Αμπέλι και κρασί στον παραδοσιακό πολιτισμό της Πελοποννήσου. Μια εθνογραφική προσέγγιση (original) (raw)

Αμπέλι και κρασί στον παραδοσιακό πολιτισμό της Πελοποννήσου. Μια εθνογραφική προσέγγιση – Ευδοκία Ολυμπίτου


Η τριλογία «αμπέλι, ελιά, σιτάρι» και «κρασί, λάδι, ψωμί», οι τυπικές, δη­λαδή, καλλιέργειες της μεσογειακής χλωρίδας και τα αντίστοιχα βασικά στοι­χεία της ελληνικής διατροφής, αποτελούν τις περισσότερο διαδεδομένες αγρο­τικές δραστηριότητες που συγκροτούν ένα πλούσιο συμβολικό πολιτιστικό σύ­στημα. Οι τοπικές εμπειρικές γνώσεις και παραδόσεις διαχέονται, ταξιδεύουν, διαδίδονται σε διαφορετικούς τόπους, όχι μόνον σε αυτούς που παράγουν τα προϊόντα αυτά, αλλά και σε όλους εκείνους που τα καταναλώνουν. Επιπλέον, κοινές ανάγκες και παρόμοιες συνθήκες διαμορφώνουν έναν μάλλον κοινό εθι­μικό κώδικα στην κατανάλωσή τους, στις σχετικές θρησκευτικές πρακτικές και τη λαϊκή λατρεία των αγροτικών, κυρίως, αλλά και των αστικών περιοχών.

Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο κρασί, επιχειρούμε να προσεγγί­σουμε τον πλούσιο χώρο της λαϊκής εμπειρικής γνώσης και κοσμοθεωρίας που αναζητά ορθολογικές αλλά και μεταφυσικές, μαγικοθρησκευτικές λύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του καθημερινού του βίου, αλλά και να ερμηνεύσει ό,τι διαταράσσει την ασφαλή μονοτονία της ζωής του. Ο χαρα­κτήρας του κειμένου είναι μάλλον περιγραφικός και ελλειπτικός, αφού αποτε­λεί μία, κατ’ ανάγκην, σύντομη περιήγηση σε αυτό το πολύπλευρο τοπίο των εθιμικών κοινοτήτων και ιδιαιτεροτήτων, στο οποίο το κρασί διατηρεί πρω­τεύοντα ή και κυρίαρχο ρόλο.

Στα πλαίσια ενός κόσμου που διαβίωνε και δρούσε με συλλογικές μορφές και τρόπους, το κρασί συμπλήρωνε και ενίσχυε κάθε μορφής δεσμούς, συνο­δεύοντας τόσο τη χαρά όσο και τη λύπη – από την κοινή εργασία στο χωράφι έως το γάμο ή το πένθος, την κοινοτική γιορτή, την αρχή και το τέλος κάθε κύ­κλου της αγροτικής ζωής. Σχεδόν ταυτόσημο με κάθε ευχή και πρόποση, κυρίως για καλή υγεία, ήταν απαραίτητο στη χριστιανική τελετουργία, άξιο ως προσφορά και δώρο σε κάθε περίσταση. Συνοδεύει όλα τα γλέντια, επισφραγί­ζει συμφωνίες και συμφιλιώσεις[1], είναι απαραίτητο κέρασμα στην έναρξη και την ολοκλήρωση των αγροτικών εργασιών, στο λιοτρίβι όταν βγει το καινού­ριο λάδι[2] ή ακόμη σε όσους συμμετέχουν σε τελετές θεμελίωσης κτισμάτων[3].

Το κρασί συμπλήρωνε την καθημερινή λιτή διατροφή αλλά και τα γιορταστι­κά γεύματα πλούσιων και φτωχών, αστών και αγροτών. Ακροβατώντας ανάμεσα στη λελογισμένη χρήση και την υπερβολική κατανάλωση, μπορούσε να είναι θρη­σκευτικά και κοινωνικά αποδεκτό ή κατακριτέο, καθοσιωμένο ή αμαρτωλό.

Προικοσύμφωνα, διαθήκες, δωρεές, αφιερώσεις, πράξεις αγοραπωλησίας και διάφορα χρονικά που μνημονεύουν καλές και κακές χρονιές, ασθένειες των αμπελιών και τις οικονομικές τους επιπτώσεις, αλλά και ιστορικά ανέκδο­τα μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την αξία των αμπελώνων για τις κοινωνίες του παρελθόντος[4]. Εκτός από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, ποικίλες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες διασώζουν μεγάλο πλούτο πληροφοριών που αναφέρονται στον υλικό και πολιτισμικό βίο των παραδοσιακών κοινωνι­κών σχηματισμών, καταδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους ένα βασι­κό διατροφικό αγαθό του ελληνικού χώρου τροφοδοτεί παραδόσεις και θρύ­λους, συνοδεύει τελετουργίες και επενδύεται με πολλαπλούς συμβολισμούς.

Πελοπόννησος, σχέδιο του Olfert Dapper, μια παραστατική απεικόνιση στην οποία η Πελοπόννησος μοιάζει με αμπελόφυλλο. Olfert Dapper, «Naukerige Beschryving van Morea», Amsterdam 1688, Συλλογή Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (δάνειο από ΜΙΕΤ, Η Πελοπόννησος. Χαρτογραφία και Ιστορία, 16ος-18ος αιώνας, ΜΙΕΤ 2006).

Η αμπελοκαλλιέργεια στην Πελοπόννησο

Η γεωγραφία του αμπελιού στην περιοχή της Πελοποννήσου είναι ιδιαίτε­ρα εκτεταμένη, αν και ορίζεται από το γεωφυσικό περιβάλλον και το κλίμα. Ονόματα χωριών και μικροτοπωνύμια όπως Αμπέλι, Αμπελά, Αμπελάκι, Αμπελάκια, Αμπελιώνα, Αμπελώνας, Αμπελόκαμπος, Αμπελόκηποι, Αμπελος, Αμπελόφυτο, ή Παλιάμπελο, που απαντώνται στην Πελοπόννησο, είναι και αυτά εν­δεικτικά της εξάπλωσής του.[5] Παρόλο που το αμπέλι αποδίδει σε σχετικά σύ­ντομο χρονικό διάστημα: «αμπέλι του χεριού σου και ελιά από τον παππού σου», συνήθιζαν να λένε στην Πελοπόννησο, για ορισμένες περιοχές «τα πολλά τ’ αμπέλια και τα λίγα πρόβατα είναι φτώχεια…».[6] Ωστόσο, για τους ορεινούς πλη­θυσμούς, οι προφορικές μαρτυρίες σημειώνουν ότι η εποχή του τρύγου έδινε τη δυνατότητα να αναζητήσουν εποχική εργασία σε αμπελουργικές περιοχές.[7]

Ασπρούδια ή ασπροστάφυλα, φιλέρια, φαγουλάρκα, κολινιάτικα, περαχωρήτες, μπακούρω, αλπού ή ροδίτες, ροζακιά, φράουλες, σουλτανιά, μαυρούδια ή μαυράκια, καλόγριες, τσαντζάλα, βαριά, αετονύχι, κοκκινέλι, αυγουλάτο, αγούμαστος, ασπί, σιδερίτες, βοϊδομάτες, σκυλοπνίχτια ή σωλοπινίχτες, αυγουστελίδι η αυγουστιάτης, μοσχάτα, κιδονίτσα, κρασούδι, μοσχοστάφυλα εί­ναι μερικές μόνον από τις ονομασίες των αμπελιών και τις αντίστοιχες ποικι­λίες καρπών που διασώζει η τοπική παράδοση[8].

Όλα τα παραπάνω είδη διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε εκείνα των οποίων ο καρπός προορί­ζεται για επιτραπέζια χρήση και σε εκείνες που προορίζονται για οινοποίηση. Ανάμεσα τους ορισμένες ποικιλίες που ταυτίζονται με τον τόπο παραγωγής τους όπως π.χ. το κρασί Νεμέας ή η μαυροδάφνη Πατρών.

Είναι χαρακτηριστικό ένα γαμήλιο δημοτικό τραγούδι που εντοπίσαμε σε μαρτυρία από τον Πύργο της Μεσσηνίας, γνωστό ωστόσο σε διάφορες παραλ­λαγές και από αλλού.

«Άσπρο σταφύλι ροζακί και κόκκινο κεράσι

τούτο το νέο αντρόγυνο να ζήση να γεράση.

Θεέ μου μεγαλοδνναμε με το μονογενή σου

σ’ αυτό το νέο αντρόγυνο να δώσης την ευχή σου.

Αγριαμπελάκι εφύτεψα και μονγινε κεράσι

τούτο το νέο αντρόγυνο να ζήση να γεράση.

Αγριαμπελάκι φύτεψα και μούγινε φιλέρι

να ζήση η νύφη κι ο γαμπρός κι όλοι οι συμπέθεροι »[9].

Όπως προαναφέρθηκε, είναι αδύνατο να περιγράφουν αναλυτικά οι εμπειρίκες παραδοσιακές μέθοδοι καλλιέργειας και οινοποίησης που απαντούν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου. Για τον λόγο αυτό επιλέξαμε να περιο­ριστούμε σε ορισμένες από τις χρήσεις, τις συμβολικές λειτουργίες και τις ανα­παραστάσεις της αμπέλου και του κρασιού που απαντούν στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Γυναίκες στον τρύγο (Η Ελλάδα τον Μόχθου 1900-1960. Συλλογή Νίκου Πολίτη, Εκδ. Ριζάρειον Ίδρυμα – Ίδρυμα Στ. Νιάρχου, Αθήνα 2005,286).

Το κρασί στην καθημερινή διατροφή

Έχει ήδη επισημανθεί η συμπληρωματική μα και απαραίτητη κατανάλωση κρασιού στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες. Οι προφορικές μαρτυρίες που αξιοποιήθηκαν από διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου και αναφέρονται στα μεταπολεμικά χρόνια επιβεβαιώνουν την καθημερινή χρήση του, καθώς θεωρείται ότι η λελογισμένη κατανάλωση κρασιού κάνει καλό στην υγεία, εί­ναι θερμαντικό μέσο, δυναμώνει το σώμα και το προφυλάσσει από κρυολογή­ματα. Σε περιόδους νηστειών η οινοποσία ρυθμιζόταν από τις εκκλησιαστικές πρακτικές και τα τοπικά έθιμα,[10] ενώ απαγορευόταν τις τρεις πρώτες ημέρες της σαρακοστής, κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, και ιδιαίτερα τη Μεγάλη Παρα­σκευή.[11] Αν κάποιοι, ωστόσο, τύχαινε να πιουν κρασί, δεν έπρεπε να τσου­γκρίσουν τα ποτήρια «γιατί ο Χριστός χολιάζει».[12]

Σε μαρτυρίες που προέρχονται από αμπελουργικές κοινότητες φαίνεται ότι η παρουσία του κρασιού ήταν απαραίτητη στο καθημερινό τραπέζι και μοιρα­ζόταν σε όλους. Το ίδιο συνέβαινε και στις οικογενειακές και φιλικές συνα­θροίσεις, στα γλέντια αλλά και στις σημαντικές στιγμές της κοινωνικής τους ζωής.[13] Σε όλες τις περιοχές της Πελοποννήσου, προσφερόταν κρασί ως κέρα­σμα στις διάφορες γιορτές στα σπίτια και στα πανηγύρια των χωριών, σε γνω­στούς και ξένους.[14] Στα κοινά γιορτινά τραπέζια τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τον Δεκαπενταύγουστο, στα γλέντια της Αποκριάς και την καθαρή Δευτέρα, όλοι κατανάλωναν κρασί, μεγάλοι και μικροί.[15]

To φόρτωμα των σταφυλιών (Η Ελλάδα του Μόχθου 1900-1960. Συλλογή Νίκου Πολίτη, Εκδ. Ριζάρειον Ίδρυμα – Ίδρυμα Στ. Νιάρχου, Αθήνα 2005, 287).

Τα παιδιά φαίνεται να πίνουν μια ελάχιστη ποσότητα, μόνο στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, εκτός κι αν τους δινόταν για θεραπευτικούς λόγους. Στην Ηλεία πριν δώσουν οποιαδήποτε τροφή στα μωρά, τα πότιζαν κρασί για να μην μεθάνε.[16] Αν και το κρασί συνόδευε κάθε μεζέ στο σπίτι ή σε χώρους ψυχαγωγίας όπως τα καφενεία, τα καπηλιά και τα οινοπωλεία, αλλά και την απαραίτητη γιορτή για τη γέννηση αρσενικού παιδιού,[17] φαίνεται ότι δεν ήταν αποκλειστικά ανδρικό ποτό. Και οι γυναίκες έπιναν καθημερινά μικρές ποσό­τητες κρασιού, ορισμένες φορές αραιωμένες με νερό. Αναφέρεται ότι στη Λα­κωνία οι γυναίκες έκαναν μεγάλη κατανάλωση κρασιού, ακόμη κι όταν ήταν νηστικές. Ένα τέτοιο περιστατικό αποτυπώνεται στο τραγούδι που ακολουθεί:

Τρεις καλές γειτόνισσες, έμορφες και αρχόντισσες

ψαροκόκαλο βαστούνε, στην ταβέρνα παν να πιούνε.

Ταβερνιάρη, ταβερνιάρη, φέρε μας ’να κατοστάρι·

φέρε μας και μια μισή κι έλα κάθησε και σ υ ,

φέρε μας και μια οκά κι έλα κάτσε εδώ κοντά.[18]

Ακόμη κι αν ορισμένοι νέρωναν το κρασί για να το κάνουν ελαφρύτερο, η προσθήκη νερού ήταν από όλους κατακριτέα.[19] Στο τέλος των καλάντων, το Σάββατο του Λαζάρου συμπλήρωναν στην Αργολίδα «… Κι όσοι νερώνουν τα κρασιά, οι κρασοπουλητάδες, στην κόλαση ευρίσκονται μαζί με τους ληστάδες».[20] Κάποιες φορές, ωστόσο, μαρτυρείται ότι οικονομικοί, κυρίως, λόγοι οδηγούσαν σε αυτή τη λύση ανάγκης.

Μια χήρα πούλαγε κρασί κα ι μας δανείζει στάρι.

Μεσ’ στο κρασί ρίχνει νερό και στο στάρι βρώμη.

Γιατί, καλέ χήρα, νερώνεις το κρασί, στο στάρι ρίχνεις βρώμη;

Έχω κόρη για παντρειά θέλει να φτιάξει προίκα.

Να φτιάξει ζώνη το υ γαμπρού, ποδιά της πεθεράς της.[21]

Παρόλο που προτιμάται ανόθευτο και αγνό, επιβάλλεται η εγκράτεια απέ­ναντι στην άμετρη κατανάλωσή του, έστω και εποχικά: «να το πίνεις το κρασί και να μη σε πίνει» συνήθιζαν να λένε ή «τους μήνες που δεν έχουν ρο, βάνε στο κρασί νερό».[22] Η αλόγιστη χρήση και η μέθη κατακρίνονται, ενώ όσοι ξε­περνούν συχνά τα όρια χαρακτηρίζονται ως μεθύστακες, μπεκρήδες, κρασο­κανάτες,[23] άρα και τεμπέληδες όπως διασώζει το «ημερολόγιο του μπεκρή τε­μπέλη» από τη Λακωνία:

Δευ τέρα δε δουλεύω

Την Τρίτη την κρατώ

Τετ άρτη πα και πίνω

Την Πέφτη ξεμεθώ

Παρασκευή Σαββάτο

Πηγαίνω στη δουλειά

Και κάνω χαρτζηλίκι

Να πιω με τα παιδιά.[24]

Ένα αίνιγμα από την Αρκαδία αποτυπώνει αυτή την αντίληψη: «Άσχημος πατέρας, Έμορφος ο γιος και Τρελός ο εγγονός» Τι είναι; Το αμπέλι.[25] Ίσως γι’ αυτό να πίστευαν στη Μάνη ότι είναι καλό να χυθεί κρασί, αντίθετα με το νερό ή το λάδι.[26]

Σε κάποιες περιπτώσεις το κρασί χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή φα­γητών και γλυκισμάτων, ακόμη και στη συντήρηση των τροφών. Στην παραδο­σιακή κουζίνα συνηθιζόταν το μαγείρεμα του χοιρινού κρέατος με κρασί, ακόμη και εκείνου που γινόταν καπνιστό και φυλαγόταν στα πιθάρια με λάδι.[27] Σε αρκετές περιοχές έφτιαχναν και κουλούρια με κρασί που τα έλεγαν «μεθυσμέ­να», τα απέφευγαν όμως το Πάσχα.[28]

Γάμος και θάνατος – Το κρασί στα διαβατήρια έθιμα

Το λάδι, το κρασί και το ψωμί έχουν ξεχωριστή θέση σε όλες τις τελετουρ­γίες των διαβατηρίων εθίμων, καθώς θεωρούνται τα πλέον κατάλληλα για να βοηθήσουν και να εξομαλύνουν τη μετάβαση από μια προηγούμενη σε νέα κα­τάσταση, ενώ παράλληλα προστατεύουν τους πρωταγωνιστές και τους συμμετέχοντες σε αυτές τις θρησκευτικά και κοινωνικά σημασιοδοτημένες τελετουρ­γικές πράξεις.[29] Σύμβολα ζωής και τα τρία μεσογειακά προϊόντα, συνοδεύουν το ζευγάρι στη νέα του ζωή αλλά και τον νεκρό στο τελευταίο του ταξίδι. Εξάλλου, το κρασί είναι απαραίτητο σε όλα τα γεύματα και τις προσφορές που τελούνται στις κρίσιμες μεταβατικές στιγμές του γάμου και του θανάτου.

Σε ολόκληρη την Πελοπόννησο το κρασί συνοδεύει την εθιμική γαμήλια τελετουργία, τα καλέσματα, τις προσφορές της νύφης και του γαμπρού, τα δώ­ρα των συγγενών, των καλεσμένων, την παραλαβή της νύφης, του γαμπρού και του κουμπάρου, το γαμήλιο γλέντι και τις προπόσεις του.[30] Το δε κρασί της τε­λετής ήταν προσφορά της οικογένειας του γαμπρού προς την εκκλησία· στην Κυπαρισσία, αφού έπινε το νέο ζευγάρι ο κουμπάρος έσπαζε το ποτήρι, ενώ αλλού έδιναν να πιούν από το ίδιο ποτήρι τα ανύπαντρα κορίτσια.[31] Η κληματόβεργα ήταν το συνηθέστερο και δημοφιλέστερο υλικό για την κατασκευή των γαμήλιων στεφάνων.[32] Στα Τρίκαλα της Κορινθίας απαντάται η φράση «επέρασαν την κλημακίδα», με την έννοια ότι παντρεύτηκαν.[33] Είναι γνωστή εξάλλου η ευχή «απού ‘βάλε το λάδι να βάλει και το κλίμα».[34] Από το Άργος, τέλος, προέρχεται το δίστιχο: «Δεκαεννιά μερόνυχτα ψάχνω για να βρω κλή­μα, για να μας στεφανώσει ο Θεός να βγούμε από το κρίμα».[35]

Η εθνογραφία του θανάτου καταγράφει τον καθαρτικό, εξαγνιστικό ρόλο του κρασιού στις ταφικές εθιμικές τελετουργίες της Πελοποννήσου, ανεξάρτη­τα αν υπήρχε τοπική καλλιέργεια αμπελιού.[36] Η παρουσία του ξεκινά εδώ από τη θεία κοινωνία που λαμβάνεται από τον μελλοθάνατο. Πριν την ταφή το πρόσωπο, το σώμα και τα μαλλιά του νεκρού πλένονταν με κρασί,[37] γιατί πί­στευαν ότι ήταν μολυσμένα ή ακόμη ότι το κρασί διαλύει το σώμα και αυτό εί­ναι καλό για την ψυχή.[38] Στην Αχαΐα και την Αργολίδα τοποθετούσαν μια λα­μπάδα και ένα ποτήρι με κρασί εκεί που πέθανε κάποιος για 3-4 ημέρες για να πιει η ψυχή του.[39] Στα μανιάτικα μοιρολόγια το κρασί μνημονεύεται συχνά ως μια από εκείνες τις απολαύσεις που προσέφερε η επίγεια ζωή. Στη Μηλιά της Λακωνίας όσοι συλλυπούνταν την οικογένεια του νεκρού, έπρεπε να προσφέ­ρουν το βράδυ πριν την κηδεία ένα μπουκάλι κρασί.[40] Στον Αχλαδόκαμπο, το ίδιο βράδυ συνήθιζαν να σκεπάζουν το πρόσωπο του νεκρού με ένα πανί βρεγμένο σε κρασί.[41]

Η τοποθεσία που σκαβόταν ο τάφος, ραντιζόταν προηγουμένως με κρασί. Στον Αχλαδόκαμπο τρεις συγγενείς συμμετείχαν στο άνοιγμα του τάφου· μό­λις τελείωναν, έπλεναν τα χέρια τους με κρασί και το υπόλοιπο το έπιναν,[42] ενώ στην Αναβρυτή της Λακωνίας όσοι ακουμπούσαν τον νεκρό, έπλεναν επί­σης τα χέρια τους με κρασί.[43] Στα χωριά του Γυθείου, ένα μπουκάλι κρασί συ­νόδευε τον νεκρό στην τελευταία του κατοικία, αν ήταν «μπεκρής»[44]· στο Άργος έβαζαν σε κάθε περίπτωση στην τσέπη του νεκρού άνδρα ένα νόμισμα, τσιγάρα και κρασί.[45]

Κατά την εκφορά του νεκρού, σε πολλές περιοχές προη­γούνταν συγγενείς που κρατούσαν κόλλυβα και κρασί. Στη Μεσσηνία ο ιερέας έριχνε λίγο κρασί και χώμα στον νεκρό πριν τον τοποθετήσουν στον τάφο.[46] Μετά την κηδεία, τα μνημόσυνα, την εκταφή και τα ψυχοσάββατα προσφερόταν κρασί στους παρευρισκόμενους και στην εκκλησία.[47] Στη Μάνη, μετά το τέλος της τελετής, παιδιά περιφέρονταν στο χωριό και μοίραζαν βρασμένο σιτάρι και κρασί σε όποιον συναντούσαν για να ευχηθεί το «θεός σχωρέσει».[48] Ό,τι κι αν περιελάμβανε το νεκρικό τραπέζι της «παρηγοριάς» ή οι προσφορές συγγενών και φίλων προς την οικογένεια του νεκρού, το κρασί ήταν απαραίτητο.[49] Κα­τά την εκταφή – ή και το Δεκαπενταύγουστο στη Λακωνία – τα οστά πλένο­νταν με κρασί και αλείφονταν με λάδι.[50] Το δε πιάτο στο οποίο είχαν βάλει το κρασί, το έσπαγαν αμέσως μετά.[51]

Γιορτές του αμπελιού και του κρασιού

Όπως και οι άλλες αγροτικές εργασίες και η παραγωγή τους, έτσι και η αμπελουργία αναζητά την προστασία της στο θείο. Ο Άγιος Τρύφωνας ήταν, σε όλη την Ελλάδα, ο προστάτης των αμπελουργών, των αμπελιών και των καρπών τους. Τιμάται την εποχή του κλαδέματος των φυτών, γι’ αυτό στις ει­κόνες του παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι. Με τον ίδιο τρόπο απεικονι­ζόταν και ο Άγιος Βλάσης (11 Φεβρουάριου), ως αμπελουργός.[52]

Όπως και σε άλλες αμπελουργικές περιοχές, την 1η Φεβρουάριου, ημέρα της γιορτής του Αγίου Τρύφωνα, οι καλλιεργητές έκαναν λειτουργία και αρτοκλασία με κόλ­λυβα, απείχαν από τις αγροτικές εργασίες, ενώ διάφορες αφηγήσεις επιβεβαι­ώνουν ότι οι παραβάτες τιμωρούνταν με κακή σοδειά ή ακόμη και με κάποιο ατύχημα. Την ημέρα εκείνη συνήθιζαν να αγιάζουν τις κατοικίες και τα αμπέ­λια.[53] Αγιασμός των αμπελιών αλλά και των αποθεμάτων κρασιού γινόταν, εξάλλου, και στη γιορτή των Θεοφανείων για να προστατευθούν τα φυτά από το χαλάζι.[54] Ένα μπουκαλάκι με αγιασμό είναι, επίσης, απαραίτητο για το αμπέλι που μόλις έχει φυτευτεί, στην περιοχή της Μεγαλόπολης.[55]

Στη Γορτυνία και την Τροιζηνία, συνήθιζαν να κάνουν λειτουργία του Αγίου Ιωάννη στις 8 Μαΐου (τον οποίο σε πολλά μέρη αποκαλούν «βροχά» ή «χαλαζά») για την προστασία των αμπελιών από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή τον περονό­σπορο.[56] Προετοιμαζόμενοι για τη συγκομιδή των καρπών, οι αμπελουργοί πή­γαιναν, στις 6 Αυγούστου, τα πρώτα σταφύλια στην εκκλησία για να τα λει­τουργήσει ο ιερέας και να ευχηθεί την επιτυχή έκβαση του τρύγου.[57] Η 3η Μαΐου, γιορτή της Αγίας Μαύρας, θεωρούνταν αποφράδα ημέρα, και δεν έπρεπε να δουλέψουν στα αμπέλια.[58] Μια από τις συνηθισμένες παλιότερα πρακτικές στις αμπελουργικές κοινότητες της Πελοποννήσου ήταν, επίσης, οι λιτανείες με περιφορά των εικονισμάτων αγίων, όταν διάφορες ασθένειες έπλητταν τους αμπελώνες.[59]

Προλήψεις και δεισιδαιμονίες

Οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε διαδεδομένες δεισιδαιμονίες και συλλογικές πρακτικές, ενδεικτικές των παραδοσιακών νοοτροπιών. Αν έχει ενδιαφέρον η συλλογή και καταγραφή αυτού του υλικού, είναι γιατί αναδεικνύει, νομίζω, τους τρόπους που κατανοούσαν και ερμήνευαν τον κόσμο οι κοινωνίες του παρελθόντος, τη σχέση τους με τη φύση, την κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση αλλά και τη σημασία που είχε το κρασί για τη συντήρηση των πλη­θυσμών. Έτσι, το πολυφορτωμένο αμπέλι προσβάλλεται από το κακό μάτι,[60] ενώ το φίδι που ζει εκεί δεν κάνει να το πειράξεις, όπως πίστευαν στο Παλαιοχώρι της Κυνουρίας, γιατί αυτό του δίνει τα λεφτά που έχει.[61] Την πρώτη μέ­ρα του Δωδεκαήμερου χαράσσουν με κάρβουνο σταυρούς στις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού αλλά και στα βαρέλια με το κρασί για να μην μπουν μέ­σα οι καλικάτζαροι και βλάψουν το κρασί.[62] Στην Παλαιά Επίδαυρο μάντευ­αν από τις ιδιοτροπίες του καιρού αν η σοδειά των αμπελιών θα ήταν καλή· η μορφή του φεγγαριού και τα χρώματα στο «ζωνάρι της καλόγριας», όπως έλε­γαν το ουράνιο τόξο προοιώνιζαν αν τα σταφύλια θα ήταν μπόλικα.[63]

Εξάλλου, στο χωριό Πασάς της Αργολίδας έχυναν λίγο κρασί από το ποτήρι τους στη φωτιά, ως επιβεβαίωση του όρκου.[64] Το κρασί ήταν, ακόμη, πολύτιμο και για την πρόβλεψη του μέλλοντος και χρησιμοποιούνταν ευρύτατα στις λαϊκές πρακτικές της μαντικής αλλά και της μαγείας. Ρίχνοντας μέσα στο ποτήρι κάποι­ου διάφορα υλικά μπορούσε κανείς να μαντέψει τις επιθυμίες του στη Γόρτυνία.[65]

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, οι παλιότεροι συνήθιζαν να βάζουν στη βασιλόπιτα, που ήταν ένα είδος ψωμιού, εκτός από το απαραίτητο νόμισμα και άλλα σημάδια για να μάθουν την τύχη που προαναγγέλλεται στην οικογένεια, αλλά και τον τυχερό του σπιτιού για τον ερχόμενο χρόνο. Στη Λακωνία έβαζαν στάρι και κλήμα ή και φλουρί.[66] Για το ποδαρικό ήταν απαραίτητο ένα παγού­ρι κρασί στους οικισμούς της Μάνης.[67]

Μεγάλο βαρέλι με πρόσθετη ενίσχυση (Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα, Εκδόσεις Καπόν, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2005, 260).

Στη λαϊκή συνείδηση ο αριθμός 40 θεω­ρούνταν μαγικός. Η γιορτή των Αγίων Σαράντα, στις 9 Μαρτίου (που στο πα­λιό ημερολόγιο, 22/3, συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία) συνοδευόταν από μαγικοθρησκευτικές πράξεις, διαβατήριες τελετουργίες που απέβλεπαν στη γονι­μότητα της φύσης και την πρόβλεψη του μέλλοντος. Έτσι, στις Κολλίνες της Αρκαδίας, στην ανοιξιάτικη αυτή γιορτή, έφτιαχναν 40 λαλαγγίδες. Έβαζαν μέ­σα ένα αμπελόφυλλο, ένα σπυρί σιτάρι, μια ελιά και ένα φλουρί. Όποιος έπαιρ­νε τον λουκουμά με το αμπελόφυλλο θα γινόταν αμπελουργός, το σιτάρι θα γι­νόταν γεωργός, ενώ εκείνος που θα κέρδιζε το φλουρί θα γινόταν πλούσιος.[68]

Η πίστη στα όνειρα και την προγνωστική τους δύναμη κατέληγε σε σταθε­ρούς συμβολισμούς και τρόπους ερμηνείας. Αν δεις στον ύπνο σου κρασί δεν είναι καλό, πίστευαν στην Αρεόπολη και στο Οίτυλο, κάτι άσχημο πρόκειται να συμβεί,[69] ενώ αν δεις αμπέλι με ή χωρίς σταφύλια είναι καλός οιωνός.[70] Από την άλλη, διάφοροι μύθοι, παροιμίες, αινίγματα και παραμύθια συγκρο­τούν ένα πλούσιο υλικό των αναπαραστάσεων του αμπελιού, του σταφυλιού και του κρασιού στον παραδοσιακό πολιτισμό της Πελοποννήσου.[71]

Λαϊκές θεραπευτικές πρακτικές

Παρότι η κατάχρησή του δεν ευνοεί τον οργανισμό, οι παραδοσιακές κοι­νωνίες θεωρούσαν ότι η κατανάλωση κρασιού έχει ευεργετική επίδραση στην αντιμετώπιση πολλών ασθενειών. Μέσα από ποικίλες πηγές μαρτυρίες διαπι­στώνουμε ότι οι παραδοσιακές θεραπευτικές πρακτικές επιστρατεύουν εμπει­ρικές γνώσεις, γιατροσόφια, μαγικές αντιλήψεις προκειμένου να επιτευχθεί η ίαση των ασθενών, ανθρώπων και ζώων.[72] Ειδικά για την αντιμετώπιση του κρυολογήματος το κρασί θεωρούνταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, ακόμη και για εντριβές, όπως και το τσίπουρο που αντικαθιστούσε το οινόπνευμα.[73]

«Ο ύπνος τρέφει το παιδί και ο ήλιος το μοσχάρι

και το κρασί το γέροντα τον κάνει παλικάρι».[74]

Το κρασί ήταν το καλύτερο δυναμωτικό. Στον Άγιο Νικόλαο της Λακω­νίας, αμέσως μετά τη γέννηση, η μαμή θα πήγαινε στη λεχώνα ένα μπουκάλι κρασί και ένα καρβέλι ψωμί. Σταύρωνε το παιδί με το ψωμί και έλεγε: «πάντα χαρά κι ευτυχία και το ψωμάκι ποτές να μη σου λείπει». Στη συνέχεια έβαζε το μπουκάλι με το κρασί στη γωνιά του κρεβατιού που ήταν η λεχώνα και το νεογέννητο. Τις κινήσεις της αυτές συνόδευε με τα εξής λόγια: «τη δύναμη του να ’χεις, να γίνεις νοικοκύρης μ’ όλα τα καλά και τ’ αγαθά του κόσμου».[75] Μαρτυρίες από την Αχαΐα, Αργολίδα και τη Λακωνία διασώζουν ότι το κρασί ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ανακτήσει η λεχώνα τις δυνάμεις της και να έχει γάλα, ώστε να μπορέσει να θηλάσει το νεογέννητο.[76]

Σε χωριά της Αργολίδας έριχναν λίγο λάδι και λίγο κρασί στα μαλλιά των μωρών για να δυναμώσουν.[77] Στο Σούλι Πατρών έπλεναν το μωρό, τρεις μέρες μετά τη γέννα, με κρασί και αλατόνερο για να κάνει σφικτό σώμα.[78] Αλλά και για την αναιμία το κρασί ήταν κατάλληλο φάρμακο.[79] Αναφέρεται επίσης ότι στην Αρεόπολη και στον Γερολιμένα, οι γυναίκες προκειμένου να μείνουν έγκυες νήστευαν από 40 ημέρες και κατόπιν έτρωγαν 3 ρόγες σταφύλια από κάποια συγκεκριμένη κληματαριά.[80] Στο Δαφνί της Λακωνίας, όταν γεννιόταν ένα παιδί το έστρεφαν προς την Ανατολή και του έριχναν στο στόμα μερικές σταγόνες κόκκινο κρασί για να είναι γερό, δυνατό και ροδοκόκκινο.[81] Για την αντιμετώπιση της υδρωπικίας υπήρχε ένα γορτυνιακό γιατροσόφι που συνιστούσε να πίνει κανείς κρασί με φλούδες από φλαμουριά.[82] Τέλος, η μασημέ­νη σταφίδα ήταν κατάλληλο επίπλασμα για τη θεραπεία δερματικών παθήσε­ων.[83]

Το κρασί θεωρούνταν εξαιρετικό χωνευτικό. Σε μια μυθοπλαστική παροι­μία από τη Γορτυνία αποδίδεται ένας διάλογος μεταξύ του χταποδιού και της μάνας του: (παραλείπω) «-Μάνα με τρώνε. -Τώρα γιέ μου θα τους φας κι εσύ. -Μάνα ήπιαν κρασί και μ’ έσκασαν. – Τώρα σ’ έχασα παιδάκι μου».[84]

Για την αντιμετώπιση της λύσσας υπήρχαν ειδικοί θεραπευτές που ονομά­ζονταν «λυσσαραίοι» και προέρχονταν από ορισμένα χωριά των Καλαβρύτων. Περιόδευαν σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο. Ως φάρμακο χρησιμοποιούσαν κάποια φυτική σκόνη, στην οποία έριχναν από βραδύς 200 δράμια κρασιού. Την επομένη έπιναν το κρασί σε τρεις δόσεις για δύο ημέρες.[85]

Καθώς οι συνθήκες ζωής έχουν αλλάξει, αυτός ο ανεξάντλητος πολιτιστικός πλούτος, που ενδεικτικά παρουσιάστηκε εδώ, έχει σήμερα υποχωρήσει και, ως ένα βαθμό, έχει ξεχαστεί. Παρόλα αυτά το κρασί εξακολουθεί να είναι βασι­κός πρωταγωνιστής στο καθημερινό τραπέζι, να ευφραίνει ή να παρηγορεί τις εξαιρετικές στιγμές της ζωής όλων, όσων το παράγουν και εκείνων που το αγοράζουν και το καταναλώνουν. Ωστόσο, όπως λένε οι παλιοί: «Εμείς τώρα που θα φύγουμε θα αφήσουμε ένα κόσμο περίεργο, ένα κόσμο που βουίζουν οι μηχανές και σου παίρνουν τα μυαλά, ένα κόσμο που λέει ότι είναι πολιτι­σμένος και ευτυχισμένος, αλλά που ζει ψεύτικη ζωή, ζωή που τα γέλια, τα γλέντια και οι χοροί γίνονται χωρίς όρεξη, ψεύτικα, σ’ ένα κόσμο που όλα άλλα­ξαν από το κρασάκι μέχρι το ψωμί».[86]

Υποσημειώσεις


[1] Π. Σπυρόπουλος, Το Σκορτσινού της Αρκαδίας, Αθήνα 1965, 48. Βλ. επίσης αφηγήσεις για τον ρόλο του κρασιού στα γεύματα των αγωνιστών του ’21. Ιω. Κουσκούνας – Κυρ. Χασαπογιάννης – Ιω. Κακαβούλιας, “Θυρεάτις Γη». Ιστορία-Αρχαωλογία-Λαογραφία, Αθήνα 1981, 246.

[2] ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 65. ΣΛ, χφ 2087/1973, Πύργος Μεσσηνίας, 126.

[3] ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 24, 26.

[4] Π. Σπυρόπουλος, όπ. π., 179. Ιω. Κουσκούνας κά., όπ. π., 238. ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπε­λιώνα Μεσσηνίας, 513, 523.

[5] Βλ και Αθ. Φ. Παπαγιάννης, Μαντινειακά Μοναστήρια. Η συμβολή τους στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 και ο Ιωσήφ Ανδρούσας, Αθήνα 1977, 264. Βλ. για τα τοπωνύμια Γ. Α, Πίκουλας, Λεξικό των οικισμών τής Πελοπόννησον. Παλαιό και Νέα Τοπωνύμια, Αθήνα 2001.

[6] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 44.

[7] Π. Σπυρόπουλος, όπ. π., 223.

[8] ΣΛ, χφ 2381/1975. Αμυγδαλιά Αρκαδίας, 18. ΣΛ, χφ 2380/1975, Καρύταινα Αρκαδίας, 31-32 και 52. ΣΛ, χφ 2379/1974-75, Γορτυνία Αρκαδίας, 36. ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελώνα Μεσ­σηνίας, 164. Σ.Λ, χφ. 2948/1977, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 48. ΣΛ, χφ 2367/1975, Αναβρυτή Λα­κωνίας, 41.

[9] ΣΛ, χφ 2087/1974, Πύργος Μεσσηνίας, 231.

[10] Ο Pouqueville σημειώνει ότι στην Πελοπόννησο οι Έλληνες έχουν μόνο εκατόν τριά­ντα ημέρες ελεύθερες από αποχές και νηστείες, βλ. Φρ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στο Μοριά, Αθήνα 1980, 264-265. Βλ. επίσης Α. Ματθαίου, Το κρασί ως βασικό είδος διατροφής στην Τουρκο­κρατία, στο Ιστορία τον ελληνικού κρασιού, Β’ Τριήμερο Εργασίας, Σαντορίνη 7-9.9.1990, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, 185-186.

[11] ΣΛ, χφ 182/1973, Μαγούλα Λακωνίας, 18.

[12] ΣΛ, χφ 1146/1970, Κυπαρισσία, Μεσσηνίας, 11.

[13] Ευτράπελη διήγηση από τη Λακωνία για μεθυσμένη γυναίκα βλ. Γ. Καψάλης, Σύμμει­κτα (Λακωνικά λαογραφικά), Λαογραφία 16 (1956) 543-544. Μεθούσαν και τα ζώα σε διάφορες περιστάσεις ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιό Επίδαυρος Αργολίδας, 49.

[14] ΣΛ, χφ 2378/1975, Χειράδες Αρκαδίας, 209· για τη γιορτή του Αγίου Αθανασίου, στο ίδιο, 213· για τη γιορτή της Αγίας Παρασκευής. ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 124· για τη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. ΣΛ, χφ 841/1969, Πασάς Αργολίδας, 12· για τη γιορτή του Αγί­ου Ιωάννη. ΣΛ, χφ2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 78· για τη γιορτή του Αγίου Γε­ωργίου, ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 127-128· για τη γιορτή των Αγίων Αποστόλων, στο ίδιο, 136.

[15] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 135. ΣΛ, χφ 2381/1975, Αμυγδαλιά Αρκαδίας, 56. ΣΛ, φ 841/1969, Πασάς Αργολίδας, 14. ΣΛ, χφ 2945/1977, Άρις Μεσσηνίας, 88-89. ΣΛ, χφ 2377/1975, Πραγματευτή Αρκαδίας, 61. ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 47-49, 119 και 129-130. ΣΛ, χφ 2381/1975, Αμυγδαλιά Αρκαδίας, 58. ΣΛ, χφ 2383/1975, Κολλίνες Αρκαδίας, 139. ΣΛ, χφ 2371/1975, Γεωργίτσι Λακωνίας, 6. ΣΛ, χφ 803/1969, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 4.

[16] Στ. Ήμελλος – Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη, Παραδοσιακός υλικός βίος του ελληνικού λαού (Ερωτηματολόγιο), Αθήνα 1983, 70.

[17] ΣΛ, χφ 2368/1975, Οίτυλο Λακωνίας, 63-64. ΣΛ, χφ 2370/1975, Καστόριο Λακωνίας, 51.

[18] Ιω. Κουσκούνας κά., όπ. π. (σημ. 1), 334-335.

[19] Βλ. σχετικά Λ. Ματθαίου, όπ. π., 184-185.

[20] ΣΛ, χφ 841/ 1969, Πασάς Αργολίδας, 12.

[21] ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 345-346.

[22] Δ. Λουκάτος, Λαϊκό «συνταγολόγιο» της υγιεινής και θεραπείας από τις παροιμίες τον ελληνικού λαού. Λαογραφία 38 (1995-97) 115. Πβ. A. Matthaiou, Aspects de ľalimentation en Grѐce sous la domination ottomane, Frankfurt 1997,112-113 .

[23] Π. Σπυρόπουλος, όπ. π., 233.

[24] Γ. Καψάλης, όπ. π., Λαογραφία 16 (1956) 550-551.

[25] Αικ. Ζερβοπούλου, Σύμμεικτα (αινίγματα εξ Αρκαδίας), Λαογραφία 24 (1966) 455.

[26] Κ. Δ. Κάσσης, Λαογραφία της Μέσα Μάνης, Β’ Πνευματική Ζωή, Αθήνα 1981, 20.

[27] ΣΛ, χφ 2383/1974-75, Κολλίνες Αρκαδίας, 45.

[28] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 143. ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 113. ΣΛ, χφ 3319/1979, Ά ργος, 80.

[29] Βλ. σχετικά L. Danforth, The Death Rituals of rural Greece, Princeton University Press 1982.

[30] ΣΛ, χφ 792/1969, Λνω και Κάτω Ρίγκλια Μεσσηνίας, 4-9. ΣΛ, χφ 3317/1978, Λύρκεια Αργολίδας, 95. ΣΛ, χφ 3330/1977, Γεωργΐτσι Λακωνίας, 16, 135. ΣΛ, χφ 1462/1971, Βρέσθενα Λακωνίας, 8. ΣΛ, χφ 2373/1975, Αρεόπολη, Οίτυλο Λακωνίας, 87-90. ΣΛ, χφ 2363/1975, Αρεό- πολη και Γερολιμένας Λακωνίας, 31-32. ΣΛ, χφ 2370/1974-75, Καστόριο Λακωνίας, 11. ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 91-101. ΣΛ, χφ 3329/1978-79, Δαφνί Λακωνίας, 209. ΣΛ. χφ 3318/1978, Αχλαδόκαμπος Αργολίδας, 183. ΣΛ, χφ 2365/1974-75, Άγιος Νικόλαος Λακωνίας, 64-65. ΣΛ, χφ 3319/1979, Άργος, 198. ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 117. ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 348-349 και 541-542. ΣΛ, χφ 789/1968, Τριφυλία Μεσσηνίας, 9, 12, 15. ΣΛ. χφ 2087/1974, Πύργος Μεσσηνίας. 239-241. ΣΛ, χφ 2086/1974. Σιδηρόκαστρο Μεσσηνίας, 91-104. ΣΛ, χφ 1441/1971, Πασάς Αργολίδας, 15.

[31] ΣΛ, χφ 792/1969, Άνω και Κάτω Ρίγκλια Μεσσηνίας, 11. ΣΛ, χφ 2948/1977, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 76. ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας.

[32] ΣΛ, χφ 2380/1975, Καρύταινα Αρκαδίας, 34. ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 372.

[33] Ν. Πολίτης, Γαμήλια σύμβολα, Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Β’, Αθήνα 1975 (ανατ.), 276.

[34] Ε. Αντζουλάτου – Ρετσίλα Τα στέφανα τον γάμου στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1999, 15.

[35] Π. Σεψερλής, Τα Εκατόλλογα της αγάπης, Λαογραφία 2 (1910) 452.

[36] Βλ. ενδεικτικά, Θ. Αθανασόπουλος, Δημώδεις δοξασίαι περί νεκρών, Λαογραφία 3 (1911) 682-684. Ν. Πολίτης, Τα κατά την τελευτήν, Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Γ, Αθήνα 1931, 323-362. Π. Δημητράκος, Νεκρικά έθιμα Μάνης, Λαογραφία 30(1975-76)11-44. Φ. Τσι- μπιρίδου. Το κρασί σε ταφικά έθιμα τον παραδοσιακού) πολιτισμοί της Μακεδονίας και της Θράκης, στο Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε’ Τριήμερο Εργασίας, Νάουσα 17-19.9.1993, ΠΤΙ ΕΤΒΑ – Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη, Αθήνα 1998, 280-293.

[37] ΣΛ, χφ 2948/1977, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 81. ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας 144. ΣΛ, χφ 1985/1973, Χειμάρα Λακωνίας, 61. ΣΛ, χφ 3330/1977, Γεωργίτσι Λακω­νίας, 154. ΣΛ, χφ 2369/1975, Καλύβια Λακωνίας, 52. ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακω­νίας, 72. ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 148. ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 418-419. ΣΛ, χφ 2086/1974, Σιδηρόκαστρο Μεσσηνίας, 112. ΣΛ, χφ 2946/1977, Κων­σταντίνοι Μεσσηνίας, 17. ΣΛ, χφ 2948/1977, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 81. ΣΛ, χφ 2366/1974, Μά­νη Λακωνίας, 101. ΣΛ, χφ 3318/1978, Αχλαδόκαμπος Αργολίδας, 147. ΣΛ, χφ 2367/1975, Ανα βρυτή Λακωνίας, 89. Ε. Μαρινέλλη, Γέννηση, γάμος, θάνατος στο Σούλι Πατρών, Λαογραφία 31 (1976-78) 191.

[38] Π. Δημητράκος, όπ, π., Λαογραφία 30 (1975-76) 35.

[39] ΣΛ, χφ 1987/1973 Πάτρα. Αχαΐας, 52. ΣΛ, χφ 3318/1978, Αχλαδόκαμπος Αργολίδας, 149.

[40] ΣΛ, χψ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 104.

[41] ΣΛ, χφ 3318/ Χριστούγεννα 1978, Αχλαδόκαμπος Αργολίδας, 150.

[42] ΣΛ, χφ 3318/1978, Αχλαδόκαμπος, Αργολίδας, 158.

[43] ΣΛ, χφ 2367/1975, Αναβρυτή Λακωνίας, 40.

[44] ΣΛ, χφ 2369/1975, Καλύβια Λακωνίας, 52-53.

[45] ΣΛ, χφ 3319/1979, Άργος, 204.

[46] ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 438. ΣΛ, χφ 2946/1977, Κωνσταντίνοι Μεσ­σηνίας, 20.

[47] Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη. Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης, Αθήνα 2008, 389. ΣΛ, χφ, 2363/1975, Αρεόπολις και Γερολιμένας Λακωνίας, 39 ΣΛ, χφ 2948/1977, Κυ­παρισσία Μεσσηνίας, 107. ΣΛ, χφ 3317/1978, Λύρκεια Αργολίδας, 99. ΣΛ, χφ 2373/1975, Αρεόπολη, Οίτυλο Λακωνίας, 105. ΣΛ, χφ 3330/1977, Γεωργίτσι Λακωνίας, 158. ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 110, 439, 442-444. ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 43, 153. ΣΛ, χφ 2087/1974, Πύργος Μεσσηνίας, 278. ΣΛ, χφ 2086/1974, Σιδηρόκαστρο Μεσση­νίας, 111. ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακωνίας, 77, 81. ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λα­κωνίας, 108. ΣΛ, χφ 3329/1979, Λαφνί Λακωνίας, 260. ΣΛ, χφ 3319/1979, Αργος, 78, 208. ΣΛ. χφ 2362/1975, Κίττα και Νόμια Λακωνίας, 118. ΣΛ, χφ 2368/1975, Κούνος Λακωνίας, 85. ΣΛ, χφ 2368, Καλύβια Λακωνίας, 58.

[48] Δ. Κ. Ζαφειρακόπουλος, Έθιμα της κηδείας εν Μάνη, Λαογραφία 3(1911)476. ΣΛ, χφ 1793/1973, Μηλιά Λακωνίας, 104.

[49] Πρβλ. Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…, όπ. π., 51.

[50] Ε. Ψυχογιού, «Μαυρηγή» και Ελένη…, όπ. π., 185.

ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 448. ΣΛ, χφ 1985/1973, Χειμάρα Λαπωνίας, 65. ΣΛ, χφ 2368, Καλύβια, Γύθειο Λαπωνίας, 58. ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακωνίας, 82

[51] ΣΛ, χφ 2948/1977, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 82. ΣΛ, χφ 3318/1978, Αχλαδόκαμπος Αργολίδας, 156. ΣΛ, χφ 3319/1979, Άργος, 203.

[52] ΣΛ, χφ 2383/1975, Κολλίνες Αρκαδίας, 143.

[53] Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1988, 92-93. Ζ. Πα- παγεωργοπούλου – Λ. Μπρούσκου, Το κουρμπάνι τον Αγίου Τρύφωνα στη Γουμένισσα, στο Ιστορία τον ελληνικού κρασιού, όπ π., 276-285. Βλ. ακόμη ΣΛ, χφ 3319/25/2/79-15/4/79, Αργος, 214. ΣΛ, χφ 2367/1975, Αναβρυτή Λακωνίας, 137. ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακωνίας, 108. ΣΛ, χψ2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 255. ΣΛ, χφ 1441/ 1971, Πασάς Αργολίδας, 44. ΣΛ, χφ 830/1969, Νέδα Μεσσηνίας, 9.

[54] ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 610. ΣΛ, χφ 2086/1974, Σιδηρόκαστρο. Μεσ­σηνίας, 58, 132-133. ΣΛ, χφ 835/1969, Καρακοβούνι Αρκαδίας, 13. ΣΛ, χφ 841/1969, Πασάς Αργολίδας, 12. ΣΛ, χφ 3329/1979, Δαφνί Λακωνίας, 281. ΣΛ, χφ 2086/1974, Σιδηρόκαστρο Μεσ­σηνίας, 132-133. ΣΛ, χφ 143/1967, Σκουτάρι Λακωνίας, 24. Θ. Μαργαρίτης, Η Σκάλα Μεσση­νίας…, Αθήνα 1995, 229.

[55] ΣΛ, χφ 2378/1975, Χειράδες, Μεγαλόπολη Αρκαδίας, 217: «… Μπουκαλάκι μ’ αγιασμό, βάζουμε και στα χωράφια που θα φυτέψουμε αμπέλια, συκιές κι ελιές».

[56] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 150.

[57] Στο ίδιο, 155.

[58] ΣΛ, χφ 2383/19745, Κολλίνες Αρκαδίας, 153-154.

[59] ΣΛ, χφ 2379/1974-75, Γορτυνία Αρκαδίας, 118.

[60] ΣΛ, χφ 2378/1975, Χειράδες Αρκαδίας, 217.

[61] Επ. Παπαμιχαή, Σύμμεικτα, Λαογραφία 3 (1911-12) 477.

[62] Θ. Αθανασόπουλος, Προλήψεις και δεισιδαιμονία Καστρίου Κυνουρίας, Λαογραφία 11 (1934-37 ) 42.

[63] ΣΛ, χφ 978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 51.

[64] ΣΛ, χφ 1441/1971, Πασάς Αργολίδας, 33.

[65] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 160.

[66] ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακωνίας, 104-105.

[67] ΣΛ, χφ 2366/1975, Μάνη Λακωνίας, 230-231.

[68] ΣΛ, χφ 2383/1974-75, Κολλίνες Αρκαδίας, 147. Βλ. ακόμη Ε. Ψυχογιού, Στο αλώνι της Αγιαλένης, εφημ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες 1.3.2001, 32-33.

[69] ΣΛ, χφ 2373/1975, Αρεόπολη Λακωνίας, 178.

[70] Κ. Δ. Κάσσης, όπ. π. (σημ. 26), 103.

[71] ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 346-347 (παραμύθι). Επίσης «Καρακάξα μαδημένη και στο δρόμο πεταμένη (= Το τσαμπί του σταφυλιού)» ΣΛ, χφ 2367/1975, Αναβρυτή Λακωνίας, 167. ΣΛ, χφ 3329/1979, Δαφνί Λακωνίας, 426.

[72] Λ. Μπίμπη Παπασπυροπούλου, Παραδοσιακή Ιατρική στην Πελοπόννησο, διδακτ. διατριβή, Αθήνα 1985. ΣΛ, χφ 2380/1975, Καρύταινα Αρκαδίας, 16.

[73] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 37, 163-164.

[74] ΣΛ, χφι 2948/1977, Κυπαρισσία Μεσσηνίας, 107.

[75] ΣΛ, χφ 2365/1975, Αγιος Νικόλαος Λακωνίας, 44.

[76] ΣΛ, χφ 3317/1978, Λύρκεια Αργολίδας, 82, 88. ΣΛ, χφ 3318/1978, Αχλαδόκαμπος Αργο­λίδας, 109. ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακωνίας, 55 ΣΛ, χφ 3629/1984, Αμπελιώνα Μεσσηνίας, 280, 286. ΣΛ, χφ 2946/1977, Κωνσταντίνοι Μεσσηνίας, 12. ΣΛ, χφ 3317/1978. Λύρκεια Αργολίδας, 82. ΣΛ, χφ 3330/ 1977, Γεωργίτσι Λακωνίας, 112, 117. Ε. Μαρινέλλη, όπ. π. (σημ. 37), Λαογραφία 31(1976-78)178. Ντ. Ψυχογιός, Ηλειώτικα παιδοκομία. Λαογραφία 15(1953)252.

[77] ΣΛ, χφ 2978/1976, Παλαιά Επίδαυρος Αργολίδας, 103.

[78] Ε. Μαρινέλλη, όπ. π. (σημ. 37), Λαογραφία 31(1976-78)178.

[79] ΣΛ, χφ 2372/1975, Δήμος Φάριδος Λακωνίας, 124.

[80] ΣΛ, χφ 2363/1975, Αρεόπολις και Γερολιμένας Λακωνίας, 20.

[81] ΣΛ, χφ 3329/1979, Δαφνί Λακωνίας, 189.

[82] Γ. Α. Μέγας, Δημώδης ιατρική, Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου, έτος Γ και Δ’, Αθή­να 1941-1942, 186.

[83] ΣΛ, χφ 2379/1975, Γορτυνία Αρκαδίας, 166.

[84] Δ. Λουκάτος, Λαϊκό «συνταγολόγιο» της υγιεινής και θεραπείας από τις παροιμίες τον ελληνικού λαού. Λαογραφία 38(1995-97)116.

[85] Θ. Ι. Αθανασόπουλος, Λύσσα – λυσσαραίοι- λυσσαρίναις, Λαογραφία 6(1917)257.

[86] Π. Σπυρόπουλος, όπ. π., 105.

* † Ευδοκία Ολυμπίτου (1962-2011)

Επιστημονικό Συμπόσιο: «Οίνον ιστορώ ΙΧ, Πολυστάφυλος Πελοπόννησος», Αθήνα: ΕΝΟΑΠ, Νεμέα 2009.

Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

* Η Ευδοκία Ολυμπίτου γεννήθηκε το 1962 στην Καβάλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου εκπόνησε στη συνέχεια τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την οργάνωση του χώρου στην Πάτμο (16ος-19ος αι.). Μεταξύ 1994-2003 συνεργάστηκε με το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, και το 2003 εκλέχθηκε επίκουρη καθηγήτρια εθνολογίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τα κύρια επιστημονικά της ενδιαφέροντα ήταν η μελέτη του υλικού πολιτισμού των προβιομηχανικών κοινωνιών, η οργάνωση και οι χρήσεις του δομημένου χώρου και της υπαίθρου. Ήταν μέλος των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού -περιοδικό «Μνήμων» και της Ελληνικής Επιτροπής για την Προστασία της Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Στα έργα της περιλαμβάνονται το «Αρχείο του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ/Συλλογή ΑΣΚΙ, κατάλογοι και ευρετήρια», 2000 (σε συνεργασία με τον Δημήτρη Δημητρόπουλο), το «Άνθρωποι και παραδοσιακά επαγγέλματα σε νησιά του Αιγαίου», 2003 (σε συνεργασία με την Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου), συμμετοχές σε συνέδρια και συλλογικά έργα, καθώς και η επιμέλεια του τόμου με κείμενα του Αντώνη Μπριλλάκη, «Διαδρομές και αναζητήσεις της Αριστεράς μετά τον Εμφύλιο», 2010 (σε συνεργασία με τον Ηλία Νικολακόπουλο). Για πολλά χρόνια πρωτοστάτησε στις τοπικές πρωτοβουλίες και κινήσεις του Χαλανδρίου, της περιοχής όπου ζούσε. Μάλιστα, στις δημοτικές εκλογές του 2010 ήταν υποψήφια με τον συνδυασμό «Αντίσταση με τους Πολίτες του Χαλανδρίου». Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2011, σε ηλικία μόλις 49 ετών.

Διαβάστε ακόμη: