Καπνοκαλλιέργειες στη Αργολίδα (original) (raw)
Καπνοκαλλιέργειες στη Αργολίδα
Τα αγροτόσπιτα της Αργολίδας διέθεταν συνήθως ένα χωράφι στο μίσω μέρος, που το λέγανε γιούρτι. Το γιούρτι κατά κανόνα ήτανε κολλητό με το σπίτι. Ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα και τη νοικοκυροσύνη του αγρότη, ήταν περιφραγμένο είτε με κλαδιά και θάμνους είτε με συρματόπλεγμα ή και με πλιθόμαντρα.
Στο γιούρτι έφτιαχναν τα περίφημα τζάκια, τα φυτώρια καπνού, που ήτανε μακρόστενες πρασιές πλάτους ενός μέτρου περίπου, γεμάτες με χωνεμένη κοπριά. Στα τζάκια το Νοέμβριο έσπερναν τον καπνόσπορο, αφού τον είχανε μουσκέψει πρώτα, για να «μαλλιάσει», να πετάξει δηλαδή μάτι, ώστε να φυτρώσει πιο γρήγορα.
Για να προστατεύονται τα νεαρά φυτά από το χαλάζι και τη νύχτα από τον πάγο, έφτιαχναν τις λεγόμενες ψάθες. Η ψάθα γινότανε από ένα μακρόστενο τελάρο από ξύλα ή καλάμια, επάνω απλώνονταν θάμνοι και αφάνες, κι από πάνω άλλο ένα όμοιο τελάρο. Τα δυο τελάρα δένονταν με σπάγκο, για να μη φεύγουν οι αφάνες. Στη συνέχεια κάρφωναν διχαλωτά παλούκια κι από τις δυο μεριές του τζακιού, τέσσερα για κάθε ψάθα, πάνω στα οποία στηριζόταν, ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος και να μην καταστρέφονται τα νεαρά φυτά. Την ημέρα ανασήκωναν την ψάθα από τη μια πλευρά, στηρίζοντάς την σ’ ένα ξύλο, για να λιάζονται και ν’ αερίζονται τα καπνά. Ταυτόχρονα το πότιζαν μ’ ένα ποτιστήρι, αν δεν έβρεχε. Το βράδυ έριχναν πάλι τις ψάθες για τον παγετό. Αργότερα έφτιαχναν χαμηλά τούνελ με νάιλον, χρησιμοποιώντας λυγαρόβεργες και αργότερα καμπυλόσχημα σίδερα.
Η μεταφύτευση του καπνού στο οργωμένο καπνοχώραφο γινότανε το Μάρτιο με καζίκι ή σκεπαρνάκι. Υπήρχαν συνήθως δύο ποικιλίες, ο πλατύφυλλος ή αράπικος καπνός, και ο στενόφυλλος ή γλώσσα. Αλλά με τον καιρό οι δύο αυτές βασικές ποικιλίες διασταυρώθηκαν και έδωσαν διάφορες ενδιάμεσες ποικιλίες. Επίσης, άλλοτε ο καπνός ήτανε ξερικός και άλλοτε ποτιστικός. Ο δεύτερος είχε ύψος μέχρι και δύο μέτρα και η απόδοσή του ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μέχρι να μεγαλώσουν τα φυτά γίνονταν τουλάχιστον δύο σκαλίσματα. Η εργασία αυτή ήταν ιδιαίτερα κουραστική.
Φύτεμα καπνού. Οι δυο γυναίκες στη φωτογραφία (Αναστ. Αργύρη και η νύφη της Αναστ. Καραμάνου) σε ώρα διαλείμματος. Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Η συγκομιδή ξεκινούσε από το τέλος Ιουνίου περίπου μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Περνούσαν τα φυτά του χωραφιού μέχρι πέντε φορές, μαδώντας τα φύλλα λίγα-λίγα από κάτω προς την κορυφή. Η συγκομιδή ξεκινούσε γύρω στις τρεις το πρωί μέσα στα σκοτάδια και τελείωνε γύρω στις επτά. Ας σημειωθεί εδώ ότι όλα τα μέλη της οικογένειας συμμετείχαν σ’ αυτές τις δύσκολες και βασανιστικές δουλειές, και στο μάζεμα και στο βελόνιασμα, που ξεκινούσε αμέσως μετά.
Τα «κρεβάτια» των καπνών. (Αρχ. Γ. Καραμάνου). Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Το βελόνιασμα γινόταν είτε κάτω από ένα κιόσκι είτε κάτω από καμιά καρυδιά ή άλλο δένδρο με πλούσια σκιά. Όλα τα καπνόφυλλα ήταν ριγμένα σε μια λινάτσα κι άρχιζαν το βελόνιασμα, καθισμένοι σε σκαμπό και κουτσουράκια. Ένα-ένα φύλλο το περνούσαν με χοντρή βελόνα και γέμιζαν έναν σπάγκο ενόσμισι μέτρου. Αυτός ο σπάγκος ονομαζόταν καζίλι. Στη συνέχεια στερέωναν τις δύο άκρες του καζιλιού στις άκρες ενός καλαμιού ή ενός κορμού ξερού καπνού. Δενόταν επίσης το καζίλι κατά μήκος του καλαμιού σε 3-4 σημεία, για να μην κάνει κοιλιά και ακουμπάνε τα φύλλα χάμω. Αυτή ήταν η λεγόμενη βέργα. Όταν τελείωνε η μία βέργα, ο εργάτης ξεκινούσε την επόμενη.
Το βελόνιασμα του καπνού ήταν πολύ κουραστική δουλειά, πιο πολύ για τα παιδιά. (Αρχ. Γ. Καραμάνου). Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Το επόμενο στάδιο ήταν να λιαστούν οι βέργες και να ξεραθούν. Κάρφωναν, λοιπόν, παλούκια στο έδαφος σε δυο σειρές και σε απόσταση ενάμισι μέτρου, τέντωναν σύρμα από τη μιαν άκρη μέχρι την άλλη και κατόπιν ακουμπούσαν τις βέργες δίπλα-δίπλα επάνω στα σύρματα. Αυτά ήταν τα κρεβάτια.
Φυτεία καπνού στο Μάνεση Αργολίδας
Κάποια στιγμή, όταν τα φύλλα είχανε σχεδόν ξεραθεί, οι βέργες απλώνονταν στο έδαφος και με την υγρασία της νύχτας τα φύλλα αποκτούσαν ένα χρυσοκίτρινο χρώμα. Σ’ αυτό βοηθούσε και το κατάβρεγμα με ποτιστήρι. Πάντως, η υπερβολική υγρασία δημιουργούσε πρόβλημα και καμιά φορά έπρεπε τα βράδια να καλύπτονται τα κρεβάτια με πανιά και λινάτσες. Τα κρεβάτια απαιτούσαν συνεχή επιτήρηση και φροντίδα, ώστε τα καπνόφυλλα να «ψηθούν» σωστά και με τη σχετική υγρασία ν’ αποκτήσουν χρυσοκίτρινο χρώμα. Μόνιμη απειλή για τα κρεβάτια ήταν η καλοκαιρινή μπόρα κι έπρεπε όλη η οικογένεια να έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τις βέργες στο καλύβι ή σε κιόσκι ή να καλύψει τα κρεβάτια όσο καλύτερα μπορούσε, για να μη βραχούνε τα καπνά και θεωρηθούν κακής ποιότητας.
Στη συνέχεια έπρεπε να γίνει το «σάκιασμα» του καπνού, δηλαδή να συσκευαστεί σε δέματα, τα ονομαστά τέγκια, με τη βοήθεια ενός κασονιού, που το λέγανε καλούπι. Ο τεγκιαδόρος, λοιπόν, ετοίμαζε τα δέματα καπνού, χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο μακρόστενο κασόνι, το οποίο στο επάνω μέρος είχε έναν κοχλία για τη συμπίεση του καπνού. Επίσης, σε μία από τις τέσσερις γωνίες είχε κουμπώματα και μπορούσες να το ανοίξεις.
Τα τέγκια καπνού μαζεύονταν σε αποθήκες στο Ναύπλιο (οδ. Σιδηράς Μεραρχίας). Στη φωτό εργάτριες μεταφέρουν ένα τέγκι, προφανώς για να φωτογραφηθούν. (Αρχ. Γ. Αντωνίου). Δημοσιεύεται στο: «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Ο τεγκιαδόρος τοποθετούσε τα καπνά μέσα στο καλούπι με μεγάλη προσοχή κι επιδεξιότητα και ήξερε πώς έπρεπε να μπει η μία στρώση και πώς η άλλη, κι έβαζε όλη του την τέχνη, ώστε το τέγκι, που ζύγιζε περίπου 50 οκάδες, να μην είναι παράγωνο αλλά όμορφο και σφιχτό και καλά μοστραρισμένο και να μπορεί να το ελέγξει ο πάντα σχολαστικός και πονηρός έμπορος.
Το καλούπι, λοιπόν, είχε έναν κοχλία, που με την περιστροφή του πίεζε δυνατά ένα σανίδι και τα καπνά συμπιέζονταν πάρα πολύ. Χαρά των παιδιών ήτανε ν’ ανεβαίνουν επάνω στο σανίδι και να βοηθάνε με το βάρος τους. Αυτό γινότανε πολλές φορές, μέχρι να γεμίσει το καλούπι ή μέχρι ν’ αποκτήσει το δέμα το επιθυμητό βάρος. Ύστερα το ανοίγανε από τα κουμπώματα, τυλίγανε το τέγκι από τις τρεις πλευρές με λινάτσα, τις δύο πλαϊνές πλευρές τις ράβανε με σπάγκο, ενώ η μία στενή πλευρά έμενε εντελώς ακάλυπτη και μπορούσες ν’ αγγίξεις τον καπνό, να τον ελέγξειςκαι να τον καμαρώσεις. Γιατί είχε πραγματικά ένα όμορφο χρυσαφί χρώμα, ένα εμπόρευμα άριστης ποιότητας, που φανέρωνε τη φροντίδα και τη νοικοκυροσύνη του παραγωγού και την αξιοσύνη κι επιδεξιότητα του τεγκιαδόρου. Η ακάλυπτη πλευρά ήταν η μόστρα του τεγκιού. Συνήθως ο κάθε παραγωγός ήταν και τεγκιαδόρος, αλλά όχι πάντοτε. Πάντως, το «σάκιασμα» του καπνού γινόταν μ’ αυτό τον τρόπο, με το καλούπι και τον κοχλία, και το κάθε δέμα, βάρους 50 οκάδων περίπου, όπως το περιγράψαμε, ονομαζόταν τέγκι. Αυτή ήταν η συσκευασία για το εμπόριο.
Τα καπνά μεταφέρονταν στο Ναύπλιο και συγκεντρώνονταν σε μεγάλες καπναποθήκες, που είχαν οι έμποροι στην οδό Σιδηράς Μεραρχίας. Κάποια στιγμή φορτώνονταν σε μικρά πλοία και μεταφέρονταν στον Πειραιά, όπου φορτώνονταν σε άλλα μεγάλα εμπορικά για τη μεταφορά τους στο εξωτερικό.
Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Διαβάστε ακόμη: