Αναμνήσεις για θέματα Υγείας και άλλα τινά από τη Δαλαμανάρα Άργους (original) (raw)

Αναμνήσεις για θέματα Υγείας και άλλα τινά από τη Δαλαμανάρα Άργους


«Ελεύθερο Βήμα»

Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.

Ο κ. Χρήστος Πίκης σε νεαρή ηλικία (1970).

Σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα», ο κύριος Χρήστος Πίκης, Οικονομολόγος, τέως Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ) και Διευθυντής Συμμετοχών της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), μέσα από τις βιογραφικές του σημειώσεις, μας «μεταφέρει» στη γενέτειρά του Δαλαμανάρα και μας παρουσιάζει θέματα υγείας και υγιεινής, μας μιλά για την Αμερικάνικη βοήθεια της UNRRA, για τους Αμερικανούς γιατρούς και τις νοσοκόμες με μακριές μπεζ φούστες, για το μοναδικό θερμόμετρο της γειτονιάς, αλλά και για τον Ολυμπιακό του Μουράτη, του Μπέμπη, του Δρόσου, τον Πανιώνιο του Πεντζαρόπουλου, τον Παναθηναϊκό του Σταφυλίδη, Μαθιού, την ΑΕΚ του Μαρόπουλου, Τζανετή, Δελαβίνια.

«Αναμνήσεις για θέματα Υγείας και άλλα τινά στη Δαλαμανάρα Άργους»

Στο ντουλάπι που ήταν στον βορινό τοίχο του καθιστικού, πλάι στο τζάκι, στο κάτω ράφι, μου είχαν κινήσει την περιέργεια κάποια περίεργα μικρά σακουλάκια από μαύρο ύφασμα, δεμένα σαν πουγκιά. Όταν ρώτησα, μου είπαν ότι τα χρησιμοποιούσαν όταν έκαναν «κοφτές» βεντούζες σε κρυολογημένους. Δηλαδή τα έβρεχαν με οινόπνευμα, τα άναβαν, τα έβαζαν στην πλάτη του ασθενούς, χάραζαν την πλάτη με ξυραφάκι, έβαζαν από πάνω τις βεντούζες (κοινά ποτήρια), και τις έβγαζαν όταν έσβηνε η φλόγα και αφού τα ποτήρια είχαν γεμίσει αίμα. Δεν ξέρω ποια είναι η πατρική άποψη για το θέμα, αλλά αργότερα ανακάλυψα ότι η τεχνική αυτή παραπέμπει σε παλιές πρακτικές αφαίμαξης. Η περιέργεια με ώθησε να ανακαλύψω τι έχουν μέσα τα μυστηριώδη σακουλάκια και κάποτε τα άνοιξα και βρήκα μέσα ωραία νομίσματα των αρχών του αιώνα (1900-1912), με κορώνα και με την κεφαλή του Βασιλέως Γεωργίου Α’.

————————

Μετά τον πόλεμο, όταν ήμουν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, άρχισε να έρχεται στο χωριό [Δαλαμανάρα] η Αμερικάνικη βοήθεια της UNRRA [Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ 1945 και 1947], με πολλές μορφές. Έρχονταν τρόφιμα, κυρίως γάλα σκόνη, διάφορα αποξηραμένα λαχανικά σε χαρτόκουτα για σούπες, χυμός γκρέιπφρουτ, κονσέρβες με κρέας, ένα μαλακό τυρί πορτοκαλί χρώματος, φυστικοβούτυρο, κλπ. Με βάση τη βοήθεια αυτή, που δινόταν σε κάθε οικογένεια, είχε οργανωθεί και σχολικό συσσίτιο που είχε καθημερινά γάλα με κακάο, σταφιδόψωμο και μουρουνέλαιο και κατά διαστήματα τυρί, φυστικοβούτυρο, και αραιότερα κρέας από κονσέρβα.

Απ’ αυτά όλα έτρωγα μόνο το σταφιδόψωμο και το φυστικοβούτυρο. Για να πάει κάτω το πρωινό μουρουνέλαιο, έπαιρνα μαζί μου μια φλούδα πορτοκαλιού και την έτρωγα αμέσως μόλις το κατάπινα. Εκτός από τα τρόφιμα έρχονταν και μεγάλα κιβώτια που είχαν απέξω δύο χέρια ενωμένα και την αμερικάνικη σημαία και μέσα είχαν ρούχα. Διάφορα παρδαλά φορέματα, πουκάμισα, μπλούζες, παντελόνια, πουλόβερ και ωραία παλτά. Τα ρούχα φυλάσσονταν σε μια αποθήκη στο σπίτι του Βασίλη Ρόκιζα και μαζί με την υπόλοιπη βοήθεια διανέμονταν σε συγκεντρώσεις των συγχωριανών που γίνονταν σε ένα παλιό μαγαζί πλάι στο καφενείο του Σκουλή**.** Πολλοί λίγοι φόραγαν τα ρούχα αυτά και ακόμα λιγότεροι είχαν δοκιμάσει να φάνε τις σούπες από τα κουτιά και να πιούν το γάλα σκόνη. Εκτός απ’ αυτά, υπήρχε και βοήθεια για την αγροτική παραγωγή, με μορφή γεωργικού εξοπλισμού και εργαλείων. Ο πατέρας και ο Μπαρμπαγιώργης είχαν πάρει δύο μεγαλόσωμες αμερικάνικες φοράδες, ο πατέρας την Καρυά και ο Μπαρμπαγιώργης την Κούλα.

Η UNRRA (Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών) ιδρύθηκε το 1943 από 40 περίπου κράτη, με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τις χώρες που είχαν πληγεί από τις δυνάμεις του Άξονα. Εκπρόσωποι της UNRRA εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και από την 1η Απριλίου 1945 ως το Μάιο του 1947 εισήγαγαν στη χώρα μας τρόφιμα αξίας 171,9 εκατομμυρίων δολαρίων. Για την ανάπτυξη της γεωργίας η Οργάνωση διέθεσε μηχανήματα κ.λπ. αξίας 45 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ για φάρμακα πρόσφερε 7.540.000 δολάρια (Ν. Ψυρούκης, «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις Επικαιρότητα, τόμος Α΄, σ. 284).

————————

Επειδή όμως στον τίτλο αυτού του κειμένου γράφω για θέματα υγείας, θέλω να γράψω εδώ την ιστορία που ακολουθεί: κάποτε ήρθε με τη βοήθεια στο σχολείο και ένα χαρτοκιβώτιο που είχε μέσα οδοντόκρεμες και οδοντόβουρτσες. Ο δάσκαλος μας εξήγησε σε τι χρησιμεύουν αυτά και μας μίλησε για την στοματική υγιεινή. Επειδή όμως οι κρέμες και οι βούρτσες δεν έφταναν για τα περίπου 100 παιδιά του σχολείου, για να μην αδικηθεί κανένα, μοίρασε στα μισά παιδιά οδοντόκρεμες και στα άλλα μισά οδοντόβουρτσες. Έτσι, πολλά χρόνια αργότερα, σ’ ένα συρτάρι στο σπίτι βρισκόταν μια αχρησιμοποίητη οδοντόβουρτσα, που βρήκε το ταίρι, μια οδοντόκρεμα «ΚΟΛΥΝΟΣ», αρχές της δεκαετίας του 50, που την έφερε ο πατέρας από την Αθήνα όταν είχε βγάλει τις αμυγδαλές του στο Νοσοκομείο Αρεταίειο. Φαντάζομαι ότι στις στατιστικές των ΗΠΑ θα έχει καταγραφεί τα ιστορικό ψεύδος ότι η UNRRA βοήθησε για την στοματική υγιεινή 100 μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Δαλαμανάρας!

————————

Όταν ήμουν 7-8 χρονών, είχαν απασχολήσει την οικογένεια κάποια βαριά περιστατικά, στο σπίτι του θείου μου Μπαρμπαγιώργη. Πρώτα, ο Μπαρμπαγιώργης προσεβλήθη από εχινόκοκκους και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας. Θυμάμαι να διηγείται ατελείωτες ιστορίες από τη νοσηλεία του εκεί, αλλά πιο πολύ θυμάμαι ένα βιβλίο για την Ινδία που είχε φέρει από το Νοσοκομείο και το διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον, μόλις είχα μάθει ανάγνωση, χωρίς να καταλαβαίνω πολλά πράγματα. Ήταν το πρώτο εξωσχολικό μου βιβλίο. Το καλοκαίρι του 1957, όταν έκανα φροντιστήριο για την Ανωτάτη Εμπορική, είχα βρει το ίδιο βιβλίο (Εκδόσεις Ακρόπολις), σ’ ένα καροτσάκι στην οδό Πειραιώς και το αγόρασα, για να διαβάσω και τις πρώτες σελίδες, γιατί σ’ αυτό που είχε φέρει ο Μπαρμπαγιώργης έλειπαν.

Μετά, ο Μπαρμπαγιώργης αρρώστησε βαριά από μηνιγγίτιδα και ήταν σε κρίσιμη κατάσταση πολλές μέρες. Θυμάμαι που μαζεύονταν στο χειμωνιάτικο δωμάτιο του σπιτιού του με το τζάκι, ο πατέρας και κάποιοι γείτονες, και ξενυχτούσαν παραστεκόμενοι στην οικογένειά του.

Στα νυχτέρια αυτά, για να περάσουν οι ώρες, καλούσαν και ερχόταν ο πολυτάλαντος «Ρέλιας» (Γιώργος Γιαννόπουλος), που εκτός από το κλαρίνο που έπαιζε ντουέτο με τον γιο του Νίκο στο σαντούρι, και άλλες καλλιτεχνικές κλίσεις, ήταν και «παραμυθάς», δηλ. άρχιζε να διηγείται ένα παραμύθι το οποίο δεν τελείωνε ποτέ. Κάθε βράδυ το συνέχιζε από κει που το είχε αφήσει την προηγούμενη νύχτα. Κάτι σαν τις χίλιες και μία νύχτες. Ο Μπαρμπαγιώργης τελικά έζησε, και μόλις συνήλθε πήγε τη σούστα του στο Άργος, στον Κόικα, και τον έβαλε να γράψει πίσω, στην πόρτα, τη φράση «Επέρασε κι αυτό».

Ο μεγάλος μου εξάδελφος Χρήστος του Μπαρμπαγιώργη, έπεσε κάποτε στο δρόμο προσπαθώντας να κάνει κάτι στη σούστα, το άλογο προχώρησε και πέρασε η ρόδα της σούστας πάνω από την κοιλιά του. Οι γιατροί που τον είδαν δεν έδιναν ελπίδες ότι θα ζήσει. Συνέστησαν απόλυτη ακινησία και συνεχή επιθέματα πάγου στην κοιλιά του. Θυμάμαι τον πατέρα να πηγαίνει τακτικά στα παγοποιεία του Καράμπελα και του Λέκα στο Άργος και να φέρνει μια κολώνα πάγου, που την έβαζαν για να διατηρηθεί σε μια σκάφη μαζί με άχυρο.

Ένα χειμωνιάτικο βροχερό βράδυ, που χρειάστηκε να πάει για πάγο με το ποδήλατο, τρομαγμένος γιατί ήταν η εποχή του Εμφυλίου και οι νύχτες έκρυβαν μεγάλους κινδύνους, γύρισε ωχρός και δεν έβγαζε κουβέντα. Την άλλη μέρα μας είπε ότι είχε δει γυρίζοντας, πάνω στα φουσκωμένα από την πλημμύρα νερά της Πάνιτσας [ποταμός Ίναχος], να επιπλέει και να κινείται με τη ροή του νερού μια φλόγα. Πίστευε, όπως όλοι τότε στο χωριό, σε φαντάσματα και αερικά, και την επομένη μέρα υποστήριζε ότι η φλόγα που είδε ήταν η ψυχή ενός παιδιού που είχε εκείνο το βράδυ πνιγεί στην φουσκωμένη Πάνιτσα, κοντά στο σπίτι του Μπακούρη. Ο αγαπημένος μου Χρήστος έζησε. Άλλη ήταν η μοίρα του. Ένας καρκίνος τον νίκησε στα 59 του χρόνια.

————————

Στο πλαίσιο της αμερικανικής βοήθειας είχα ζήσει και μια πραγματικά αξιόλογη εμπειρία. Ένα αυτοκίνητο VAN με αμερικάνους γιατρούς, και νοσοκόμες με μακριές μπεζ φούστες, ερχόταν τακτικά στο πλαϊνό χωριό, στο Δημοτικό Σχολείο Λάλουκα, όπου μαζευόμασταν τα παιδιά του Λάλουκα, Δαλαμανάρας και Πυργέλας. Οι νοσοκόμες, που χαζεύαμε να τις ακούμε να μιλάνε Αγγλικά, μας έβαζαν στη σειρά, μας έδιναν σοκολατάκια ή κάτι ζαχαρωτά κυβάκια, κι αφού σήκωναν τα μανίκια μας, μας χάραζαν με μια πένα το μπράτσο χιαστί, έγραφαν τα στοιχεία μιας σε μια καρτέλα και μετά μερικές ημέρες ξαναπερνούσαν για να ιδούν πως ήταν το μπράτσο μας και ανάλογα να μας εμβολιάσουν, νομίζω με αντιφυματικά εμβόλια, ή να σημειώσει ο γιατρός κάποια άλλη αγωγή ή φροντίδα. Έχω ακόμη στα μπράτσα σημάδι από αυτό το εμβόλιο, και στη μνήμη μου τα ακαταλαβίστικα παρηγορητικά λόγια της ψηλής ξανθιάς νοσοκόμας όταν με πόνεσε η ένεση. Μερικά παιδιά τα εύρισκαν οι γιατροί να έχουν αδενοπάθεια ή αβιταμίνωση και έδιναν σημειώματα για τους τοπικούς γιατρούς ή για να φροντίσουν οι τοπικές αρχές, η εκκλησία, οι πρόσκοποι, κλπ. να τα στείλουν το καλοκαίρι σε κατασκήνωση στα πεύκα, στο Χιλιομόδι.

————————

Κουτί πούδρας «Tokalon».

Στο ίδιο συρτάρι με την οδοντόβουρτσα που γράφω παραπάνω υπήρχε επί χρόνια ένα χαρτονένιο κουτί με πούδρα « Tokalon» , που με μεγάλη συστολή έβαζε η μάνα σε σπάνιες περιπτώσεις (κανένα πανηγύρι, γάμος ή αρραβώνες συγγενών, ονομαστικές γιορτές), στο ταλαιπωρημένο από τον ήλιο, τη σκόνη, το φούρνο, πρόσωπό της. Υπήρχε επίσης ένα μυστηριώδες κουτί που έγραφε «_Hemagol_ – Άριστον Εμμηναγιωγόν» και με βασάνιζε η περιέργεια τι είδους φάρμακο ήταν αυτό. Ήξερα μέχρι τότε τα παυσίπονα κοκκοράκια (μια σκόνη σε φακελάκια για τον πονοκέφαλο), τις ασπιρίνες, το καθάρσιο (ένα αποκρουστικό υγρό που μας έδιναν όταν δεν μπορούσαμε να ενεργηθούμε), το κινίνο για τις θέρμες, (ελονοσία), κλπ., αλλά το Hemagol τι ήταν; Όταν κάποτε ρώτησα, αντιμετωπίστηκα με τρόπο που σίγουρα δεν θα εύρισκε σύμφωνη τη σημερινή παιδαγωγική. Δεν θυμάμαι αν τις είχα φάει κιόλας.

————————

Όταν κρυολογούσαμε ή είχαμε συνάχι, συμπτώματα γρίπης, κλπ, η πρωτοβάθμια περίθαλψη ήταν τρίψιμο με οινόπνευμα χρώματος μπλε και ακολουθούσε η θερμομέτρηση, με το μοναδικό θερμόμετρο στη γειτονιά, που είχε η γηραιά κυρά­ Ζωή Μητράκου, και κυκλοφορούσε από σπίτι σε σπίτι. Αργότερα αποκτήσαμε και δικό μας θερμόμετρο και θυμάμαι που ο πατέρας είχε πολύ θυμώσει όταν το είδε, γιατί έγραφε πάνω τη λέξη ΜΑΧΙΜΑ και πίστευε ότι το είχαν κλέψει από το Στρατό και τα πούλησαν (ΜΑΧΙΜΑ=μάχιμα, δηλ. μάχιμο θερμόμετρο). Αν ο πυρετός περνούσε το 40, η μανώ ετοίμαζε μπάνιο στη σκάφη και έριχνε μέσα στο ζεστό νερό ψιλοκομμένα φύλλα νεραντζιάς.

Όταν ο πατέρας πονούσε στην πλάτη, ξάπλωνε και μας έβαζε να περπατάμε ξυπόλητα πάνω του, ή άλλοτε ζέσταιναν ένα κεραμίδι, το τύλιγαν με μια πετσέτα και το έβαζαν πάνω στο πονεμένο μέρος. Για το κρυολόγημα υπήρχαν και οι βεντούζες («θα βάλουμε ποτήρια» λεγόταν η διαδικασία), όχι πλέον οι κοφτές που γράφω σε άλλο σημείο αλλά οι απλές, δηλ.: σε ένα πιρούνι τύλιγαν και έδεναν μπαμπάκι, το έβρεχαν με οινόπνευμα, το άναβαν ζέσταιναν με αυτό το εσωτερικό των ποτηριών και τα έβαζαν στην πλάτη, όπου αυτά συγκέντρωναν το αίμα και λειτουργούσαν θεραπευτικά. Τα σημάδια από το κάψιμο των ποτηριών στην πλάτη έμεναν για μέρες.

Όταν υπήρχε μπούκωμα, πονόλαιμος κλπ, έβραζαν φύλλα ευκαλύπτου και ο πάσχων εισέπνεε αρκετή ώρα τους ατμούς. Για το πρήξιμο στο λαιμό, στις αμυγδαλές, κλπ, το φάρμακο ήταν επάλειψη με βασιλόξυγκο ή κατράμι. Όταν τα αποτελέσματα της πρωτοβάθμιας οικιακής αγωγής δεν ήσαν ικανοποιητικά, ο πατέρας καλούσε γιατρό, συνήθως τον Καχριμάνη από την Πυργέλα, που ερχόταν με το μοτοσακό του και ήταν καλοσυνάτος, ή μας πήγαινε στον Παπακωνσταντίνου, επίσης στην Πυργέλα, που ήταν σοβαρός και βλοσυρός. Η δυσμενέστερη εξέλιξη για μας από αυτές τις επισκέψεις ήταν όταν ο γιατρός έδινε ενέσεις ή συνιστούσε κλύσματα.

———————-

Η οικογένεια πέρασε μια πολύ μεγάλη δοκιμασία το 1949. Η μικρή μας Ξανθή, ενώ περιμέναμε να κάνει τα πρώτα της βήματα, συνέχιζε να μπουσουλάει και σαν προσπαθούσαν να την κάνουν να σταθεί όρθια και να περπατήσει έκλαιγε γοερά και έπεφτε κάτω. Οι γιατροί είπαν ότι έχει πολιομυελίτιδα, που αυτά τα χρόνια ήταν πολύ εξαπλωμένη, και οι γονείς μιας έπεσαν σε απόγνωση. Αυτή η πολύ βαριά ατμόσφαιρα στο σπίτι κράτησε μερικούς μήνες, ώσπου ένα βράδυ, που καθόμασταν τα τέσσερα παιδιά στην αυλή, η Ξανθή φώναξε: «γκάρι», δείχνοντας με το χέρι της το φεγγάρι που έβγαινε πίσω από το βουνό, τη βοηθήσαμε να σταθεί όρθια και άρχισε να περπατάει! Η οικογένεια, που το τελευταίο που της έλειπε ήταν να προστεθεί αυτό το πρόβλημα στα τόσα που αντιμετώπιζε, ανέπνευσε με ανακούφιση. Οι γιατροί απέδωσαν την κατάσταση σε ενδεχόμενο φόβο που είχε πάρει η Ξανθή όταν της πρωτοφόρεσαν παπουτσάκια, που ίσως την στένευαν, και συνέστησαν τον πρώτο καιρό να περπατάει ξυπόλητη, μέχρις ότου τα συνηθίσει.

Το «γκάρι» έμεινε για τα επόμενα χρόνια η κοροϊδευτική προσφώνηση της Ξανθής. Για τα άλλα παιδιά, οι περιπαικτικές προσφωνήσεις μας είχαν να κάνουν με τα ονόματα των νονών μας. Εμένα με λέγανε «Κολιέσαινα», από το παρατσούκλι της μητέρας του νονού μου Σπύρου Κουτρουφίνη (Μόλα), από το Λάλουκα. Τη Μαρίνα «κυρά Λένη» ή «Ελενίτσα» από το όνομα της γυναίκας που τη βάφτισε μαζί με τον άντρα της, κάποιον Δημητράκο, σχετιζόμενο με τους Γερμανούς, που απαίτησε από τον πατέρα να τη βαφτίσουν. Τον Σωτήρη «μπολιολιό» ή «κυρά Καλλιόπη», από το παρατσούκλι της οικογένειας του νονού του Αντώνη Βαρβέρη και το όνομα της μητέρας του. Την Ξανθή, εκτός από «γκάρι» τη φωνάζαμε «Νικολάκη», από το όνομα του νονού της Νίκου Αναστασόπουλου από τα Πυργιώτικα και «ψυχαστήρα» λόγω του αδρού της σωματότυπου που παρέπεμπε στον γεωργικό ψεκαστήρα.

———————–

Θα κλείσω την αναδρομή σε περιστατικά των παιδικών μου χρόνων σχετικά με ζητήματα υγείας, με μια περιπέτεια του πατέρα μου γύρω στο 1950-51. Ο πατέρας κάποτε εμφάνισε συμπτώματα μεγάλης καταπόνησης και αδυναμίας, με τάσεις για λιποθυμία, σταματούσε ξαφνικά όποια δουλειά έκανε για να συνέλθει, δεν μπορούσε να φάει, έγινε νευρικός και ευερέθιστος, κλπ. Πήγε σε δυο-τρεις γιατρούς στο Άργος, οι οποίοι δεν διέγνωσαν κάτι συγκεκριμένο που να δικαιολογεί αυτά τα συμπτώματα. Τότε συμβουλεύτηκε ένα γιατρό στο Ναύπλιο, για τον οποίο του είπαν καλά λόγια, τον Βασιλείου, που είχε ιατρείο σ’ ένα στενό κάθετο στο Μεγάλο Δρόμο, εκεί που ήταν το Γαλλικό Ινστιτούτο. Ο Βασιλείου κατηγορηματικά απεφάνθη ότι για όλα φταίνε οι πυώδεις αμυγδαλές του πατέρα, και θα πρέπει να αφαιρεθούν αμέσως. Έτσι, ο πατέρας βρέθηκε στο Αρεταίειο , όπου έκανε τη σχετική επέμβαση, και μετά σύντομη ανάρρωση έγινε γερός και δυνατός όπως τον ξέραμε.

————————-

Τα χρόνια που συνέβαιναν όσα προαναφέρω έκανα και τα πρώτα εξωσχολικά μου διαβάσματα. Εκτός από το βιβλίο για την Ινδία που έφερε ο Μπαρμπαγιώργης από το Νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας, διάβαζα τακτικά την «Ακρόπολη», που έγραφε συνήθως για τις μάχες του Εμφυλίου, είχε αστυνομικό ρεπορτάζ του Θεόδωρου Δράκου, σε συνέχειες τον Τσακιζή – εφέ του Αϊδινίου, κλπ. Μεριές φορές ο πατέρας, υποκύπτοντας σε παρακάλια μου, μου έπαιρνε τον «Αθλητισμό της Ελλάδος» και ενθουσιαζόμουν διαβάζοντας για τον Ολυμπιακό του Μουράτη, του Μπέμπη, του Δρόσου, κλπ, τον Πανιώνιο του Πεντζαρόπουλου, τον Παναθηναϊκό του Σταφυλίδη, Μαθιού, κλπ, την ΑΕΚ του Μαρόπουλου, Τζανετή, Δελαβίνια, κλπ.

Εφημερίδα «Αθλητισμός της Ελλάδος», (16 Οκτωβρίου 1950).

Τότε έκανα και την πρώτη γνωριμία μου μια ξένη γλώσσα. Μέσα σε ένα χαρτοκιβώτιο της Αμερικάνικης βοήθειας πεταμένο, βρήκα ένα βιβλιαράκι που είχε μια εισαγωγή στην Αγγλική γλώσσα και φράσεις και διαλόγους Ελληνοαγγλικούς. Το διάβαζα με πολύ επιμέλεια και απ’ αυτό έμαθα τα πρώτα Αγγλικά μου.

Χρήστος Πίκης

Οικονομολόγος