του πληθυσμού.
Την εποχή εκείνη στην Αργολική πεδιάδα («εις την μελετωμένην περιφέρειαν») υπήρχαν 250.000 ελαιόδενδρα διαφόρων ηλικιών με παραγωγή 500.000 οκάδες λάδι και 160.000 οκάδες ελιές ανά διετία[2] – προφανώς εννοούν βρώσιμες ελιές – και ότι η τιμή «των τσακιστών ελαιών» ήταν 10 δρχ. την οκά και του λαδιού 32 δρχ.[3] Σήμερα έχουν αντιστραφεί τα πράγματα και η τιμή της βρώσιμης ελιάς είναι υψηλότερη από εκείνη του λαδιού, τη στιγμή που πέντε κιλά ελιές περίπου μας δίδουν ένα κιλό λάδι. Παλιότερα λέγαμε «μια οκά λάδι, μια οκά κρέας», ενώ σήμερα η ψαλίδα ανάμεσα στις τιμές των δύο προϊόντων είναι μεγάλη με την ευτελή τιμή του ελαιολάδου.
Μια μεγάλη έγνοια για τους αγρότες ήταν η συλλογή του ελαιοκάρπου, τα λιομαζώματα. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Μυτιλήνη και στη δυτική Κρήτη, οι ελιές είναι πανύψηλες σαν πλατάνια. Πολλές ελιές στην Κρήτη φυτεύτηκαν την εποχή της Ενετοκρατίας και είναι τεραστίων διαστάσεων και μεγεθών, με κορμούς γέρικους και κουφαλιασμένους, δέντρα που τραβάνε μπόι κυνηγώντας τον ήλιο. Είναι αδύνατο να ανέβει κανείς επάνω, για να κλαδέψει. Όταν πέσει χιονιάς, από το βάρος του χιονιού σπάνε κάτι τεράστιες κλάρες και τότε λένε πως τις κλάδεψε ο Θεός. Κάποιοι, όμως, νεοτεριστές και πρωτοπόροι, αποφασίζουν και τις κόβουνε στο σταυρό, γιατί ξέρουν πως θα ανοίξουν και ότι – ανανεωμένες πια – θα αποδώσουν ύστερα από λίγα χρόνια περισσότερο καρπό.
«Μάζεμα ελιών», Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, 1933.
Σ’ αυτές τις περιοχές, ο μοναδικός τρόπος για το λιομάζεμα είναι να ωριμάσει ο καρπός και να πέσει μόνος του χάμω. Μια καλή και γρήγορη μαζώχτρα θα μπορούσε να μαζέψει 80-100 κιλά ελιές την ημέρα. Τις τελευταίες δεκαετίες επινοήθηκαν τα πλαστικά δίχτυα, με τα οποία καλύπτεται η αυλή της ελιάς· και ο καρπός, αντί να πέσει στο χώμα πέφτει στα απλωμένα δίχτυα κι οι γυναίκες έπαψαν να βασανίζονται μαζεύοντας ελιές, μία-μία από χάμω, μέσα στο κρύο και στον χιονιά και στη βροχή.
«Λιομάζωμα», έργο του είναι Λέσβιου ζωγράφου Στρατή Αξιώτη (1907-1994).
Σε άλλες περιοχές, όπου τα λιόδεντρα είναι χαμηλά, χρησιμοποιούν μακριά ραβδιά (δέμπλες) και τις κάνουν ραβδιστές. Ο καρπός πέφτει στα λιόπανα και οι εργάτες περνάνε μια φορά από κάθε ελαιόδενδρο. Αυτός ο τρόπος συλλογής αντενδείκνυται, γιατί τραυματίζονται τα κλωναράκια και καταστρέφεται η βλάστηση. Ανάλογη είναι και η χρήση βενζινοκίνητων μηχανημάτων με ελικοειδή κεφαλή, η οποία ρίχνει τον καρπό. Σε άλλες περιοχές, όπως και στην Αργολίδα, χρησιμοποιούνται τα πλαστικά χτένια (λανάρια). Είναι η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος, ανώδυνη για την ελιά και σχετικά γρήγορη για τον εργάτη, η οποία όμως προϋποθέτει σωστό και επιμελημένο κλάδεμα, ώστε η ελιά, με τη χρήση έστω κάποιας σκάλας να ανταμείψει τον παραγωγό με τον ευλογημένο της καρπό.
Πίνακας του Βαν Γκογκ με θέμα γυναίκες που μαζεύουν ελιές. Λάδι σε καμβά, 1889. Metropolitan Museum of Art, New York.
«Μάζεμα ελιάς», έργου του Ιταλού ζωγραφου Luigi Bechi (1830 -1919).
Για την καλλιέργεια της ελιάς (οργώματα, λιπαρίσματα, κλαδέματα) δεν κρίνουμε σκόπιμο να κουράσουμε τον αναγνώστη. Αξίζει, όμως, να σημειώσουμε ότι παλιότερα στην Αργολίδα, όταν τα ελαιόδενδρα ήταν αραιοφυτεμένα (10-15 ανά στρέμμα) μέσα στον ελαιώνα έσπερναν σιτάρι ή φύτευαν καπνό. Εάν δεν ήθελαν μια δεύτερη καλλιέργεια, έσπερναν λαθούρι (φάβα) με μία ελαφριά άροση το φθινόπωρο, για να καλυφθεί ο σπόρος, και μία βαθύτερη την άνοιξη, ώστε να καλυφθεί το λαθούρι και μ’ αυτό να λιπανθεί η γη. [4] Ήταν πολύ συχνός αυτός ο τρόπος λίπανσης, μια και τα χημικά λιπάσματα δεν ήταν διαδεδομένα την εποχή εκείνη (προπολεμικά). Χρησιμοποιούσαν φυσικά και κοπριά στις καλλιέργειές τους.
Από τις ασθένειες και τους εχθρούς της ελιάς περιοριζόμαστε μόνο στον δάκο, [ο δάκος είναι ένα μικρό δίπτερο έντομο, δηλαδή, μια μικρή μύγα, μοιάζει πολύ με οικιακή μύγα μήκος 4-5 χιλ. με κιτρινωπή κεφαλή και δύο μεγάλα μάτια, με θώρακα που φέρει μία κίτρινη κηλίδα και τέσσερις γκρίζες γραμμές και κιτρινοκαφέ κοιλιά. Τα φτερά είναι διαφανή με μικρή καστανή κηλίδα στην άκρη. Ο δάκος τρέφεται αποκλειστικά από τον καρπό της ελιάς. Η προνύμφη (σκουλήκι) του δάκου, όπως είναι γνωστό, τρέφεται μέσα στη σάρκα του ελαιοκάρπου. Η ζημιά που προκαλεί είναι πολύ σοβαρή καθώς προκαλεί πρόωρη καρπόπτωση της τάξης του 30-40%. Επίσης, προκαλεί υποβάθμιση της ποιότητας της επιτραπέζιας ελιάς, ακριβώς διότι οι προσβεβλημένοι καρποί είναι ακατάλληλοι για τη διάθεσή τους στην αγορά για παρασκευή πράσινης τσακιστής ή μαύρης ελιάς. Επιπλέον, το ελαιόλαδο που θα προέλθει από προσβεβλημένους καρπούς είναι υποβαθμισμένης ποιότητας λόγω της αύξησης της οξύτητας και της υποβάθμισης των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του λαδιού (ταγκή γεύση, κάψιμο λαιμού κ.ά.)], ο οποίος καταπολεμείται με δολωματικό ψεκασμό. Με τους ψεκασμούς επιδιώκεται η εξουδετέρωση της προνύμφης (πεταλούδας) πριν γεννήσει τα αβγά της. Γιατί αν δεν εκλείψει και γεννήσει αβγά, θα πρέπει ο ψεκασμός να είναι ολικός (λούσιμο της ελιάς). Ο δολωματικός ψεκασμός γίνεται με μελάσα, η οποία είναι ένα υγρό υπόλειμμα από την επεξεργασία του ζαχαρότευτλου ή του ζαχαροκάλαμου για την παραγωγή ζάχαρης. Η μελάσα μυρίζει έντονα και η πεταλουδίτσα πετάει στην ψεκασμένη κλαρίτσα να ρουφήξει και πεθαίνει από το δηλητήριο που έχουμε ρίξει στο παρασκεύασμα. Με μια απλή ψεκαστήρα πλάτης μπορεί ο παραγωγός να καλύψει μία αρκετά μεγάλη περιοχή. Στην Κρήτη, στην Αργολίδα αλλά και σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές – υποθέτουμε – τοποθετούνται στους ελαιώνες παγίδες με δολωματικό υγρό, ο αρμόδιος παρακολουθεί και καταγράφει τα αποτελέσματα των μετρήσεων και αναφέρει αν θα πρέπει να γίνει ψεκασμός ή όχι. Συνήθως γίνονται 3-4 ψεκασμοί το καλοκαίρι, όταν έχει βεδέμα, δηλαδή παραγωγή χρονιά παρά χρονιά.
Το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελαιοπαραγωγός είναι η πολύ χαμηλή τιμή του ελαιολάδου, η οποία δεν καλύπτει το κόστος παραγωγής, ιδίως όταν ο ιδιοκτήτης δεν είναι αγρότης και πληρώνει εργάτες για κάθε εργασία.
Στην Κρήτη μόνο το 10% περίπου των ελαιοπαραγωγών είναι αγρότες στο επάγγελμα. Δεν θα προτείναμε λύσεις, αλλά θα πρέπει να τυποποιούμε όλα μας τα λάδια και να μην αφήνουμε την τυποποίηση στους Ιταλούς, οι οποίοι προβάλλουν το δικό μας λάδι στη διεθνή αγορά ως αγνό παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο.
Υποσημειώσεις
[1] Αναγνωστόπουλος Ν. – Γάγαλης Γ., « Η Αργολική Πεδιάς», Αθήναι, 1938, σελ. 197.
[2] Στο ίδιο, σελ. 199.
[3] Στο ίδιο, σελ. 199.
[4] Στο ίδιο, σελ. 198.
Οδυσσέας Κουμαδωράκης,
« Στα χνάρια του χθες », Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη: