Άργος – Τα ίχνη μιας πόλεως στον Ελληνικό Μεσαίωνα (395-1464) (original) (raw)
Άργος – Τα ίχνη μιας πόλεως στον Ελληνικό Μεσαίωνα (395-1464)
Η επίσημη βυζαντινή ιστοριογραφία, τόσο υπό τη μορφή της χρονογραφίας όσο και υπό τη μορφή της καθαρής, κλασικής ιστορικής αφήγησης, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, αγνοεί συστηματικά την περιφέρεια. Έχοντας σχεδόν πάντοτε ως κέντρο την Κωνσταντινούπολη και τον εκάστοτε αυτοκράτορα, με την προσοχή της εστραμμένη στους πολέμους του, στις συμμαχίες του, στους θριάμβους και τις ήττες του, περιθωριοποιεί τη ζωή της επαρχίας.[1] Και η Πελοπόννησος, ως σύνολο, και η πόλη του Άργους, ως μέρος αποτελούν περιφέρεια. Μέχρι το 1204, οπόταν η ροή των γεγονότων φέρει στο προσκήνιο της ιστορίας την Πελοπόννησο, οι επίσημες ιστορικές πηγές όλως παρεμπιπτόντως αναφέρονται σ’ αυτήν.[2] Την τύχη της, σ’ αυτή τη μεταχείριση και σε μείζονα κλίμακα, ακολουθεί και η περιοχή της Αργολίδας. Από τελείως σποραδικές αναφορές σε πηγές ποικίλες θα προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε, ιχνηλατούντες, την πορεία της πόλεως Άργους, σε άμεση πάντοτε σχέση με την πορεία της Πελοποννήσου, κατά τη μακρά περίοδο του Ελληνικού Μεσαίωνα.
Φανταστική απεικόνιση του Άργους. Άποψη του Άργους με την ακρόπολή του τη Λάρισα και τον ποταμό Ίναχο με το πολύτοξο γεφύρι. Ανιστόρητη χαλκογραφία, Johann Friedrich Gronovius,17ος αιώνας.
- Η περίοδος από το 395 έως το 587 μ.Χ.
Για την Πελοπόννησο ως σύνολο η περίοδος αυτή, η οποία αρχίζει, συμβατικά, από τη διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους υπό του Θεοδοσίου και περατούται, κατά προσέγγιση, το τρίτο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορος Μαυρίκιου (582-602), δεν αποτελεί παρά ένα είδος προεκτάσεως της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Bas empire).[3]
Ήδη από τις αρχές του V αιώνος ο Χριστιανισμός έχει εδραιωθεί στην Πελοπόννησο. Αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των χριστιανικών ναών, οι οποίοι ανεγείρονται κατ’ αυτήν την περίοδο. Σ’ αυτή την οικοδομική έξαρση πρωτοστατεί η πόλη του Άργους. Ήδη στο χώρο της ακροπόλεως υπάρχουν τα ίχνη βασιλικής, η οποία χρονολογείται στις αρχές του V αιώνος και θεωρείται από τις αρχαιότερες της Πελοποννήσου.[4]
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθη η επισκοπή Άργους, η οποία εκκλησιαστικώς, υπήγετο στην αρχιεπισκοπή Κορίνθου. Όμως, στη σύνοδο της Χαλκιδόνος του 451 συμμετέχει ήδη ένας επίσκοπος Άργους ονόματι Ονήσιμος.[5] Ακόμη ένας άλλος επίσκοπος Άργους, ο Θαλής, εμφανίζεται ως αποδέκτης επιστολής του αυτοκράτορος Λέοντος Α’ (457-474) χρονολογούμενη κατά το έτος 457.[6]
Κατά την ίδια περίοδο εκτός από φυσικές καταστροφές, ιδίως σεισμούς, η Πελοπόννησος υπέστη τη δοκιμασία της επιδρομής των Γότθων υπό τον Αλάριχο κατά τα έτη 395-97. Ιδιαιτέρως από την επιδρομή εδεινοπάθησε η πόλη του Άργους. Ο ιστορικός Ζώσιμος, του οποίου το έργο Ιστορία Νέα περατούται κατά το έτος 410, μας λέγει ότι οι Γότθοι, αφού σεβάστηκαν την Αθήνα, εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, επυρπόλησαν την Κόρινθο και λεηλάτησαν το Άργος και τη Σπάρτη.[7] Η επιδρομή των Γότθων υπήρξε ισχυρό πλήγμα για το Άργος, αλλά φαίνεται ότι ταχύτατα ανάρρωσε. Αυτό πιστοποιείται από τον οικοδομικό οργασμό που παρατηρείται στην πόλη κατά τα πρώτα έτη του V αιώνος[8] και από την εξέχουσα θέση που κατέχει ο επίσκοπος Άργους στην κλίμακα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.[9] Άλλωστε, ο Συνέκδημος του Ιεροκλέους, ένα είδος γεωγραφικού εγχειριδίου, το οποίο πιθανώς εγράφη κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού και μας παρέχει μια ακριβέστατη εικόνα της Πελοποννήσου, αναφέρει ότι το Άργος ήταν μια ανθούσα πόλη με ιδιαίτερη εμπορική κίνηση.[10]
- Η περίοδος από το 587 έως το 805 μ.Χ.
Μια σκοτεινή και ταραχώδης περίοδος για ολόκληρη τη Βαλκανική, την Πελοπόννησο και το Άργος ιδιαίτερα. Η εποχή αυτή συμπίπτει με τις μαζικές μετακινήσεις σλαβικών φύλων προς τα νότια της Βαλκανικής.[11] Η Πελοπόννησος ήταν το ακραίο σημείο της προελάσεώς τους. Επί δύο και πλέον αιώνες αποκόπτεται πλήρως από το κέντρο της αυτοκρατορίας και βαθύ σκότος καλύπτει τις τύχες της.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της συνοδικής επιστολής του πατριάρχου Νικολάου III (1084-1111) προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081-1118) με την ευκαιρία της αναδείξεως της επισκοπής Πατρών σε αρχιεπισκοπή: «Εν τη καταστροφή των Αβάρων (Σλάβων)…επί διακοσίοις δεκαοκτώ χρόνοις όλοις την Πελοπόννησον και της Ρωμαϊκής αρχής αποτεμομένων, ως μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή Ρωμαίον άνδρα».[12]
Δεν είναι δυνατόν να υπολογισθούν με επιστημονική ακρίβεια οι δημογραφικές ανακατατάξεις που επέφεραν στην Πελοπόννησο οι σλαβικές επιδρομές. Είναι γνωστές οι υπερβολές του Γερμανού ιστορικού Fallmerayer[13] και η συμπερασματική φράση του ότι «ούτε σταγών αίματος ελληνικού δεν έρρεε εις τας φλέβας των σημερινών κατοίκων της Ελλάδος». Ομοίως και ο αντίλογος πλήθους φιλελλήνων και Ελλήνων ιστορικών, οι οποίοι με το επιστημονικό τους έργο τις αντέκρουαν.[14]
Το βέβαιον είναι ότι η σπάνις των πηγών δεν μας επιτρέπει να σχηματίσουμε και μιαν έστω αμυδρή εικόνα για την τότε επικρατούσα στην Πελοπόννησο κατάσταση. Το Χρονικόν της Μονεμβασίας, το οποίο αποτελεί συμπίλημα παλαιοτέρων αφηγήσεων, που συνενώθηκαν σε ενιαίο σύνολο πιθανώς κατά τον XV αιώνα, γράφει ότι οι «Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησον διώκησαν επί χρόνους σ ι η’ (218), μήτε τω Ρωμαίων βασιλεί υποκείμενοι, ήγουν από (6083) έτους του κόσμου κατασκευής όπερ ήν έκτον έτος της βασιλείας Μαυρίκιου μέχρι και του εξακισχιλιοστού τριακοστού τρισδεκάτου έτους, όπερ ην έτος δ’ της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού (805)».[15]
Η μόνη πληροφορία και αυτή άκρως συγκεχυμένη για την πόλη του Άργους σε αυτή τη ζοφερή περίοδο μας τη δίδει πάλι το Χρονικόν της Μονεμβασίας λέγοντας ότι, φοβούμενοι τους Σλάβους «οι Αργείοι εν τη νήσω καλουμένη Ορόβη…μετοίκησαν».[16] [Σημ. Βιβλιοθήκης: Ρόμβη, νησίδα, στο Τολό Αργολίδας].
Μνεία της Πελοποννήσου στις πηγές επανευρίσκουμε το έτος 783, όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη, αθηναϊκής καταγωγής, στέλλει εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του στρατηγού Σταυράκιου για να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική εξουσία σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο.[17] Η Πελοπόννησος σταδιακά επανέρχεται στην αυτοκρατορική εξουσία. Η όλη επιχείρηση τερματίζεται το 805, όταν επί βασιλείας Νικηφόρου I (802-811) η επισκοπή Πατρών, μετά την τελική συντριβή των Σλάβων, αναδεικνύεται σε αρχιεπισκοπή.[18] Για να εξασφαλισθεί παγίως η τάξη, ιδρύεται το στρατιωτικό θέμα Πελοποννήσου[19] και προς δημογραφική ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου μεταφέρονται προς εγκατάσταση πληθυσμοί από τη Μ. Ασία.[20] Η αναδιοργάνωση της Πελοποννήσου είχε αρχίσει.
Άποψη του Άργους, V. Coronelli, «Morea, Negreponte, E Adiazenze », Venezia, 1685.
- Η περίοδος από το 805 έως το 1204 μ.Χ.
Η αναδιοργάνωση, θα λέγαμε η αναγέννηση του Βυζαντίου στην Πελοπόννησο κατά τον IX αιώνα, εκδηλώνεται ιδιαίτερα με μια αναζωπύρωση της θρησκευτικής ζωής. Ο εκχριστιανισμός των επήλυδων σλαβικών πληθυσμών συνετέλεσε τα μέγιστα στην αφομοίωση των φύλων αυτών προς το γηγενές ελληνικό στοιχείο. Ο εκχριστιανισμός αυτός άρχισε αμέσως μετά την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο και η προσπάθεια κορυφώθηκε κατά τα έτη της βασιλείας του Βασιλείου I (867-886).[21] Η επιτυχία του όλου εγχειρήματος υπήρξε έργο πλήθους ιερέων και ιεραποστόλων, πολλοί από τους οποίους ανακηρύχθηκαν άγιοι από την εκκλησία διά την αρετήν τους, την πίστη και τον ζήλο τους.
Η πόλη του Άργους παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ιεραποστολική αυτή προσπάθεια. Ο επίσκοπος Άργους και Ναυπλίου Άγιος Πέτρος (περίπου 850-922), μια από τις λαμπρότερες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες της θρησκευτικής αναγεννήσεως της Πελοποννήσου κατά τα τέλη του IX και X αιώνα, με τα κηρύγματά του, το φιλανθρωπικό του έργο[22] και τα σχολεία που ίδρυσε,[23] μετέβαλε την επισκοπή του, η οποία προηγουμένως νοσούσε βαρύτατα, σε κυψέλη φιλανθρωπίας και φάρο παιδείας.[24] Μια λαμπρή σειρά ιεραρχών μορφοποιήθηκε και επλάσθη στους κόλπους του Πέτρου. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον μετέπειτα επίσκοπο Νίκαιας και συγγραφέα του Βίου του Αγίου Πέτρου, Θεόδωρο, ο οποίος καυχάται ότι υπήρξε μαθητής του,[25] τον πρεσβύτερο αδελφό του Αγίου Παύλο, μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Κόρινθου,[26] τον διάδοχό του στον επισκοπικό θρόνο του Άργους και ικανό χρήστη του στίχου Ιωάννη[27] και τον λόγιο επίσκοπο Αθηνών Θεοδόσιο.[28]
Όμως, προς το τέλος του X αιώνα γίνεται αισθητή και στο Άργος η ακτινοβολία του σημαντικότερου ιεραποστόλου αυτής της εποχής, του αρμενικής καταγωγής Αγίου Νίκωνος.[29] Η περιοχή της Αργολίδας, με το πλήθος των εκκλησιών που ανηγέρθησαν σ’ αυτή κατά τους X, XI και XII αιώνες μαρτυρεί περιτράνως τη θρησκευτική, πνευματική και καλλιτεχνική ανάταση, η οποία επικρατεί στην περιοχή.[30]
Αλλά συγχρόνως με την πολιτιστική εύδεια, το Άργος ανθεί και οικονομικά. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (912-959), στο έργο του «Περί Θεμάτων» αναφέρει ότι το θέμα Πελοποννήσου, έκτο στη σειρά ιεραρχήσεως στον Ελλαδικό χώρο, περιλαμβάνει 40 συνολικά πόλεις από τις οποίες, εκτός από την πρωτεύουσα Κόρινθο, οι σπουδαιότερες ήσαν οι εξής 4, η Σικυών, το Άργος, η Σπάρτη και η Πάτρα.[31]
Ωσαύτως, η πόλη του Άργους ανήκε στις 12 εξαιρετικά οχυρωμένες θέσεις της Πελοποννήσου.[32] Αλλ’ η οικονομική ακμή του Άργους, κατά την περίοδο που φθάνει μέχρι την πρώτη άλωση (1204), καταδεικνύεται και από ένα επίσημο έγγραφο της εποχής. Σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου III (1195-1203), χρονολογούμενο το Νοέμβριο του 1198, το Άργος, μαζί με το Ναύπλιο, την Κόρινθο, την Πάτρα και τη Μεθώνη, ορίζεται ως η πόλη στην οποία οι Βενετοί δύνανται να εγκατασταθούν και να αναπτύξουν ελεύθερα τις εμπορικές τους δραστηριότητες.[33] Το παράδοξο είναι ότι στο Άργος κατά την περίοδο αυτή δεν υπάρχουν Εβραίοι. Ο Βενιαμίν ο Τουδέλας, ο οποίος το έτος 1173 επισκέπτεται τις εβραϊκές κοινότητες της Πελοποννήσου, δεν πηγαίνει στο Άργος και αναφέρει μόνο ότι συνάντησε 50 Εβραίους στην Πάτρα και 300 στην Κόρινθο.[34]
Στις σωζόμενες ομιλίες του Αγίου Πέτρου του Άργους υπάρχουν συνεχείς αναφορές για επιδρομές «άθεων Αγαρηνών» και «Σκυθών».[35] Ομοίως, στον Βίο περιγράφονται επιδρομές «Κρητών». Ο Άγιος εξαγόραζε, με πληρωμή λύτρων πολλούς αιχμαλώτους.[36] Φυσικά οι «άθεοι Αγαρηνοί» των ομιλιών και οι «Κρήτες» του Βίου είναι οι Σαρακηνοί πειρατές, οι οποίοι με τις συνεχείς επιδρομές τους τρομοκρατούσαν τους πληθυσμούς των παραλίων της Πελοποννήσου. Με τη λέξη «Σκύθες» εννοούνται τα διάφορα σλαβικά φύλα γενικότερα και οι Βούλγαροι ειδικότερα, οι οποίοι από του 894 μέχρι του 896 και κυρίως μεταξύ των ετών 913- 924, υπό την ηγεσία του τσάρου Συμεών, επιδίδονται σε συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες, που εκτείνονται από τη Θράκη μέχρι την Πελοπόννησο.[37]
Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους
Εις τον Βίον του Αγίου Πέτρου αναφέρεται ότι σύμφωνα με μια προφητεία του Επισκόπου Άργους, η οποία επαληθεύτηκε μετά το θάνατό του, μη κατονομαζόμενοι βάρβαροι κατέλαβαν την Πελοπόννησο και η κατοχή αυτή διήρκεσε τρία έτη.[38] Μέγιστος προβληματισμός έχει προκληθεί μεταξύ των ερευνητών από την αόριστη αυτή μνεία του Βίου. Αυτοί οι Βάρβαροι ήσαν Άραβες, Βούλγαροι ή επαναστατήσαντα σλαβικά φύλα της Πελοποννήσου, τα επονομαζόμενα από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο Σκλαβησιάνοι;[39] Πότε έπρεπε να τοποθετηθεί η άφιξή τους και με ποια άλλα γεγονότα έπρεπε να συσχετισθεί;
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί Βουλγάρων ατάκτων, οι οποίοι αρχικά αποτελούσαν τμήμα του στρατού του Συμεών και είχαν εισχωρήσει στην Πελοπόννησο. Αυτοί, μετά την ειρήνη του Συμεών με τους Βυζαντινούς το 924, δεν επέστρεψαν στη Βουλγαρία αλλά ενωθέντες με τους επαναστατήσαντες Σλαβησιάνους παρέμειναν στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια είτε απεχώρησαν οικειοθελώς είτε εκδιώχθηκαν από βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα.[40]
Στο ίδιο κείμενο του Βίου αναφέρεται ένας φοβερός λοιμός, ο οποίος έπληξε την Αργολίδα και διήρκεσε και αυτός τρία έτη.[41] Οι Βούλγαροι απείλησαν εκ νέου την Πελοπόννησο το 978 επί τσάρου Σαμουήλ, αλλά περιόρισαν τη δράση τους στην περιοχή της Κορίνθου και δεν ενόχλησαν το Άργος.[42]
Ο XI αιώνας είναι για την Πελοπόννησο και το Άργος περίοδος πλήρους ηρεμίας. Όμως, ο XII αιώνας σφραγίζεται από την επιδρομή των Νορμανδών υπό τον Ρογήρο II το 1147, την καταστροφή της Κορίνθου και την αιχμαλωσία του πληθυσμού της.[43] Ουδεμία πληροφορία υπάρχει ότι οι Νορμανδοί εισέβαλαν στην Αργολίδα.
Ο θάνατος του αυτοκράτορα Μανουήλ I του Κομνηνού (1180), οι δυναστικές έριδες που ακολούθησαν και η έκδηλη ανικανότητα των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αγγέλων αποτελούν τις ουσιαστικές αιτίες για την ανάπτυξη κεντρόφυγων τάσεων στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας.[44] Οι Δυνατοί ανασυντάσσονται και απειλούν την ενότητα του κράτους.
Λέων Σγουρός, προσωπογραφία η οποία κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου «Λέων Σγουρός – Έπος», του Κώστα Μ. Σταμάτη, εκδόσεις «Λεξίτυπον», 2011.
Κατά τις παραμονές της Τέταρτης Σταυροφορίας ο ευγενής τυχοδιώκτης από το Ναύπλιο Λέων Σγουρός επιχειρεί να ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως από την Κωνσταντινούπολη. Αφού κατόρθωσε να επιβάλει ένα είδος τυραννίας στο Ναύπλιο, καταλαμβάνει χωρίς καμία αντίσταση το Άργος,[45] με το οποίο τον χώριζαν παλαιές διαφορές, και στη συνέχεια βαδίζει εναντίον της Κορίνθου.[46] Εκεί δολοφονεί με φρικώδη τρόπο τον μητροπολίτη Νικόλαο, που προσπάθησε να του αντισταθεί.[47] Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους (12-4-1204) βρίσκει τον Σγουρό να πολιορκεί την Αθήνα, την οποία υπερασπιζόταν ο λόγιος μητροπολίτης της Μιχαήλ Χωνιάτης, αδελφός του ιστορικού Νικήτα.[48] Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο Λέων Σγουρός προκαλεί το ενδιαφέρον της επίσημης βυζαντινής ιστοριογραφίας.[49] Η Πελοπόννησος και η πόλη του Άργους, εξ αιτίας του έρχονται, γεγονός σπανιότατο, στο προσκήνιο. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης, αναφερόμενος στην κατάληψη του Άργους από τον Σγουρό ονομάζει την πόλη «ιππόβοτον»[50], επίθετο ομηρικό που δηλώνει ευφορία και πλούτο. Συγχρόνως το Χρονικόν του Μορέως προσφέρει μια ειδυλλιακή εικόνα του τοπίου.
«Το κάστρον κοίτεται εις βουνί, πολλά ένι αφιερωμένον, ή δε του Άργου της πόλεως η χώρα η μεγάλη μέσα εις τον κάμπον κοίτεται ως τέντα απλωμένη»[51]
- Η περίοδος από το 1204 έως το 1464
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και η ανακήρυξη του Βαλδουίνου της Φλάνδρας ως πρώτου Λατίνου αυτοκράτορα (15-5-1204) είχε ως άμεσο αποτέλεσμα το διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία, στα εδάφη της, μικρών φραγκικών κρατών.
Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης ή Βαλδουίνος Θ΄ της Φλάνδρας (Ιούλιος 1171 – περί το 1205). Λεωφόρος Baudouin de Constantinople, Μονς, Βέλγιο.
Στην ουσία επρόκειτο περί πιστής εφαρμογής του φεουδαρχικού συστήματος, και μάλιστα του γαλλικού προτύπου, στα κατακτηθέντα εδάφη. Ένα από τα σπουδαιότερα αυτά κράτη, υποτελές στο λατίνο αυτοκράτορα, ήταν το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο παραχωρήθηκε στον Βονιφάτιο, μαρκίωνα του Μομφεράτου.[52]
Το κράτος αυτό περιελάμβανε θεωρητικά τη βυζαντινή Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Τονίζουμε θεωρητικά, διότι η κατάληψη αυτών των περιοχών δεν είχε εισέτι επιτευχθεί. Ο Βονιφάτιος, τον Οκτώβριο του 1204, με μεγάλη στρατιωτική δύναμη και συνοδευόμενος από τους Γάλλους ευγενείς Γουλιέλμο Σαμπλίτη και Όθωνα Ντελαρός κατευθύνεται προς Νότο, για να κατακτήσει τις περιοχές που του είχαν επιδοθεί.[53] Από τα Τέμπη εισέρχεται στη Θεσσαλία. Ο Λέων Σγουρός, το μόνο πρόσωπο στον ελληνικό χώρο το οποίο διενοήθη να προβάλει αντίσταση στους Φράγκους, είχε προωθηθεί μέχρι τη Λάρισα, αλλά μόλις πληροφορήθηκε την προέλαση του Βονιφατίου, υποχωρεί στις Θερμοπύλες και σκέφτεται να οργανώσει εκεί την άμυνά του. Όμως, σύμφωνα με τη διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη, και μόνον η θέα των σιδηρόφρακτων ιππέων του Βονιφατίου ήταν αρκετή, για να τρέψει τον Σγουρό, τον Lasgur, όπως τον ονομάζουν οι λατίνοι χρονογράφοι, σε άτακτη φυγή. Άφησε ανυπεράσπιστο το στενό των Θερμοπυλών και κλείσθηκε στον Ακροκόρινθο.[54] Ο Βονιφάτιος καταλαμβάνει αμαχητί τη Θήβα και την Αθήνα και αφού ονομάζει τον Όθωνα Ντελα Ρος δούκα των Αθηνών προχωρεί προς τον ισθμό, συντρίβει τα στρατεύματα του Σγουρού και καταλαμβάνει την Κόρινθο. Όμως ο Λέων Σγουρός, οχυρωμένος στον Ακροκόρινθο και με αιφνίδιες εφόδους προκαλεί φθορές στις τάξεις των Φράγκων. Ο Βονιφάτιος αναγκάζεται να σταματήσει την προέλασή του και αρχίζει να πολιορκεί το φρούριο.[55]
Ο Νικήτας Χωνιάτης, εικόνα από μεσαιωνικό χειρόγραφο.
Όμως η Πελοπόννησος κατελήφθη από τους Φράγκους με έναν απροσδόκητο, καθαρά μυθιστορηματικό, τρόπο. Ένας φράγκος ευγενής, ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, ανηψιός του ομώνυμου ιστορικού της Τέταρτης Σταυροφορίας, ο οποίος δεν είχε ακολουθήσει τον κύριο όγκο των Σταυροφόρων, αποβιβάστηκε στη Μεσσήνη, όπου μια σφοδρή καταιγίδα τον ανάγκασε να καταφύγει.[56] Εκεί πληροφορήθηκε το συνταρακτικό γεγονός της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και την παρουσία των Σταυροφόρων στην Κόρινθο. Αναμιγνύεται στις διαμάχες των τοπικών Ελλήνων αρχόντων και τέλος, τον Φεβρουάριο του 1205, φθάνει στην Κόρινθο και ενώνεται με τον στρατό του Γουλιέλμου Σαμπλίτη, στον οποίο ο Βονιφάτιος είχε αναθέσει την πολιορκία του Ακροκορίνθου.[57] Ο Γοδεφρείδος πείθει τον Σαμπλίτη να τον βοηθήσει να κατακτήσει την Πελοπόννησο, της οποίας οι κάτοικοι, όπως είχε διαπιστώσει, ήταν παντελώς απόλεμοι και οι τοπικοί άρχοντες αλληλοϋποβλέπονταν. Ο Βονιφάτιος συναινεί και επιτρέπει την κοινή επιχείρηση των δύο ανδρών.[58] Ολόκληρη η Πελοπόννησος υποτάχτηκε ταχύτατα, σχεδόν αμαχητί, εκτός από τα ερύματα του Σγουρού, ήτοι η Κόρινθος, το Ναύπλιο, το Άργος και η ημιανεξάρτητη Μονεμβάσια.[59]
Το έτος 1206 ο πάπας Ιννοκέντιος III ονομάζει τον Σαμπλίτη «ηγεμόνα συμπάσης Αχαΐας», του ισχυρότερου και του μακροβιότερου από τα λατινικά κράτη της Ανατολής. Όμως το 1209 ο Σαμπλίτης αποθνήσκει και τη διοίκηση της ηγεμονίας αναλαμβάνει ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος.[60] Το Χρονικόν του Μορέως, η μόνη μας ουσιαστικά, ελληνόφωνη πηγή για την Πελοπόννησο σ’ αυτή την περίοδο, μας πληροφορεί ότι η πρώτη πράξη του νέου ηγεμόνα ήταν η σύγκληση συνελεύσεως των φράγκων ιπποτών και των Ελλήνων αρχόντων (παρλαμάς – parlement) στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας Ανδραβίδα. Σ’ αυτή ψηφίσθηκε ο καταστατικός χάρτης του κράτους, το «ρετζίστρο» (registre). Σύμφωνα μ’ αυτόν ιδρύθηκαν 12 βαρωνείες, οι οποίες είχαν ευρεία αυτονομία. Οι βαρώνοι αποτελούσαν το άμεσο συμβουλευτικό σώμα του ηγεμόνα, ο οποίος ήταν πρώτος μεταξύ ίσων «primus inter pares». Ωσαύτως ιδρύθηκαν επτά λατινικές επισκοπές, οι οποίες υπήγοντο στην αρχιεπισκοπή Πατρών.[61]
Πρώτο μέλημα του Γοδεφρείδου είναι η καθυπόταξη του ισχυρού πελοποννησιακού τετραγώνου. Εκτός της Μονεμβασίας, τις άλλες τρεις πόλεις κυβερνούσε τυραννικώς ο Λέων Σγουρός, ο οποίος κατόρθωνε να αποκρούει τις φραγκικές εφόδους. Όμως, το 1208 ο Λέων κρημνίζεται έφιππος από τον Ακροκόρινθο και τη διοίκηση των πόλεων αναλαμβάνει ο Θεόδωρος Άγγελος, αδελφός του πρώτου δεσπότου της Ηπείρου.[62]
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα συμβούλια που συγκαλούσε ο ηγεμόνας της Αχαΐας για την κατάστρωση του σχεδίου καταλήψεως των πόλεων συμμετείχαν και Έλληνες, από τους οποίους ο Βιλλαρδουίνος ζητούσε βοήθεια και συμβουλές. Οι Έλληνες προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν στην κατάληψη των πόλεων, υπό τον όρο να ορκισθεί εγγράφως ο Γοδεφρείδος ότι δεν θα εξανάγκαζε ποτέ, ούτε τους ίδιους ούτε τα τέκνα τους, να αλλάξουν την πίστη τους και τα πάτρια ήθη τους.[63]
Έτσι, με τη βοήθεια των Ελλήνων και του δούκα της Αθήνας Όθωνα Ντελαρός ο Ακροκόρινθος κυριεύεται το 1210. Ο υπερασπιστής του φρουρίου Θεόδωρος Άγγελος κατόρθωσε να διαφύγει στο Άργος, αποκομίζοντας και όλους τους θησαυρούς της εκκλησίας της Κορίνθου.[64] Μετά την άλωση της Κορίνθου τα δυο άλλα ελληνικά ερύματα δεν μπόρεσαν να αντισταθούν. Το μεν Ναύπλιον κατόρθωσε ο Βιλλαρδουίνος να υποτάξει με τη βοήθεια των Βενετών, το δε Άργος κατελήφθη το 1212, μάλλον ειρηνικά.[65] Ο Γοδεφρείδος, μετά την κατάληψη του Άργους και την αιχμαλωσία του Θεόδωρου Αγγέλου, εδήμευσε τους θησαυρούς της εκκλησίας της Κορίνθου και τους διένειμε στους ιππότες του. Σε ένδειξη δε ευγνωμοσύνης προς τον δούκα της Αθήνας παραχωρήθηκαν σ’ αυτόν, ως προσωπικά τιμάρια οι πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου. Έτσι ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός από τη Μονεμβάσια, ευρίσκετο υπό την εξουσία του Βιλλαρδουίνου.
Μέχρι τη μάχη της Πελλαγονίας (1259) και την επιστροφή των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο, το Άργος, υπό τη διπλή σκέπη της ηγεμονίας της Αχαΐας και του δουκάτου της Αθήνας απολαμβάνει μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Οι τρεις Βιλλαρδουίνοι που κυβερνούν διαδοχικά την Αχαΐα, Γοδεφρείδος I (1209-1225), Γοδεφρείδος II (1225- 1246) και Γουλιέλμος I (1246-1278) καθώς και οι δούκες της Αθήνας Όθων I (1205-1225), Γουίδων I (1225-1263) και Ιωάννης (1263-1280), ηγεμόνες συνετοί, ανεκτικοί προς τους Έλληνες και τη θρησκεία τους, φιλοπρόοδοι και δραστήριοι, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη της Πελοποννήσου γενικότερα και των δύο πόλεων, Άργους και Ναυπλίου ειδικότερα που ήταν τιμάρια των δουκών της Αθήνας αλλά υποτελείς, (ligi) σύμφωνα με το γαλλικό φεουδαρχικό σύστημα, στην ηγεμονία της Αχαΐας.[66]
Με την κατάληψη των τριών πόλεων έγινε και αναδιοργάνωση της λατινικής εκκλησίας. Η Κόρινθος έγινε έδρα δεύτερης λατινικής αρχιεπισκοπής, εις την οποία υπήχθη η νεοσυσταθείσα λατινική επισκοπή του Άργους. Συγχρόνως εξελίσσονται και οι διοικητικοί θεσμοί. Σε ανώτερο επίπεδο, ένα είδος Άνω Βουλής, υπάρχει η «κούρτη», η οποία συγκαλείται από τον ηγεμόνα σε τακτά διαστήματα και στην οποία συμμετέχουν οι βαρώνοι, οι επίσκοποι και οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους.[67]
Όμως, υπήρχε και μία Κάτω Βουλή, η «μπουργεζία», στην οποία μετείχαν εκλεγμένοι εκπρόσωποι των αστών όλων των πόλεων. Η Βουλή αυτή των βουργεσίων, όπως την ονομάζει το Χρονικόν του Μορέως, είχε πλήρεις αρμοδιότητες για τις τοπικές, αστικές και φορολογικές υποθέσεις των αστών. Υπήρχε πλήρης ισοδικία για τους πολίτες, ανεξάρτητα αν ήταν Έλληνες ή Φράγκοι. Ο ελληνικός ορθόδοξος κλήρος, όπως και ο λατινικός, ήταν αφορολόγητος, ουδεμία δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας αναφέρεται και η άσκηση της ορθόδοξης λατρείας ήταν απολύτως ελεύθερη.[68]
Η μάχη της Πελλαγονίας, η σύλληψη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου και σχεδόν του συνόλου των φράγκων ιπποτών από τα στρατεύματα του Μιχαήλ Παλαιολόγου, τότε ακόμη αυτοκράτορα στη Νίκαια, η τριετής αιχμαλωσία, η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Βυζαντινούς (1261), οι εργώδεις διαπραγματεύσεις μεταξύ Μιχαήλ VIII και των Φράγκων της Αχαΐας για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, η επίτευξη τελικά αυτής της απελευθερώσεως με αντιστάθμισμα την παράδοση στους βυζαντινούς των τεσσάρων φρουρίων, του Μυστρά, της Μαΐνης, του Γερακίου και της Μονεμβάσιας (είχε καταληφθεί από τον Γουλιέλμο II, το 1250) και η επάνοδος των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο είναι γεγονότα υψίστης σημασίας και προκαλούν το αμέριστον ενδιαφέρον της τόσον ιδιόρρυθμης επίσημης βυζαντινής ιστοριογραφίας. Συγκεκριμένα ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο οποίος μας δίδει τις ακριβέστερες πληροφορίες για την πορεία των συνομιλιών ανάμεσα στους Φράγκους του Μορέως και στον Μιχαήλ VIII σχετικά με την απελευθέρωση των ιπποτών, μας πληροφορεί ότι αρχικά είχε τεθεί ως όρος από τους Βυζαντινούς και η παράδοση των πόλεων Άργους και Ναυπλίου. Όμως η απαίτηση δεν έγινε δεκτή, γιατί οι δυο πόλεις ήταν τιμάρια του δούκα της Αθήνας.[69]
Το 1262 ο Γουλιέλμος επιστρέφει στην Πελοπόννησο. Οι Βυζαντινοί αρχίζουν να οργανώνουν την παραχωρηθείσα σ’ αυτούς περιοχή. Οι δύο πλευρές αλληλοϋποβλέπονται. Ένας μακρύς πόλεμος, στον οποίον αναμιγνύονται ευρωπαϊκές δυνάμεις, αρχίζει.
Αρχικά πρωταγωνιστές ήταν ο Γουλιέλμος και ο πρώτος διοικητής του βυζαντινού προγεφυρώματος Μιχαήλ Καντακουζηνός. Ο θάνατος του Γουλιέλμου (1278) σηματοδοτεί την αρχή της πτώσεως της ηγεμονίας της Αχαΐας. Οι αδύνατοι διάδοχοι του Γουλιέλμου, σύζυγοι της κόρης του Ισαβέλλας, Φλωρέντιος του Αινώ (+1237) και Φίλιππος της Σαβοΐας (1300-1304) δεν κατορθώνουν να ανορθώσουν την ηγεμονία. Ο θάνατος του Μιχαήλ του VIII και η άνοδος στο θρόνο του Βυζαντίου του Ανδρόνικου II (1282-1328) δεν μεταβάλλει σε τίποτα την κατάσταση. Μετά το 1304 η ηγεμονία της Αχαΐας κυβερνάται από βαΐλους που τους απέστελλε ο επικυρίαρχος βασιλιάς της Νεαπόλεως.[70] Και οι συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς συνεχίζονταν αδιάλειπτοι.
Κατά την περίοδο 1262-1311, η πόλη του Άργους και η περιοχή της Αργολίδας, υπό την προσωπική διοίκηση των δουκών της Αθήνας, δεν επηρεάζονταν από τις πολεμικές επιχειρήσεις και μάλιστα ευημερούσαν, αν κρίνουμε από την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού τους.[71] Όμως το 1311 επέρχεται η μεγάλη μεταβολή. Η Καταλανική εταιρεία καταλύει το δουκάτο της Αθήνας. Τα πελοποννησιακά τιμάριά του όμως, ήτοι οι πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου, δεν καταλαμβάνονται από τους Καταλανούς, αλλά ως ημιανεξάρτητη περιοχή διοικείται από τους τελευταίους εκπροσώπους των δουκών της Αθήνας, που ανήκουν στη γαλλική οικογένεια των Foucherolles.[72]
Βυζαντινοί και Αχαϊκή ηγεμονία με την προσθήκη τώρα και των Καταλανών, όπως και της Βενετίας, η οποία συνεχώς επενέβαινε στα πράγματα της Πελοποννήσου, συνέχιζαν τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά με ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας δεν ενοχλούσαν την περιοχή της Αργολίδας, της οποίας οι κάτοικοι, εν μέσω γενικού χάους, ζούσαν ειρηνικά. Το έτος 1356 ο τελευταίος νόμιμος κληρονόμος των δουκών της Αθήνας Βάλθερος Βριέννιος, από την εξορία, προ του θανάτου του, άφησε με διαθήκη τις πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου εις την αδελφή του Ισαβέλλα, χήρα του Βαλθέρου d’ Enghien. Ο ένας από τους υιούς της, ο Γουίδων d’ Enghien [ ντ’ Ανγκιέν] έγινε κύριος του Άργους και του Ναυπλίου.[73] Στο μεταξύ οι Βυζαντινοί είχαν μεταβάλει την περιοχή τους σε ημιαυτόνομο δεσποτάτο, του οποίου την ηγεσία ανέθεσαν αρχικά σε μέλη της οικογένειας Καντακουζηνού (1348-1384), στη συνέχεια δε σε μέλη της ίδιας της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων (1384-1460). Ο πρώτος δεσπότης της οικογένειας των Παλαιολόγων Θεόδωρος I (1384-1407) ακολούθησε άκρως φιλοπόλεμη πολιτική κατά πάντων, φιλοδοξώντας να θέσει ολόκληρη την Πελοπόννησο υπό την κυριαρχία του. Και ενώ ο τουρκικός κίνδυνος ήταν άμεσος και ολόκληρη η Βαλκανική ήταν, μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, υπό οθωμανική κατοχή, οι δυνάμεις του δεσποτάτου εφθείροντο σε ανωφελείς έριδες.[74]
Το 1377, ο τελευταίος Γάλλος άρχοντας του Άργους και του Ναυπλίου Γουίδων d’ Enghien [Γκι ντ’ Ανγκιέν] αποθνήσκει, αφήνοντας ως κληρονόμο του τη θυγατέρα του Μαρία, μόλις δεκατεσσάρων ετών. Οι συγγενείς της Μαρίας, φοβούμενοι μια βίαιη κατάληψη των πόλεων από τους γείτονες, εζήτησαν την προστασία της Βενετίας, η οποία – όπως ήταν φυσικό – δέχθηκε με προθυμία την πρόταση και στις 17 Μαΐου του ίδιου χρόνου ετελέσθηκαν οι γάμοι της Μαρίας με έναν ευγενή Βενετό, τον Πέτρο Κορνάρο. Αυτός κυβέρνησε προσωπικά τις δύο πόλεις αλλά ο θάνατός του, το 1388, εξέθετε τη Μαρία σε νέους κινδύνους. Η κυβέρνηση της Βενετίας πείθει τη Μαρία να της πουλήσει τα δικαιώματά της επί των δύο πόλεων. Έτσι, με συμβόλαιο, το 1388, η Βενετία γίνεται κυρία του Άργους και του Ναυπλίου. Όμως, πριν οι Βενετοί αξιωματούχοι γίνουν κύριοι αυτών των νέων κτίσεων, τα στρατεύματα του δεσπότου Θεόδωρου Παλαιολόγου, με την ομόθυμη συγκατάθεση των κατοίκων, κατέλαβαν τις πόλεις.[75] Η Βενετία μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη ονόμασε τον Parazzo Malipiero διοικητή του Άργους και του Ναυπλίου (1389) και του αναθέτει να έλθει σε διαπραγματεύσεις για την παράδοση των πόλεων. Ο Malipiero έφθασε στην Ελλάδα και κατόρθωσε να καταλάβει το Ναύπλιο, αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια των Ελλήνων. Εργώδεις διαπραγματεύσεις, οι οποίες διήρκεσαν τέσσερα έτη και διήλθαν από ποικίλες φάσεις, κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ του Θεοδώρου Παλαιολόγου και Βενετών για παράδοση του Άργους στους δεύτερους (11 Ιουνίου 1394). Ο τουρκικός κίνδυνος είχε αναγκάσει τους δυο αντιπάλους να συμβιβαστούν.[76]
Η καταστροφή στο Κοσσυφοπέδιο (1389) επέφερε ένα τρομακτικό πλήγμα στους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής και διευκόλυνε την κάθοδο των Τούρκων προς Νότον. Ο Βαγιαζήτ διαδέχθηκε στο σουλτανικό θρόνο τον πατέρα του Μουράτ, που είχε φονευθεί στη μάχη. Η κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και η εγκατάσταση σ’ αυτή, ως σουλτανικού επιτρόπου, του Εβρενός πασά, προκάλεσε έντονες ανησυχίες στους διάφορους άρχοντες του Μορέως. Όμως, η ενότητα ανάμεσα στους χριστιανούς της Πελοποννήσου δεν πραγματοποιήθηκε. Οι πελοποννήσιοι ηγέτες συνέχισαν να μάχονται υπό το βλέμμα του κοινού εχθρού.
To 1395 ο Εβρενός πασάς επιχειρεί μια δοκιμαστική εκστρατεία στην Πελοπόννησο, διέρχεται ακώλυτα τον ισθμό και επιστρέφει στη Θεσσαλία. Εκ νέου, το 1397, ο Εβρενός και ο Γιακούπ πασάς επικεφαλής 50.000 στρατιωτών διέρχονται τον ισθμό. Το ένα τμήμα του στρατού, υπό τον Γιακούπ πασά στρέφεται κατά της πόλεως του Άργους, η οποία πρόσφατα είχε καταληφθεί από του Βενετούς. Οι πρώτες έφοδοι αποκρούστηκαν από τους κατοίκους και ο Τούρκος στρατηγός αναγκάζεται να πολιορκήσει την πόλη.
Είναι η πρώτη φορά που δύο εκπρόσωποι της επίσημης βυζαντινής ιστοριογραφίας μας δίδουν εκτενείς πληροφορίες για το Άργος. Τόσο ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης όσο και ο Γεώργιος Σφραντζής αναφέρονται με ακρίβεια στο γεγονός. Στο πρώτο στάδιο της πολιορκίας οι Αργείοι αντιστάθηκαν σθεναρώς. Αλλά, εξ αιτίας ενός πανικού που προκλήθηκε από τους άνδρες που ήταν ταγμένοι να υπερασπίζονται το αριστερό μέρος του τείχους, οι Τούρκοι αναρριχήθηκαν στις επάλξεις και, εντός ολίγου, κατέλαβαν την πόλη. Φρικτές σκηνές ακολούθησαν. Μετά από μια ανηλεή σφαγή, οι επιζήσαντες κάτοικοι αιχμαλωτίσθηκαν. Εάν πιστεύσουμε τον Χαλκοκονδύλη και τον Σφραντζή, περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία. Η πόλη του Άργους, μέχρι τότε πλούσια και πολυάνθρωπη, μεταβλήθηκε σε ερείπια.[77]
Το άλλο τμήμα του τουρκικού στρατού, υπό τον Εβρενός πασά, αφού λεηλάτησε τα εδάφη του δεσποτάτου, ενώθηκε με το πρώτο και, ομού, ανεχώρησαν για τη Θεσσαλία. Αυτές οι δυο εκστρατείες των Τούρκων απετέλεσαν ένα θανάσιμο πλήγμα για τις δυνάμεις του Μορέως. Ο θάνατος του σουλτάνου Βαγιαζήτ στην ειρκτή του Ταμερλάνου (1403) μετά την ήττα του στην Άγκυρα (1402) είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την προσωρινή ανακούφιση τόσο της Κωνσταντινουπόλεως όσο και του Μορέως.
Οι Βενετοί άρχισαν, με δραστικά μέτρα, να επιχειρούν την ανασυγκρότηση της πόλεως του Άργους. Απήλλαξαν από κάθε φορολογία τους εναπομείναντες κατοίκους και επέτρεψαν σε όσους Έλληνες υπηκόους του Δεσποτάτου το επιθυμούσαν, να εγκατασταθούν σ’ αυτό και στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, προσφέροντάς τους αξιόλογες οικονομικές διευκολύνσεις.[78]
Οι εσωτερικές εξελίξεις στο Ελληνικό δεσποτάτο σε συνάρτηση πάντοτε με τις σχέσεις Τούρκων, Κωνσταντινουπόλεως και Βενετίας δεν επηρέασαν τις βενετικές κτήσεις του Άργους και του Ναυπλίου. Ούτε η πρώτη επιδρομή υπό τον Τουραχάν (Μάιος 1423), ούτε οι δυο διαδοχικές εκστρατείες του Μωάμεθ II (1457-58 / 1460-61) οι οποίες κατέληξαν στην κατάλυση του Ελληνικού Δεσποτάτου, έθιξαν τις βενετικές κτήσεις.[79] Όμως το τέλος ήτο εγγύς.
Το έτος 1462 οι Τούρκοι, μετά από ασήμαντον αφορμήν, υπό την ηγεσίαν του Ομάρ πασά εισβάλλουν στην Αργολίδα και καταλαμβάνουν αμαχητί την πόλη του Άργους ένεκα της προδοσίας ενός Έλληνα ιερέα.[80] Η Βενετία κηρύσσει τον πόλεμο στην Τουρκία, ονομάζει αρχιστράτηγο των κατά ξηράν δυνάμεων της τον Μπερτόλ ντ’ Έστε και προσπαθεί να εξεγείρει τους Έλληνες κατά των Τούρκων. Αρχικά τα στρατεύματα των Βενετών στην Πελοπόννησο είχαν επιτυχίες και το Άργος ανακτήθηκε ταχύτατα. Ο θανάσιμος τραυματισμός του Μπερτόλ κατά την πολιορκία του Ακροκορίνθου επέφερε σύγχυση στο βενετικό στράτευμα. Η άφιξη του Μαχμούτ πασά στην Πελοπόννησο με μεγάλη στρατιωτική δύναμη ανέτρεψε την κατάσταση. Οι Βενετοί, χωρίς ηγέτη, οχυρώθηκαν στο Ναύπλιο. Ο Μαχμούτ κατέλαβε την πόλη του Άργους, την κατεδάφισε και τους κατοίκους της τους έστειλε αιχμαλώτους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ II δεν τους κακοποίησε, αλλά τους εγκατέστησε περί την μονήν της Περιβλέπτου, προσφέροντας εις αυτούς γαίες και οικίες.[81]
Το Άργος, μια πόλη που διατήρησε το ελληνικό κλασικό της όνομα, τη σφριγηλότητά της, την έντονη εμπορική της κίνηση σε όλη τη διάρκεια των Μέσων Χρόνων, έχει σχεδόν αφανισθεί. Όμως η μνήμη της παλαιός αίγλης δεν χάνεται. Ο βιβλιογράφος του τέλους του 15ου αιώνα Μιχαήλ ο Σουλιάρδος, τέκνο του Άργους, γράφει στο περιθώριο ενός χειρογράφου: «αντιγράψω ού χάριν δώρων, άλλ’ υπέρ πατρίδος».[82]
Υποσημειώσεις
[1] Άκρως διαφωτιστικό για το θέμα το έργο του Απόστολου Καρπόζηλου , Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Α’ Αθήνα, 1997.
[2] A. LE BON, Le Peloponnese byzantin, (Presse Universitaire de France – Bibliotheque byzantin), Παρίσι, 1951,13.
[3] V. CHPOT, Le monde romain (L’ evolution de l’ humanité XXII), Παρίσι, 1927,201.
[4] Η βασιλική αυτή κατά την πορεία των αιώνων είχε πολλάκις υποστεί μετατροπές. Σημαντικότερη αυτή του 1175 ως μαρτυρεί και επιγραφή G. VOLLGRAFF, αναφορά στο BCH, I. II, 1928, 476.
[5] Ε. HONIGMANN, The original lists of the members of the council of Nicaea, the robber-synod and the council of Chalcedon. Byzantion, XVI, 1942-1943, σ. 50 n° 15, σ. 56 nos 287-290, nos 374-376.
[6] L. DUCHESNE, Les anciens Eveches de la Grèce; MEFR, XV, 1895, σ.375-378.
[7] ΖΩΣΙΜΟΣ, V, 6-7 (MENDELSSOHN), σ. 253-254.
[8] Γ. ΤΣΕΚΕΣ, Το Άργος στην παλαιοχριστιανική περίοδο, ΔΑΝΑΟΣ, II, 2001, σ. 93-94.
[9] Μεταξύ των οκτώ επισκόπων από την Πελοπόννησο, οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στη σύνοδο της Χαλκιδόνος, ο επίσκοπος Άργους λαμβάνει την τέταρτη θέση. Ed, SCHWARTZ_, Uber die Bischofslisten der Synodem von Chalkedon, Nicaea und Konstantinopel,_ Βερολίνο, 1936, σ. 15, 33, 39.
[10] E. HONIGMANN, Le Synecdeme d’ Hieroklés (Corpus Bruxellense Historiae Byzantine. Forma Imperii Byzantini, I), Βρυξέλλες, 1939, σ. 1- 48.
[11] Κ. ΑΜΑΝΤΟΣ, Οι Σλάβοι εις την Ελλάδα: BNJ, XVIII, 1944, σ. 210-221. Α. ΚΕΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, Οι Έλληνες και οι Βόρειοι γείτονες, Αθήναι, 1945. Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι. Συμβολαί εις την ιστορίαν τον μεσαιωνικού Ελληνισμού, Αθήναι, 1945. Σπ. ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω μέχρι του Νικηφόρου Α’, Αθήναι, 1948. Στ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Βυζαντινοί μελέται, VI. Οι Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Επιστημονικαί πραγματείαι της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Σειρά φιλολογική και Θεολογική, I, Θεσσαλονίκη, 1947. P. CHARANIS, Nicephorus I the Savior of Greece from the Slavs (810 A.O), Byz. Met 1,1946, σ.75-92.
[12] PG CXIX, στ. 880. V. GRUMEL, Regestes de Patriarcat, 1,2, σ. 21-22 , n° 371.
[13] J. FALMMERAYER, Gewchichte der Halhinsel Morea wahrend des Mittelalkers, I,II, Στουτγάρδη 1830-1836. Ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι σελίδες, Ι,ΙΙΙ-XLV.
[14] Ιδιαίτερα ο Κ. Σάθας πιστεύει ότι «ουδείς Σλάβος διείσδυσε ποτέ εν Ελλάδι ουδέ εν Πελοποννήσω», C. SATHAS, Documents inedits relatifs ά I’ histoire de la Grèce au Moyen Age, Παρίσι, 1880-1890,1, σ. XXVIII κ. εξ και IV, σελ. XLII και εξ. Από τους ξένους ερευνητές τη δριμύτερη κριτική στη θεωρία του Fallmerayer άσκησε ο K. HOPF με το άρθρο του Geschichte Griechenlands von Begin des Mittelalkers bis auf unsere Zeil, τόμος LXXXV της “Algemeine Encyclopadie der Wissenschaften und Kunste” των ERSCH KAI GRUBER, Λειψία, 1867, σ. 100-119.
[15] Ν. ΒΕΗΣ, «Περί κτήσεως Μονεμβασίας Χρονικόν» αι πηγαί και η ιστορική σημαντικότης αυτού, Βυζ, I, 1909, σ. 57- 105. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει ευρίσκεται στη σ. 65.
[16] Το Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 63-65.
[17] Θεοφάνης, α Μ. 6275, εκ. DE BOOR, I, σ. 556-557: Τούτω τω έτει ειρηνεύσασα Ειρήνη μετά των Αβάρων και άδειαν εύρουσα αποστέλλει Σταυράκιον τον πατρίκιον και λογοθέτην του οξέος δρόμου μετά δυνάμεως πολλής κατά των Σλαυικών εθνών. Και κατελθών επί Θεσσαλονίκην και ‘Ελλάδα υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία. Εισήλθε δε και εν Πελοποννήσω και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα ήγαγε τ των Ρωμαίων βασιλεία.
[18] P. CHRANIS, Nicephorus I the Savior of Greece from the Slaves, Byz. Met, 1, 1946, σ. 75-92.
[19] J.B.BURY, A history of the Eastern Roman Empire from the fall of Irene to the accession of Basil II, Λονδίνο, 1912, σ. 224.
[20] Χρονικόν της Μονεμβασίας, σ. 66-67:Την τε Λακεδαίμονα πάλιν εκ βάθρων και αυτήν ανεγείρας και ενοικίσας εν αυτή λαόν σύμμικτον Καφήρους τε και Θρακησίους και Αρμενίους και λοιπούς από διαφόρον τόπων τε και πόλεων επισυναχθέντας…
[21] LE ΒΟΝ, ένθ. Αν. σ. 44-45 και 66.
[22] X. Παπαοικονόμος, Ο πολιούχος του Άργους Άγιος Πέτρος, επίσκοπος Άργους ο Θαυματουργός, Αθήναι, 1908. Βίος ια’, σ.64-65: Εκεί δε Θεόν ελέω μάλλον των άλλων ήδει θεραπεύεσθαι, τοσοΰτον εξέτεινε την χείρα προς έλεον, ως μηδ’ αυτού φείδεσθαι του πυθμένος. Οΰκ αν ανέμενε τον σίτον ή τι των γεωργίων ταμείω κλείεσθαι άλλ’ αυτό των καθ’ αυτό επετείων καρπών και των άλλων ειδών, όποιον αν ή, διεδίδου τοις πένησιν.
[23] Βίος Πέτρου, ιβ σ.65 : Τους δε νέους ούκ άμοιρους ή απαίδευτους, όσοι δε αν επιτηδείως είχον, προς μαθημάτων ανάληψιν εχώριζεν αίς ηρέσκοντο των τεχνών.
[24] Βίος Πέτρου, ι’, σ.64 : Παρά μέντοι των Αργείων ηνωχλείτο… και ως ερημία ιερέων πολλά των αρτιγενών βρεφών ανηρπάσθαι ώκρα, στερηθέντα του θείου λουτρού, πολλοί δε των εξοδευόντων των συνήθων οΰκ έτυχον ύμνων επιταφίων.
[25] Βίος Πέτρου, κ’, σ. 71: Και συνέρρει τα πλήθη των πόλεων και κωμών αυτού δη παρήσαν και μοναζόντων αγέλαι και το κόσμιον των μοναζουσών…και γυναίκες σώφρονες, και νέοι και γέροντες. Περί του Βίου του Αγίου Πέτρου βλέπε A. VASSILIEV, The life of St. Peter of Argow and its historical significance, Traditio, V., 1947, σ. 163-169. Βίος Πέτρου, α’, σ. 59: Όν και πάλαι μοι προθυμουμένω κατά δύναμιν επαινείν ως προ των άλλων εμοί προσήκον αποτιννύναι τα τροφεία παιδείας τε είνεκα και της άλλης εκ παιδός αγωγής και αυτής ιεροσύνης εις άνδρα ήκοντι. Περί του Θεοδώρου, επισκόπου Νίκαιας και του προβλήματος του συγγραφέως του Βίου βλέπε Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Αγίου Πέτρου, επισκόπου Άργους, Βίος και λόγοι, Αθήναι, 1976, σ. 217-229. Τις επιστολές του Θεοδώρου δημοσίευσε ο J. DAROYZES, Epistoliers byzantins du Xe siicle. Archive de l’ Orient Chretien, Παρίσι, 1960.
[26] ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ένθ. άν. σ. 422-425.
[27] ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ένθ. άνωτ. 428-433.
[28] Βίος και θαύματα του όσιου Θεοφόρου Πατρός ημών και ιαματικού Θεοδοσίου του νέου γεννηθέντος κατά το 862 έτος από Χριστού, Νέον Εκλόγιον, Κων/λη, 1863. 164-172. Βλέπε Κ. ΜΕΡΤΖΙΟΣ, Περί του Αθηναίου όσιου και ιαματικού Θεοδοσίου, του νέου, Αθηναϊκά, 30,1965, σ.8-15.
[29] ΣΠ. ΛΑΜΠΡΟΣ Βίος και πολιτεία του όσιου πατρός ημών Νίκωνος του Μετανοείτε, κ.έ, 3, 1906, σ.161, 5-10: και τα μεν δη κατά το Άργος αυτώ τοιαύτα, και πολλοί οι ύπ’ αυτού αναδειχθέντες αρετής εργάται και θεοσεβείας ερασταί έπ’ αυτώ δη τω Άργει και Ναυπλίω.
[30] Αυτές οι εκκλησίες, οι οποίες αρχικά δημοσιεύθηκαν από τον A. STRUCK, Vier byzantische Kirchen der Argolis, AM., XXXII, σ. 189-236, απετέλεσαν έκτοτε αντικείμενο πολλών μελετών. Βλέπε και S. SAVAS, Etude de quatre eglises du XHe siecle se trouvant en Argotide; Θεολογία, 29,1958, σ. 368-376.
[31] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων, ΙΙ.6 (Bonn) III, σ. 52-54.
[32] Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ) στ. 1404-1406. Σ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, Χρονικόν του Μορέως, τοπωνυμικά, τοπογεωγραφικά, ιστορικά, Αθήναι 1921, σ. 5-45.
[33] Z. V. LINGENTHAL, Jus graecoromanorum (ΖΕΠΟΣ) I, σ.476.
[34] Benjamen de Tudèle, Itineraire (M.N.ADLER), σ.10.
[35] ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ενθ. αν. σ.11, 79.
[36] Βίος Πέτρου, ιδ’, σ.67 : Και Κρήτες δε, πειρατικαίς ναυσί χρώμενοι, αν δη ληστρικόν διέζων βίον, και νήσοις και πόλεσι και κώμαις ταις παραλίοις νυκτός ενεδρεύοντες και τους παρατυγχάνοντας ληϊζόμενοι…πυνθανόμενος δε τον εις άκρον έλεον του ανδρός τη Ναυπλία καταιρόντες και πίστεις λαμβάνοντες και διδόντες τους αιχμαλώτους απεδίδοσαν λύτρω.
[37] Βίος οσίου Λουκά του «Νέου», PG. 111, στ. 441 – 480: Ο Συμεών γάρ ο του σκυθικού έθνους άρχων τας προς Ρωμαίους σπονδάς αθετήσας εχώρει κατά πόσης ηπείρου… οι δε προς την Εύβοιαν τε και την του Πέλοπος απεσώζοντο. Βλέπε και Ν. ΒΕΗΣ, Αι επιδρομαί, σ. 351.
[38] Βίος Πέτρου, ιθ’, σ. 70-71 : Των βαρβάρων μετά μικρόν κατασχόντων την νήσον έφ’ όλοις έτεσι τρισί, και τους πλείους διεργασαμένων, και πάντα ληϊσαμένων τα αυτής και πεδίον αποφηνάντων αφανισμού, ως μηδ’ έτι της παλαιάς ευδαιμονίας ίχνη εκείσε οράν.
[39] Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De administrando imperio (MORAVCSIK), σ. 234: Και ευθέως γενομένης και της των Σκλαβησιάκων επιθέσεως του αυτού θέματος (Πελοποννήσου). Περί αυτού βλέπε P. ORGELS, En marge dun texte hagiograpnique (Vie de S. Pierre d’Argos). La derniere invasion slave dans le Peloponnese, 923-925, Byzantion, 34 (1964), σ. 271-283.
[40] Σχετικά με την επιστημονική διαμάχη περί τη διευκρίνιση του χωρίου του Βίου, βλέπε κατά τη χρονολογική σειρά: Ν.ΒΕΗΣ, Αι επιδρομαί των Βουλγάρων υπό τον τζάρον Συμεών και τα σχετικά σχόλια τον Αρέθα Καισαρείας, Ελληνικά, I, 1928, σ. 337-339. Δ.ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, Η Βυζαντινή Ελλάς, 392-1204, Αθήναι, 1965, σ. 47. A.VASILIEV, The Life, σ. 47- 48. P.LEMERLE, Une province Byzantine, le Peloponnese, Byzantion, 21 (1951), a. 343 κ. εξ. R.JENKINS, The date of the Star Revolt in Peloponnese under Romanus i, Latte Classical and Medieval Studies in Honor of Alfred Mathiaw Friend, Jr, Princeton, 1955, σ. 204-211.
[41] Βίος Πέτρου, ιγ’, σ. 66: Λοιμός επίεζε την του Πέλοπος επί τοσούτω δε ταύτην επεβόσκετο και κατέτρυχεν, ως και τας οικίας, και στενωπούς και άμφοδα και πλατείας, έτι δε και το ύπαιθρον εμπλησθήναι νεκρών
[42] Βίος Νίκωνος, σ. 174,16_175, 5 : Μετ’ ου πολύ δε και Βασίλειος, ώ το επίκλην Απόκαυκας, άρτι την του πραίτωρος αρχήν αναδεδειγμένος και εν Κορίνθω διατριβών εφρούρει τον εκείσε ισθμόν της βουλγαρικής ένεκα εφόδου… Δεινώς δ’ αυτόν επίεζε το δέος της του βουλγαρικού έθνους καταδρομής. Φήμη γάρ ηκούετο κατά πόσης χωρείν αυτό της ηπείρου και κατ’ αυτής της Ελλάδος τε και της του Πέλοπος επιστρατεύειν. Κεδρηνός (Bonn), σ. 435-436: Τον Σαμουήλ… Θετταλίαν τε και Βοιωτίαν και Αττικήν εισβαλόντα τε και εν Πελοποννήσω διά τε του Κορίνθου ισθμού και πάντα ταύτα δηούντα και ληϊζόμενον.
[43] Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN): 76, 85: ως δε τον εκείσε πλούτον ενέθετο τοις τριήρεσι και τους γένει λαμπρότατους των Κορινθίων εδουλαγώγησεν, εξηχμαλώτησε δε και των γυναικών οσαι κάλλισται.
[44] Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), σ. 638, 40-55: Ο μεν γάρ Σγουρός Λέων Κόρινθον διείπε και Ναύπλιον ο δε Χαμάρετος Λέων της κοίλης κρατών Λακεδαίμονος τύραννος ην των Λακώνων… Εις τοσαύτας δε τυραννίδας διαιρεθείσης της εσπέρας τι μεν των καλών οΰκ απήν, τι δε των κακών ου παρήν; Χρημάτων αφαιρέσεις, των θρεψαμένων εκτοπίσεις, σφαγαί και φυγαί και μύρια προς τούτοις άλλα δεινά.
[45] Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), σ. 606, 91-97: Τοις μεν γείτοσιν Αργείοις είχεν αν τε και επάγειν ως ομόροις αιτίαμα ποιούν ανεύθυνον οπωσδή την της εκείνων καταδρομήν
[46] Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), σ. 605, 70-73: Το γάρ ιππόβοτον Άργος υπονοθεύσας και επί τώδε την Κόρινθον ληϊσάμενος και προϊών αεί τοις ληστεύμασι.
[47]Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), σ. 638, 57-60: Αλλά και τω της μητροπόλεως Κορίνθου αρχιποιμένι Νικολάω… τας κόρας αιμάξας είτα και κατά σκοπέλων αφίησι.
[48] Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), σ. 609, 38-40: Προς ουν τοιούτον αντίμαχον ούτω μεν ίδριν των τακτικών, ούτω δε τον λόγον πολύν, ούτω δε την αρετήν απαράμιλλων, ο αντίπαλος Σγουρός απειπών και γνούς ως είκη τοις της ακροπόλεως ραχίαις διακηρύττεται.
[49] Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), σ. 605,65-70: Ο δε Σγουρός ούτος εκ Ναυπλίου γεγενημένος χρόνον μεν τινα των εκ του γένους βία μάλλον ήπερ πειθοί κατίσχυε… Αεί δε τω των πραγμάτων ανωμάλω επιδιδούς και τοις στασιώδοις καιροίς οιδαινόμενος μέγας εκ μικρού πρόεισιν, ως οι χείμαρροι τοις όμβροις και τοις βιαίοις τα κύματα πνεύμασι. Γεώργιος Ακροπολίτης (HEISEMBERG), I, 63: Ην γάρ και ο Σγουρός ούτος μετά την της Κωνσταντίνου άλωσιν, νεωτερίσας καθ’ εαυτόν και Κορίνθου αρχών, και περί ταύτην χωρών, ως και ετέρων έτεροι.
[50] Ομ. Β, 287 : ενθαδ’ έτι στείχοντες άπ’ Άργεος ιπποβότοιο.
[51] Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ) στ. 1524-27, σ. 65.
[52] Villehardouin (ED. FARAL) II, 299, σ. 107: Et lors assemblerent a un parlement et la convenance fu retraite de l’ empereor Baudoin et del marchis Boniface; et li fu Salenikes rendue, et la terre. Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 1547, σ. 65: «Κι αφότου εστράφηκεν εκεί, άργησε με τον ρήγαν, εκείνον του Σαλονικίου, τον μισίρ Μπονιφάτσον».
[53] Villehardouin (ED. FARAL) II, 300, σ. 409: Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), 638, a. 46-50: Ο δε Μαρκέσιος Βονιφάτιος τη Θεσσαλονίκη προσεδρεύων υποκειμένην είχεν εαυτώ την ές Αλμυρόν εκτεινομένην Αγχίαλον πάσαν και πεδίων ήρχετο Λαρισσαίων και μετελάγχανε των φόρων οπόσοι εξ Ελλάδος και της νήσου του Πέλοπος εισεπράττοντο.
[54]Νικήτας Χωνιάτης (VAN DIETEN), 609, σ. 73-90: ο Σγουρός του μαρκεσίου τη Ελλάδι προσάγοντος αυτός… το εν Θερμοπύλαις ετήρει τέναγος …την σκιάν υπιούσης του Λατινικού δόρατος, αναιμωτί του ερύματος υπεξίσταται… και ως όφις εις χρείαν συσπειράται τον Ακροκόρινθον.
[55] Vitlehardouin (ED. FARAL) 11,325,σ. 134: Asgur..,, que ileresaisizde CorintheetdeNaples… Et cil nevoltmie venir a la merci del marchis ainz le commenca a guerroier, et granz pars se tindrent a lui.
[56] Villehardouin (ED. FARAL) II, 325, a. 136: Lors avint une aventure el pais, que Joffroi de Villehardouin… l’ en mena venz et aventure au port de Mouton.
[57] Villehardouin (ED. FARAL) II, 326, a. 136: Et vint a l’ ost, ou il fu mult volontiers veuz et fu mult honorez del marchis et des autres qui i estoient.
[58] Villehardouin (ED. FARAL) II, 327, σ. 136: Ainz parla a Guillelm de Canlite qui mult ere ses amis, et li dist: «Sire, je vieng d’une terre riche, que on apelle la Moree. Prenez de gent ce que vos en porroiz avoir et partez de ceste ost, et allons par l’ aie de Dieu, et conquerons… et il marchis li abandonna qu’ il i alast.
[59] To Χρονικόν τον Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ): 2084 – 86, σ. 89:“Τέσσερα κάστρα αφέντη μας, σε λείπουσιν ακόμη το πρώτον ενι η Κόρινθος, το δεύτερον το Ανάπλι, το τρίτο ένι η Μονοβασιά, το τέταρτον το Άργος”.
[60] Το Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 2395 – 97, σ. 101:
Άφών ή κρίσις έδόθηκεν κ’ ή άπόφασις ομοίως,
Νά μείνει τοῦ μισίρ Ντζεφρέ ή άφεντία τοῦ τόπου
Όλης της Πολυπόνεσος, τον λέγουσιν Μορέαν.
[61] Το Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 1900 – 2009, σ. 81-86.
[62] ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΙΛΛΕΡ, Η φραγκοκρατία εν Ελλάδι, Μετ. ΣΠ. ΛΑΜΠΡΟΥ, Αθήναι, 1909,1, σ.92-93
[63] Το Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 2089 – 95, σ. 89:
Λοιπόν άν θέλη ό άφέντης μας
τά κάστρη νά τά έπάρη
κ’ ημείς, τό γένος τών Ρωμαίων,
δούλοι σου νά άποθάνουν,
τούτο ζητούμεν, λέγομεν,
μεθ’ ὃκου νά μάς τό ποίησης
εγγράφως, νά τό έχωμεν
ημείς καί τά παιδιά μας
άπό τοῦ νϋν καί έμπροστεν,
Φράγκος νά μή μας βιάση
ν’ άλλάζωμεν τήν πίστην μας
διά τῶν Φράγκων τήν πίστιν,
μήτε άπό τά συνήθειά μας,
τόν νόμον τῶν Ρωμαίων.
[64] ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΙΛΛΕΡ, ένθ. αν. I, σ. 32-93.
[65] Το Χρονικόν του Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 2870-2877, σ. 120-121:
Και άφότου έπαράλαβεν ό πρίγκιπας τό Άνάπλι
Μέ προθυμίαν τό έχάρισεν τότε τον Μέγαν Κύρην,
Νά τό έχη εις κληρονομιάν εκείνο καί τό Άργος.
[66] ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΙΛΛΕΡ,Ένθ. αν. I, σ. 126-130.
[67] Το Χρονικόν τον Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 2075-76, σ. 88: Εν τούτω ορίζει κ’ ήλθασιν οι πρώτοι της βουλής του εκείνος όπου επρονοιάζασιν τες χώρες των στρατιώτων.
[68] Το Χρονικόν τον Μορέως (ΚΑΛΛΟΝΑΡΟΣ), 3207-3210:
Εις τούτο ορίζει, εγράψασιν
του πριγκιπάτου απάντων,
φλαμουραρίων, καβαλλαρίων,
όλων των επισκόπων,
του Τέμπλου, του Οσπιταλίου
και όλων των βουργεσίων,
στο Νίκλι τους εμήνυσε
να είναι σωρεμένοι.
[69] Γεώργιος Παχυμέρης (Bonn), I, 31, σ. 88: Ήσαν δε σφίσιν αι συνθεσίαι, ην μην τον Πρίγκιπα Ρωμαίοις δούναι και βασιλεί εξ αυτής κατάσχειν εις δεσποτείαν αναφαίρετον τα κατά Πελοπόννησον ταύτα, Μονεμβασίαν Μαΐνην Ιεράκιον Μυζήθραν (Ανάπλιον δε και Άργος εν αμφιβόλοις ετίθει). Ανάλυση των διαπραγματεύσεων βλέπε, D. ZAKYTHINOS, Le déspotat grec de Morée, Παρίσι, 1932,1, σ. 15-25.
[70] D. ZAKYTHINOS, ένθ. ανωτ. I, σ. 27 κ.εξ.
[71] Κατά την άλωση του Άργους από τους Τούρκους του Βαγιαζήτ (1395), σύμφωνα με τις πηγές ο πληθυσμός υπερέβαινε τις 30.000.
[72] ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΙΛΛΕΡ, ένθ. αν. 1, σ. 359
[73] ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΙΛΛΕΡ, ένθ. αν, I, σ. 379.
[74] D. ZAKYTHINOS, ένθ. ανωτ., I, σ. 94-165.
[75] D. ZAKYTHINOS, ενθ. ανωτ., I, σ. 132-139.
[76] D. ZAKYTHINOS, ένθ. ανωτ., I, σ. 143.
[77] Λ. Χαλκοκονδύλης (Bonn), σ. 98-99: Επί τούτο δε το Άργος Ιαγούπης ο Παιαζήτεω βασιλέως στρατηγός ως εστρατεύετο, επολιόρκει τε ανά κράτος, και προσβάλλων τω τείχει θαμά ούκ ανίει. Μετά δε ου πολύν χρόνον, ως από δυοΐν άμα τόποιν προσβάλλων επειράτο του χωρίου, γίνεται τι δείγμα τοις εν τη πόλει πανικόν τοις επί τω ευωνύμω της πόλεως μέρει αμυνομένοις, ως δόξαν αυτοίς ανθρωπόν τινα των επιχωρίων φήσαντα είπειν ως εάλω η πόλις από του δεξιού, και εκλιπόντος το χωρίον τούτο ιέναι δρόμω επί το δεξιόν, ενταύθα δε αναβεβηκότας το τείχος τους πολεμίους ταύτη ελεΐν τε κατά κράτος την πόλιν και ανδραποδίσασθαι πόλιν περιφανή τε και παλαιόν. Ανδράποδα δε λέγεται γενέσθαι εντεύθεν τοις Τούρκοις ως τρισμύρια. – Γ. Σφραντζής (Bonn), σ. 83: (Τούρκοι) είτα στραφέντες την παλαιόν και ονομαστήν πόλιν του Άργους πολεμήσας έλαβον, και υπέρ τας τριάκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους λαβόντες εν τη Ασία αποίκους εποίησαν και τα τείχη αυτής χαλάσαντες έρημον κατέλιπον, εν αιτεί 6903, ινδικτιώνος ε’ (1337)
[78] C. SATHAS, Documents inédits relatifs a I’ histoire de la Grèce au Moyen Age, I-IX, Παρίσι, 1880-1890,1, a. 212-213.
[79] Κριτόβουλος (Bonn) III, 20. Σφραντζής (Bonn), σ. 388-395.
[80] Χαλκοκονδύλης (Bonn), σ. 545 : Και οι μεν Ουνετοί… ενέμενον ταις σπονδαίς, ως δε το τε εν Πελοποννήσω Άργος, ιερέως των εν τη πόλει παραδόντος προδοσία, έλαβεν ο του βασιλέως ύπαρχος, Αλβάνεω παις, τούνομα Ιησούς.
[81] Σφραντζής (Bonn), σ. 414-415. Χαλκοκονδύλης (Bonn).
[82] Η αναφορά στον ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟ, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1961,1, σ. 339.
Δρ. Βασίλειος Σκουλάτος
Ιστορικός
«Αργειακή Γη», Επιστημονική και λογοτεχνική έκδοση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Άργους, Τεύχος 1, Δεκέμβριος 2003.
*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
- 1449-1463: Πελοπόννησος – Άργος. Το τέλος ενός Ελληνικού ονείρου
- Ο ρήτωρ Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους
- Τα ιστορικά δεδομένα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και το Άργος στην περίοδο που έζησε ο Άγιος Πέτρος , Επίσκοπος Άργους(852 – 922).
- Η βυζαντινή εκκλησία στο Κάστρο του Άργους (Εκκλησία της Θεοτόκου)