«Τα νεύρα και οι μυς του έθνους»: ο ρόλος του στρατού στο νεοελληνικό κράτος, οι προθέσεις και οι αντιφάσεις (1828-1940) (original) (raw)
«Τα νεύρα και οι μυς του έθνους»: ο ρόλος του στρατού στο νεοελληνικό κράτος, οι προθέσεις και οι αντιφάσεις (1828-1940) – Δημήτρης Μαλέσης, Διδάσκων, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
«Εγώ εις τον Κυβερνήτη είχα μίαν συμπάθεια,
ότι έλπιζα να μετανοήση και ναρθή εις τον καλόν δρόμον».
Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, τ. Β΄ (Πέλλα, χ.χ), 31.
Η κρίση του Μακρυγιάννη για τον Καποδίστρια συνοψίζει την απογοήτευσή του για τον Kυβερνήτη. Ταυτόχρονα, δημιουργεί ένα ερώτημα: ποιος ήταν ο «καλός ο δρόμος»; Διότι σε αυτό το θεμελιώδες και διαχρονικά επαναλαμβανόμενο ερώτημα που αφορά στη συγκρότηση και λειτουργία του ελληνικού κράτους, οι απαντήσεις δύσκολα θα συμπέσουν. Κι αυτό συνιστά τη μήτρα του προβλήματος, το οποίο παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού κράτους επί δεκαετίες, προκαλώντας αντιγνωμίες αλλά και ρήξεις. Ρόλο κομβικής σημασίας σε αυτήν την πορεία δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε στον στρατιωτικό μηχανισμό. Όχι ότι λειτουργεί αυτόνομα και δεν αλληλοσυνδέεται με τις ποικίλες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές συνιστώσες. Κάθε άλλο. Καθορίζει αλλά και επηρεάζεται, σε μια αέναη και αδιάρρηκτη σχέση, από τα άλλα θεσμικά πλαίσια. Πρόθεσή μας, ωστόσο, είναι να εντοπίσουμε και να παρουσιάσουμε αδρομερώς εκείνα που συνιστούν την ιδιαίτερη λειτουργία του στρατού ως καθοριστικής σημασίας θεσμού, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.
Ο ανδριάντας του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Ντιάνα Αντωνακάτου.
Πρώτιστη μέριμνα του Καποδίστρια υπήρξε η συγκρότηση στρατεύματος, προκειμένου να αντιμετωπίσει δύο θεμελιώδη ζητήματα: την επιβολή της εξουσίας του έναντι των φυγόκεντρων τάσεων του ισχυρού προυχοντικού τοπικισμού και την επίτευξη ίδρυσης ανεξάρτητου κράτους, με τα μεγαλύτερα δυνατά σύνορα, τη στιγμή που στα ευρωπαϊκά ανακτοβούλια διεξάγονταν πυρετώδεις διαπραγματεύσεις για επίλυση του ζητήματος. Να σημειωθεί ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίζονταν και η χάραξη των συνόρων στη Στερεά ήταν ένα ζητούμενο άμεσα εξαρτώμενο από τις δυνατότητες που θα είχε ο ελληνικός στρατός να απωθήσει προς τα βόρεια τον τουρκικό.
Ο Καποδίστριας επιδίωξε να διαρρήξει τους δεσμούς που συνέδεαν τους στρατιώτες με τους παραδοσιακούς καπετάνιους και τους προκρίτους και διόρισε σε καίριες θέσεις αξιωματικούς που θα μπορούσαν να επιβάλουν τη στρατιωτική πειθαρχία. Η πολιτική του μπορεί να χαρακτηρισθεί απολύτως επιτυχημένη, λαμβανομένων υπόψιν των ακανθωδών προβλημάτων που είχε να αντιμετωπίσει.[1]
Προχώρησε στον σταδιακό μετασχηματισμό των ατάκτων σε Χιλιαρχίες, ακολούθησαν τα Ελαφρά Τάγματα και, τελικά, η οργάνωση του Τακτικού σώματος. Με την ίδρυση της Σχολής Ευελπίδων θα επιτυγχανόταν η παραγωγή επαγγελματιών αξιωματικών, οι οποίοι θα στελέχωναν το εντεταγμένο στην Πολιτεία στράτευμα. Η καρποφόρα πολιτική του Καποδίστρια διακόπηκε βίαια το 1831, καθώς οι κοινωνικά ισχυρές δυνάμεις του τοπικισμού δεν φαίνονταν διατεθειμένες να αποποιηθούν τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Έτσι, η χώρα θα περιέλθει στη δίνη μιας εμφύλιας σύρραξης και η νέα αρχή θα έπρεπε να ξεκινήσει την οργανωτική της προσπάθεια ex nihilo.
Βασική προϋπόθεση για να αποδεχθεί να αναλάβει ο Όθων τον ελληνικό θρόνο ήταν η αποστολή βαυαρικού επικουρικού στρατιωτικού σώματος, δύναμης 3.500 ανδρών. Πράγματι, όταν θα αφιχθεί ο ανήλικος μονάρχης στο Ναύπλιο το 1833, οι Έλληνες που είχαν προστρέξει να υποδεχθούν τον βασιλιά διαπίστωσαν ότι της απόβασης προηγήθηκε η παράταξη του βαυαρικού σώματος, απόδειξη της εύλογης ανασφάλειας που διακατείχε τους Βαυαρούς. Και ενδεικτικό της σημασίας που έδιναν στον στρατό ήταν το γεγονός ότι το πρώτο Διάταγμα που εκδόθηκε αφορούσε τη διάλυση των ατάκτων και ακολούθως την ίδρυση του τακτικού. Ήταν προφανές ότι για να επιβληθεί η νέα κεντρική εξουσία χρειαζόταν δύναμη επιβολής, εν προκειμένω έναν τακτικό στρατό απολύτως ελεγχόμενο από την κυβέρνηση και τον μονάρχη.
Στην κορυφή της πυραμίδας τέθηκε ο υπουργός των Στρατιωτικών και όλοι οι διορισμοί αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο του μονάρχη, ο οποίος ήταν τυπικά και ουσιαστικά ο αρχηγός του στρατού. Ευνόητο είναι ότι στις κομβικής σημασίας θέσεις τοποθετήθηκαν αξιωματικοί της απόλυτης εμπιστοσύνης του θρόνου και κατά το πρώτο διάστημα ως επί το πλείστον Βαυαροί. Ο ένοπλος βραχίονας του κράτους απέβλεπε στην προάσπιση του καθεστώτος και ως μοναδικό του μέτωπο ήταν οι ποικιλώνυμες ομάδες του τοπικισμού, οι οποίες αγωνίζονταν για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Η δυναμική και εκ των άνω επιβολή των νέων θεσμικών πλαισίων θα υποχρεώσει τους φορείς των παραδοσιακών αντιλήψεων σε αναδίπλωση και σε σταδιακό μετασχηματισμό τους σε λειτουργούς του πολιτικού εποικοδομήματος.
Ο βασιλιάς Όθων έφιππος, ως συνταγματάρχης του 10ου συντάγματος πεζικού.
Από τη στρατιωτική πολιτική της περιόδου άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι η συγκρότηση του Μηχανικού, της Χωροφυλακής και της Βασιλικής Φάλαγγος.[2] Το πρώτο ήταν επίλεκτο σώμα με αποστολή την εκτέλεση δημόσιων έργων, στρατιωτικού και πολιτικού χαρακτήρα, σε μια χώρα με ανύπαρκτες τις στοιχειώδεις υποδομές. Η Χωροφυλακή αποτέλεσε το πλέον πιστό στην κεντρική εξουσία μέσο καταστολής. Ανέλαβε να αντιμετωπίσει τη χαίνουσα κοινωνική πληγή της ληστείας, που δοκίμαζε τις αντοχές της κρατικής ισχύος. Ο διττός ρόλος της Χωροφυλακής συμπληρωνόταν με την υποχρέωση για την τήρηση της πειθαρχίας στο στράτευμα, ένα είδος δηλαδή στρατιωτικής αστυνομίας. Ως προς τη Βασιλική Φάλαγγα, αυτή αποτελούσε ένα τιμητικό συνταξιοδοτικό σώμα, στο οποίο εντάχθηκαν οι παλαίμαχοι της Επανάστασης, ενώ με την Προικοδοτημένη Φάλαγγα (1838) καταβαλλόταν προσπάθεια διανομής των εθνικών γαιών σε οικογένειες φαλαγγιτών. Το κράτος ευελπιστούσε ότι μέσω της συγκεκριμένης προνοιακής πολιτικής θα επιτύγχανε την ενσωμάτωση ενός σημαντικού μέρους στρατιωτικών.
Παρά τις αμφισβητήσεις και τις κατά καιρούς παλινωδίες, οι Βαυαροί κατόρθωσαν να συγκροτήσουν τακτικό στρατό, κύριο έρεισμα της κρατικής εξουσίας για τη θεμελίωση του καθεστώτος. Κι αν υπήρχαν αντιστάσεις με τοπικές εξεγέρσεις, αυτές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατεστάλησαν.
Η σημαντικότερη αμφισβήτηση των επιλογών της μοναρχίας σημειώθηκε την 3η Σεπτεμβρίου 1843 αλλά αυτή δεν έθεσε ουσιαστικά καθεστωτικό ζήτημα, παρά μόνον απαίτησε την αναδιάταξη του εξουσιαστικού πυρήνα με την παραχώρηση Συντάγματος και την καθιέρωση ενός ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού. Από την άποψη αυτή, οφείλουμε να μην αναφερόμαστε σε «επανάσταση» της 3ης Σεπτεμβρίου αλλά σε κίνημα, ο τερματισμός του οποίου είναι αποκαλυπτικός των προθέσεων όσων ηγήθηκαν: ο στρατός παρέλασε μπροστά στο παλάτι κραυγάζοντας «ζήτω ο συνταγματικός βασιλεύς», κάτι που αποδεικνύει ότι δεν στράφηκαν κατά του προσώπου του βασιλιά και του θεσμού, αλλά της βασιλικής καμαρίλας. Οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν κατά την πρώτη οθωνική δεκαετία αφορούσαν τη βαυαροκρατία, την πολιτική που έθετε εκποδών ένα μέρος στρατιωτικών που έβλεπαν να παραγκωνίζονται από ξένους. Χαρακτηριστικό είναι το πνεύμα της προκήρυξης που εξέδωσε ο Καλλέργης την επομένη του κινήματος: «Τα αίτια τα οποία εχώριζον τον Θρόνον από το Έθνος εξέλειψαν, οι ξένοι δεν περιστοιχίζουν πλέον τον Συνταγματικόν Βασιλέα […] Περικυκλώσατε με αγάπην τον Συνταγματικόν θρόνον».[3]
Νύχτα, 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Φανταστικός πίνακας αγνώστου ζωγράφου της εποχής. Ο ζωγράφος παρουσιάζει σε πρώτο πλάνο το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη έφιππο έξω από τα ανάκτορα, να ζητά Σύνταγμα, από το βασιλέα Όθωνα και την Αμαλία. (Συλλογή Λάμπρου Ευταξία)
Η πρώτη φορά που τέθηκε ζήτημα διεύρυνσης των συνόρων, βάσει του δόγματος που διατυπώθηκε το 1844 και συνοψίστηκε έκτοτε στον όρο Μεγάλη Ιδέα, ήταν ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) και οι φρούδες ελπίδες, όπως αποδείχθηκε, που καλλιεργήθηκαν σε μια ουτοπική εξωστρέφεια του θρόνου. Η υπόθαλψη επαναστατικών κινημάτων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία και η αποστολή εθελοντικών σωμάτων στις περιοχές, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, αποδεικνύει τις εγγενείς αδυναμίες και τις παθογένειες του ελληνικού κράτους. Αδυναμία διεξαγωγής ενός πολέμου, λόγω των περιορισμένων στρατιωτικών δυνατοτήτων αλλά και πολιτική παθογένεια, καθώς η Μεγάλη Ιδέα γινόταν όχημα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης σε μια χιμαιρικής διάστασης κινητοποίηση, που απευθυνόταν στο εσωτερικό και εξέθετε τη χώρα. Το μόνο που απέδωσε στο οθωνικό καθεστώς ήταν η πρόσκαιρη αναρρίπιση της λαϊκής νομιμοποίησής του κι αυτό εξ αντανακλάσεως, λόγω της ιταμής συμπεριφοράς που επέδειξαν η Αγγλία και η Γαλλία με τον τιμωρητικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλει στην Ελλάδα. Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850 θα εξαντλήσουν ωστόσο τα όρια του καθεστώτος, οπότε με πρωτοστάτη τον στρατό θα εκραγεί η Ναυπλιακή Επανάσταση (1862) και η έκπτωση του Όθωνος τον Οκτώβριο.
Εθελοντικό τάγμα (Ελληνική Λεγεώνα) υπό τον Πάνο Κορωναίο στην Σεβαστούπολη της Ρωσίας, κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, 1854. Η Ελληνική Λεγεώνα ήταν σώμα Ελλήνων εθελοντών στον ρωσικό στρατό, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, πήρε μέρος στις μάχες που διεξήχθησαν στον Δούναβη και την Κριμαία.
Η ιστορία της Ελληνικής Λεγεώνας συνδέεται με τον Κριμαϊκό Πόλεμο (Οκτώβριος 1853-Φεβρουάριος 1856), μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξελίχθηκε ως βίαιη διαμάχη της τελευταίας και των δυτικών συμμάχων της (Γαλλίας και Βρετανίας, προς το τέλος του πολέμου και του Βασιλείου της Σαρδηνίας – Πεδεμοντίου) με τη Ρωσία.
Οι Έλληνες εθελοντές έλαβαν μέρος στις μάχες του Μαρτίου του 1854, περνώντας στη δεξιά όχθη του Δούναβη, και τον Μάιο του ίδιου έτους στη μάχη εναντίον των Τούρκων στο νησί Ραντομάν. Στις αρχές του 1855, η Λεγεώνα, η οποία αριθμούσε περίπου 800 εθελοντές, μεταφέρθηκε στην Κριμαία.
Τον Ιούνιο του 1856 η Λεγεώνα διαλύθηκε. Μερικοί από τους εθελοντές αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους φοβούμενοι διώξεις από τις τουρκικές αρχές, καθώς πολλοί ήταν Τούρκοι υπήκοοι. 201 εθελοντές εγκαταστάθηκαν στη Μαριούπολη, όπου από τον 18ο αιώνα διαβιούσε ο γηγενής ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας.
Η επιλογή του Δανού πρίγκιπα Γεωργίου (1863) ως νέου βασιλιά ήταν αποτέλεσμα πάλι της συμφωνίας των Δυνάμεων και συνοδεύθηκε από την ενσωμάτωση των Επτανήσων αλλά και τη δέσμευση εκ μέρους του νεαρού εστεμμένου ότι δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε εκδήλωση αλυτρωτικής πολιτικής, διαταράσσοντας τις ισορροπίες στη νότια Βαλκανική. Ωστόσο, σε μια περίοδο κλιμακούμενης έξαρσης των εθνικισμών στη νοτιοανατολική Ευρώπη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε προϊούσα κατάρρευση, η δέσμευση άγγιζε τις παρυφές της «προδοσίας» και της απεμπόλησης των εθνικών δικαίων. Συνεπώς, ο αρχηγός του κράτους όφειλε να τηρεί λεπτές ισορροπίες μεταξύ των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας και της πιεστικής στο εσωτερικό κοινής γνώμης, που πρότασσε τα εθνικά ζητήματα σε κάθε ευκαιρία. Μια τέτοια ήταν η Κρητική Επανάσταση (1866-1869), η οποία ευλόγως συγκινούσε το πανελλήνιο, ταυτόχρονα όμως υπενθύμιζε τις περιορισμένες δυνατότητες του εθνικού κέντρου. Κατά την περίοδο 1863-1868 η δύναμη του στρατού δεν υπερέβαινε τις 8.000 άνδρες. Ταυτόχρονα, η μόνιμη δημοσιονομική δυσπραγία δεν επέτρεπε τον επαρκή εξοπλισμό. Μοιραία, η όποια αρωγή προς τον αγωνιζόμενο κρητικό λαό περιορίστηκε στην αποστολή εθελοντών.
Γεώργιος Α’ (1845-1913). Ο μακροβιότερος βασιλιάς των Ελλήνων. Βασίλεψε από τις 30 Μαρτίου 1863 μέχρι τη δολοφονία του το 1913. Λιθογραφία, Galerie Goupil.
Η στρατιωτική αδυναμία θα αποδειχθεί στον νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877), αφού εξελήφθη σαν μια νέα ευκαιρία για την Ελλάδα. Η εξωτερική πολιτική σχοινοβατούσε ανάμεσα στη φιλοπόλεμη και στη συνετή ή «άψογη», όπως ονομάστηκε δηκτικά, στάση της ουδετερότητας. Χωρίς εθνική συνεννόηση, το διπλωματικό σκάφος της χώρας περιδινιζόταν χωρίς πυξίδα. Οι πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες των Ρώσων, ωστόσο, έτειναν να μεταβάλουν την ελληνική στάση. Οι πιέσεις της αρειμάνιας κοινής γνώμης άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις της Αγγλίας το φιλοπόλεμο ρεύμα ενδυναμωνόταν. Τελικά, η απόφαση της οικουμενικής κυβέρνησης μαρτυρεί μια ανερμάτιστη εξωτερική πολιτική: στρατιωτικές προετοιμασίες και υποδαύλιση εξεγέρσεων στις υπό οθωμανική κατοχή περιοχές. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια θορυβώδη αδράνεια. Κι όταν ο πόλεμος έλαβε τέλος, η κοινή γνώμη, γαλβανισμένη από αλυτρωτικές διακηρύξεις των ποικίλων «Εθνικών» Εταιρειών, ένιωσε εξαπατημένη και στράφηκε εναντίον του πολιτικού κόσμου συλλήβδην.
Στις μεγάλες λαϊκές και αιματηρές διαδηλώσεις των ημερών ο στρατός φάνηκε έτοιμος για τη μόνη αποστολή που μπορούσε να διεκπεραιώσει, την ασφάλεια του καθεστώτος: η κυβέρνηση Κουμουνδούρου «δι’ ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων κατέλαβε […] την πρωτεύουσαν και διεσκόρπισε τον όχλον του Πειραιώς όστις ανήρχετο εις Αθήνας με τας χειρίστας των διαθέσεων»[4] και «τα διάφορα στρατιωτικά σώματα περιεπόλουν, εφρούρουν, εξετέλουν το καθήκον αυτών»[5] σε μια προσπάθεια να κατευναστεί η λαϊκή οργή, ασχέτως αν το πανελλήνιο απαιτούσε από το ίδιο στράτευμα απελευθερωτικές επιχειρήσεις.
Ο τραγέλαφος συμπληρώθηκε, όταν ο υπουργός Εξωτερικών Δηλιγιάννης ανακοίνωνε (Ιανουάριος 1878) την εισβολή ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, χωρίς όμως την κήρυξη πολέμου και μάλιστα με την πρωτότυπη εντολή-υπόδειξη να μην έρθουν σε σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις. Οι τελευταίες υποχώρησαν βορειότερα και το γεγονός χαιρετίσθηκε με τρόπο πανηγυρικό στην Ελλάδα, δοξολογίες και παρελάσεις.[6] Το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου πολέμου λίγο έλειψε να αποδειχθεί μοιραίο για την Ελλάδα, λόγω της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και της προσωρινής απώλειας της Μακεδονίας. Θα χρειαστεί η αντίδραση της Αγγλίας και της Γερμανίας προκειμένου να αναθεωρηθεί η Συνθήκη, αφού οι όροι της οδηγούσαν αναπότρεπτα στον πλήρη έλεγχο της χερσονήσου του Αίμου από τη Ρωσία. Στο Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος 1878), όχι μόνον θα αποτραπούν τα χειρότερα για την ελληνική πλευρά, αλλά μέσω διαπραγματεύσεων θα ενσωματωθεί η Θεσσαλία και η Άρτα.
Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία (1885) προκάλεσε νέα στρατιωτική κινητοποίηση και φανέρωσε πάλι τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής και της στρατιωτικής ισχύος. Η φιλοπόλεμη παραζάλη είχε ως επίκεντρο το ελληνικό Κοινοβούλιο και διαχεόταν σε ολόκληρη την κοινωνία με συλλαλητήρια και σε λεονταρισμούς εκ του ασφαλούς, μάλλον για εσωτερική κατανάλωση, ενώ η Αγγλία με τη σύμπραξη των άλλων Δυνάμεων προέβαινε σε νέο αποκλεισμό της χώρας. Η επιστράτευση αυτή έμεινε γνωστή ως «ειρηνοπόλεμος» ή «ένοπλος επαιτεία», επιβάρυνε τα ήδη προβληματικά οικονομικά του κράτους, και συνέβαλε στην ηθική καταρράκωση της ελληνικής κοινωνίας, που έψαχνε με αγωνία να εντοπίσει τους εχθρούς περισσότερο στον κυνισμό των Δυνάμεων, παρά στο εσωτερικό και τους αυτόκλητους ρήτορες των προεκλογικών μεγαλοστομιών.
Φωτογραφία του Χαρίλαου Τρικούπη με την υπογραφή του, Λονδίνο 1885.
Η περίοδος 1875-1895 σφραγίζεται από τις αλλεπάλληλες πρωθυπουργικές θητείες του Τρικούπη, ο οποίος διέγνωσε τις ανεπάρκειες του ελληνικού κράτους και θεωρούσε ότι χωρίς την εσωτερική ανάπτυξη οποιαδήποτε απόπειρα αλυτρωτικής πολιτικής, εκτός του ότι ήταν ατελέσφορη, έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας. Ταυτόχρονα, ο ειρηνικός τρόπον τινά εθνικισμός του εξαρτούσε την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων με την πρόσδεση στο άρμα μιας αγγλόφιλης πολιτικής.
Οι τομείς στους οποίους έδωσε προτεραιότητα ως προς τις Ένοπλες Δυνάμεις ήταν η αναδιοργάνωση της Σχολής Ευελπίδων, ο εξορθολογισμός των σχετικών δαπανών και η σταδιακή απομάκρυνση των αξιωματικών από την πολιτική. Παράλληλα, ήταν η πρώτη φορά που ο στρατός άφηνε υπηρεσίες –τήρηση της εσωτερικής τάξης, αντιμετώπιση της ληστείας– στη Χωροφυλακή και προσηλωνόταν στα αμιγώς στρατιωτικά ζητήματα.
Ο Τρικούπης στις προσπάθειές του αυτές δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τη δημαγωγική αντιπολίτευση του Δηλιγιάννη αλλά και την αντίδραση κάποιων αξιωματικών, με πιο χαρακτηριστική αυτή που εκδηλώθηκε το 1890 στη Λάρισα. Χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί σε συνεργασία με αντιπολιτευόμενους πολιτικούς επιχείρησαν ένοπλη στάση, διαμαρτυρόμενοι για την «εντελή παράλυσιν» του στρατού.[7] Κακά σχεδιασμένο, το διάβημά τους αποκαλύφθηκε και η κίνηση κατεστάλη αμέσως. Το συγκεκριμένο γεγονός, αν και σε πρωτόλεια μορφή, αποτελούσε προανάκρουσμα των στρατιωτικών επεμβάσεων που θα ακολουθήσουν. Είναι η περίοδος κατά την οποία αρχίζει σταδιακά να παγιώνεται στους κόλπους των αξιωματικών η αντίληψη ότι αποτελούν μια ξεχωριστή επαγγελματική τάξη, με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που της προσδίδει η θέση της μέσα στον κρατικό μηχανισμό.
Η καλύτερη εκπαίδευση, η σταδιακή απεξάρτηση από την προηγούμενη γενιά των εμπειρικών αξιωματικών, σε συνδυασμό με τα εκκρεμή επαγγελματικά τους αιτήματα συνετέλεσαν στη διαμόρφωση μιας ξεχωριστής ταυτότητας, ιδίως μεταξύ των νέων αξιωματικών. Καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια περίοδο παρατηρείται μια μεγάλη εκδοτική προσπάθεια στρατιωτικών περιοδικών.
Ως προέκταση αυτής της συντεχνιακής αντίληψης παρατηρείται, εν σπέρματι έστω, η αντίληψη πως οι λύσεις στα συσσωρευμένα προβλήματα μπορούν να αναζητηθούν και εξωθεσμικά, δεδομένης της αφερεγγυότητας του πολιτικού προσωπικού. Ο κοινοβουλευτισμός γίνεται μόνιμος στόχος του Τύπου και η κρίση εκπροσώπησης διαπερνά εγκαρσίως ολόκληρο το κομματικό φάσμα. Εν προκειμένω, οι δυναμικές λύσεις, στρατοκρατικού χαρακτήρα, παρουσιάζονται ως λυσιτελέστερες και πέρα από κάθε αθέμιτη συναλλαγή και συμβιβασμό. Στο στόχαστρο της κριτικής θα μπει ακόμη και ο συνετός Γεώργιος:
«Υμείς […] οι εκπροσωπούντες την δύναμιν του έθνους, υμείς τα νεύρα και οι μυς του έθνους, κινηθήτε διά να εξυγειάνετε το λυμφατικόν αίμα του έθνους […] Άλλοτε πλανηθείς ο στρατός εξεθρόνισε χρηστόν και φιλόπατριν βασιλέα, υπό την κυβέρνησιν του οποίου ουδέποτε θα έφθανεν ο τόπος και το έθνος εις την σημερινήν κατάστασιν».[8]
Το 1892 ο Τρικούπης λαμβάνει επιστολή από τον ανθυπολοχαγό Αδαμάντιο Βακαλόπουλο, με την οποία ζητείται να επιβληθεί «στρατοκρατία, αλλ’ υπό την πατριωτικήν έννοια της λέξεως» και ως πρώτο μέτρο προτείνει να καθιερωθεί «εθνική πολεμική ενδυμασία», την οποία θα φέρουν οι ψηφοφόροι κατά την ημέρα των εκλογών.[9] Τον τόνο του κλίματος έδινε κυρίως η Εθνική Εταιρεία, η οποία τυπικά μόνον ήταν μυστική, αφού όχι μόνον αποτελούσε επίσημο και ισότιμο συνομιλητή με την πολιτική ηγεσία αλλά, χωρίς να αναλαμβάνει θεσμικό αξίωμα, κινούσε τους εξουσιαστικούς ιμάντες και υπαγόρευε την εξωτερική πολιτική.
Θεόδωρος Δηλιγιάννης (1824 ή 1820-1905). Πέντε φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Το 1896 η κυβέρνηση Δηλιγιάννη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια επίδειξη ισχύος ομάδας 1.000 αξιωματικών, οι οποίοι υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους από τη Λέσχη Αξιωματικών. Η μισθολογική ανισότητα, εν σχέσει με τους αξιωματικούς των «ευγενών» όπλων, του Μηχανικού και του Πυροβολικού, το πνεύμα της ευνοιοκρατίας και οι ελλείψεις σε στρατιωτικό υλικό ήταν τα βασικά αίτια αυτής της κίνησης, η οποία προκάλεσε σάλο και καταλάγιασε μόνο με την παρέμβαση του Γεωργίου, ο οποίος θέλησε να εκτονώσει την πίεση καταγγέλλοντας ως υπεύθυνο τον πρωθυπουργό, υποδεικνύοντας ότι ο στρατός όφειλε να ασχολείται με την «σύντονον εκγύμνασιν αυτού και κατά το μέτρον των οικονομικών δυνάμεων του Κράτους τελειότερον καταρτισμόν του».[10]
Μέσα σε αυτό το κλίμα, και με αφορμή το χαίνον Κρητικό ζήτημα, ξεκίνησε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, ο οποίος οδήγησε σε ήττα τον ελληνικό στρατό, απέδειξε τις ανεπάρκειές του, εν σχέσει με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα,[11] και έμεινε στο εθνικό συλλογικό υποσυνείδητο ως «ατυχής», προκειμένου να συγκαλύψει την «παθολογική ανισορροπία μεταξύ του μεγάλου σκοπού και των διατιθεμένων προς επιτυχίας αυτού πενιχρών μέσων».[12]
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1897 – Ο συνταγματάρχης Βάσος, επιστρέφοντας από την Κάντια (σημερινό Ηράκλειο Κρήτης), παρουσιάζεται στο Βασιλιά Γεώργιο. «La Tribuna Illustrata», 1897, No. 21.
Η παραζάλη από την ήττα οδήγησε σε παρατεταμένη εσωστρέφεια και σε περαιτέρω αμφισβήτηση των θεσμών. Η κυβέρνηση Θεοτόκη το 1900 θα δημιουργήσει τον θεσμό της «Γενικής Διοικήσεως» και ο έλεγχος του στρατεύματος από την εκτελεστική εξουσία περνούσε στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Αν θεωρήσουμε ότι το στέμμα συμβολίζει την εθνική ενότητα, τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε την καλοπροαίρετη απόφαση του Θεοτόκη να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε το κομματικό σύστημα με τους αξιωματικούς και τη βαθμολογική τους ανέλιξη. Πιθανόν, στην απόφαση αυτή να οδηγήθηκε και για έναν άλλο λόγο: δίνοντας θεσμικό ρόλο στον διάδοχο, θα μπορούσε να περιορίσει τις εξωθεσμικές και ως εκ τούτου επικίνδυνες παρεμβάσεις του. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε ένα παράκεντρο εξουσίας με βάση τον διάδοχο, κάτι που συγκέντρωσε τα πυρά της αντιπολίτευσης αλλά και μερίδας αξιωματικών.
Οι ανησυχίες για τη δημιουργία μιας «Αυλής» που θα καθορίζει τα στρατιωτικά ζητήματα με διάθεση ευνοιοκρατίας υπήρξαν έντονες. Οι οξείες αντιπαραθέσεις στη Βουλή, με αφορμή το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, είναι αποκαλυπτικές του διπόλου που τότε σχηματιζόταν για πρώτη φορά, όπως με διορατικότητα κατήγγειλε ο Στέφανος Δραγούμης: «εισήλθομεν πλησίστιοι εις μοναρχικήν οδόν» και αυτοί που τάσσονταν κατά του νομοσχεδίου αποτελούσαν τους «φιλελευθέρους συνταγματικούς», ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκονταν οι «μοναρχικοί». Και, μάλιστα, οι δύο οιονεί παρατάξεις ήταν πλέον «διηρημένες διά βαθείας τάφρου».[13]
Ιωάννης Μεταξάς
Ο νεαρός Ιωάννης Μεταξάς επιβεβαιώνει τον Δραγούμη και προαναγγέλλει ό,τι θα ακολουθήσει τις επόμενες δεκαετίες: «συνήφθη ήδη ο αγών εν Ελλάδι μεταξύ Μοναρχισμού και Κοινοβουλευτισμού […] σφάλλει όμως κατά τούτο: ότι νομίζει ότι το μοναρχικόν κόμμα ευρίσκεται εν τη Βουλή. Το μοναρχικόν κόμμα είναι έξω της Βουλής, είναι δε αυτός ούτος ο Διάδοχος».[14] Το ίδιο έτος θα εκδηλωθεί νέα αντιπειθαρχική συμπεριφορά αξιωματικών του Πεζικού, με αφορμή μισθολογικά ζητήματα, όταν οργάνωσαν γεύμα στο Φάληρο και έκαναν επιδεικτικά προπόσεις, διατυπώνοντας τα αιτήματά τους.[15]
Αν θελήσουμε πάντως να σημειώσουμε κάποιες άξιες λόγου προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του στρατεύματος τα επόμενα χρόνια, ήταν αυτές που κατέβαλαν οι κυβερνήσεις του Θεοτόκη. Όχι, όμως, αρκετές για να αποτρέψουν το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου (Αύγουστος 1909). Κι αν στις προηγηθείσες διαμάχες το παλάτι είχε καταφέρει να επιβληθεί όσον αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα, τώρα θα υποχρεωθεί σε αναδίπλωση. Κύριο αίτημα των αξιωματικών του Συνδέσμου ήταν η απομάκρυνση του διαδόχου και των πριγκίπων από τις ηγετικές θέσεις του στρατού. Οι κινηματίες αξιωματικοί δεν θα συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση από την τεταγμένη εκτελεστική εξουσία και θα επιβληθούν, χωρίς ωστόσο να καταλύσουν το Κοινοβούλιο, το οποίο συνέχισε τις εργασίες του υπό τον ασφυκτικό έλεγχό τους.
Αν θεωρήσουμε τομή στα πολιτικά πράγματα το 1909, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στάθηκε αφορμή να εισέλθει δυναμικά στην κεντρική πολιτική σκηνή ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κρητικό ηγέτη (Οκτώβριος 1910) σηματοδοτεί την απαρχή της εθνικής ανάκαμψης. Θα ξεδιπλώσει μια μακροπρόθεσμη πολιτική, της οποίας κύρια απόληξη θα είναι η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, αφού προηγηθούν ο αναγκαίος αστικός εκσυγχρονισμός και η αναδιάταξη των συμμαχικών ερεισμάτων, με αποκλειστικό προσανατολισμό τις δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ταυτόχρονα, επιχείρησε τη σφυρηλάτηση της εθνικής ενότητας, καθώς όχι μόνον διασκέδασε τις αιτιάσεις για τα αντιδυναστικά του αισθήματα αλλά, συνεργαζόμενος με τον Γεώργιο, τοποθέτησε τον Κωνσταντίνο αρχηγό του στρατού και τήρησε ίσες αποστάσεις από τους αξιωματικούς του Συνδέσμου. Οι αποφάσεις του αυτές αιφνιδίασαν φίλους και αντιπάλους του, ωστόσο με τη δυναμική που είχε αποκτήσει ο ηγέτης των Φιλελευθέρων δεν θα δυσκολευτεί να επιβάλει τις θέσεις του. Όπως, επίσης με ευκολία θα παρακάμψει τις έντονες αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου και της Αυλής του, που επιθυμούσαν στρατιωτική σύνδεση της χώρας με τη Γερμανία.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι θα επισφραγίσουν με τρόπο θριαμβικό την καλοσχεδιασμένη πολιτική του Βενιζέλου και θα αποπλύνουν εμφατικά το άγος του 1897. Ωστόσο, το χάσμα που υπέφωσκε θα εκδηλωθεί με πάταγο την επομένη της συνθήκης του Βουκουρεστίου και θα διευρυνθεί όταν θα ξεκινήσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.
Στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 1918.
Αρχείο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών & Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Η επιμονή του, βασιλιά πλέον, Κωνσταντίνου και του γερμανόφιλου Επιτελείου του στην πολιτική της ουδετερότητας έναντι της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων, θα προκαλέσει τη ρήξη με τον Βενιζέλο και τον πρώτο μεγάλο διχασμό του 20ού αιώνα. Ο διχασμός θα προκαλέσει μεγάλη διαιρετική τομή στο σώμα των αξιωματικών, με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες τις επόμενες δεκαετίες. Αρχικά από την αντιβενιζελική παράταξη και στη συνέχεια από τους Φιλελεύθερους η επετηρίδα θα παραβιαστεί και θα καταστεί μέσον εκδίκησης ή παροχής ευνοϊκών ρυθμίσεων.
Εθνικός Διχασμός: Πρωτοσέλιδο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο, με τον τίτλο «Η Ελλάδα δεν είναι πια ουδέτερη». Εφημερίδα The New York Times: Mid-week pictorial, Σεπτέμβριος 1916.
Το βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Αμύνης (1916) θα επιβεβαιώσει και στα γεωγραφικά του πλαίσια τη διχοτόμηση της χώρας και τον διπολισμό στις τάξεις των ενστόλων. Ούτε η νικηφόρα έκβαση του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ούτε ο εθνικός θρίαμβος των Σεβρών (1920) θα καταφέρουν να αμβλύνουν τις παραταξιακές διαφορές. Και με αυτές η Ελλάδα θα επιχειρήσει το τόλμημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, γεγονός που υπονόμευε επί τρία χρόνια την εθνική ενότητα, μέχρι την ολοσχερή καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Κι αν στα αποκαΐδια της πυρπολημένης Σμύρνης θάφτηκε το όραμα της Μεγάλης Ελλάδος, η νέμεση που θα ακολουθήσει με την καταδίκη σε θάνατο των έξι «υπευθύνων» της εθνικής συμφοράς, θα πυροδοτήσει περαιτέρω το σχίσμα.
Μονάδα πεζικού του ελληνικού στρατού στο Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ), 6/7/1921. Συλλογή Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αρχείο ΕΡΤ.
Στους εκκωφαντικούς τριγμούς του συστήματος, που προκάλεσε η εθνική τραγωδία του 1922, ο στρατός θα διαδραματίσει ρόλο σταθεροποιητικό αρχικά, θεματοφύλακας της εσωτερικής τάξης και της αποφυγής ανεξέλεγκτων ανατροπών. Το δίπολο «βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί» θα προσλάβει στις τάξεις των στρατιωτικών νέο περιεχόμενο, με διαφορετικές συνθέσεις και στοχεύσεις. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ένας σημαντικός αριθμός αξιωματικών, χειραφετημένος κομματικά, θα αποδυθεί σε αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Ο αριθμός των στρατιωτικών κινημάτων ήταν τέτοιος ώστε η συνταγματική εκτροπή ταυτιζόταν περισσότερο με το σύνηθες, παρά ως κάτι εξαιρετικά σπάνιο.[16]
Το κίνημα Πλαστήρα-Γονατά του 1922, θα ακολουθήσει αυτό των Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη το 1923. Τους δύο στρατηγούς υποστήριξε μια ετερόκλητη ομάδα δυσαρεστημένων βενιζελικών και βασιλοφρόνων που ήθελαν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης αβασίλευτης δημοκρατίας. Η αποτυχία του έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, ενώ 1.284 αξιωματικοί θεωρούμενοι ως αντιβενιζελικοί αποτάχθηκαν. Ο φιλόδοξος Πάγκαλος το 1925 θα καταλάβει την εξουσία προκειμένου να απαλλάξει τη χώρα από την κακοδιοίκηση, όπως ισχυριζόταν. Πέτυχε έτσι να επιβάλει δικτατορία, να γίνει πρωθυπουργός και πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέχρι να τον ανατρέψει ο προερχόμενος από τον ίδιο πολιτικό χώρο, τον βενιζελικό, στρατηγός Κονδύλης τον Αύγουστο του 1926. Την ήττα των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1933 δεν θέλησε να την παραδεχθεί ο Πλαστήρας και τον Μάρτιο επιχείρησε ανεπιτυχώς κίνημα.
Την 1η Μαρτίου 1935, ένα βενιζελικό κίνημα απέβλεπε στην αποτροπή της παλινόρθωσης του Γεωργίου αλλά η αποτυχία του θα φέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Στην παλινόρθωση της μοναρχίας θα συμβάλλει και η απόταξη 1.000 περίπου βενιζελικών αξιωματικών, απόφαση που θα ανοίξει τον δρόμο για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936.
Όλες οι ενδείξεις έδειχναν ότι η Ευρώπη όδευε σε μια νέα μεγάλη πολεμική αναμέτρηση. Ο Παγκόσμιος πόλεμος και η Κατοχή μετέβαλαν τελείως τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Οι όροι που συντέλεσαν στον ενδοαστικό διχασμό των πρώτων δεκαετιών εξέλιπαν. Ο νέος διχασμός, ο Εμφύλιος πόλεμος της δεκαετίας του 1940, θα βρει τη συντριπτική πλειονότητα των αξιωματικών στην ίδια παράταξη, καθώς το διακύβευμα ήταν πλέον καθεστωτικό.
Υποσημειώσεις
[1] Στέφανος Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια: δομή, οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου (Αθήνα: Εστία, 1986).
[2] Δημήτρης Μαλέσης, Μεγάλη Ιδέα και Στρατός τον 19ο αιώνα (Αθήνα: Ασίνη, 2018), 85-137.
[3] 3 Gunnar Hering, Tα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Α΄ (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2006), 196-251.
[4] Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1821-1921, τ. Β’ (Αθήναι: Ι. Σιδέρη, 1922), 92.
[5] Μιλτιάδης Σεϊζάνης, Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία και Θεσσαλία, (Αθήναι: Εκ του Τυπογραφείου της Αθηναΐδος, 1878), 73.
[6] Εθνική Φωνή, 21 Ιανουαρίου 1878· Η Πνυξ, 20 Ιανουαρίου 1878.
[7] Εφημερίς, 21 Ιανουαρίου 1890· Πρωΐα, 23 Ιανουαρίου 1890.
[8] Εστία, 23 Οκτωβρίου 1896.
[9] ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, Αρχείο Τρικούπη, Υπουργείο Στρατιωτικών, Φ. 12, αρ. 12/33/α.
[10] ΦΕΚ, 23 Νοεμβρίου 1896.
[11] Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Τεχνολογία, Βιομηχανική Επανάσταση και πόλεμος: οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ως μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα», στο Βασίλειος Αναστασόπουλος (επιμ.), 100 Χρόνια από τη διεξαγωγή των Βαλκανικών Πολέμων (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 2013), 23-43.
[12] Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Απομνημονεύματα (Αθήνα: Ίκαρος, 1948), 17. Πρώτη φορά εντοπίζεται καταγεγραμμένος ο χαρακτηρισμός «ατυχής» για τον πόλεμο του 1897 στο Άστυ, 28 Απριλίου 1897. Αφού αποδοθούν ευθύνες στην πολιτική «φαυλοδιοίκησιν», αναγγέλλεται η απόσυρση του στρατού από την Κρήτη, «κατόπιν ατυχούς πολέμου», επειδή προηγουμένως επικράτησε «η άρνησις του να βλέπωμεν τα πράγματα όπως έχουν και η επιθυμία να τα βλέπωμεν όπως τα ηυχόμεθα».
[13] Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, 11 Μαρτίου 1900, 891-893.
[14] Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, επιμ. Χρήστος Π. Χρηστίδης, τ. Α2 (Αθήναι: Τυπ. Ελληνικής Εκδοτικής Εταιρείας, 1951), 526-527.
[15] Το Άστυ, 15 Αυγούστου 1900.
[16] Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική, 1916-1936 (Αθήνα: Οδυσσέας, 1977).
Δημήτρης Μαλέσης
Διδάσκων, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Τα διακόσια χρόνια του Ελληνικού Κράτους Δομές και Θεσμοί 8. « Ένοπλες δυνάμεις και εσωτερική ασφάλεια (1830-2022)», Αθήνα 2023, Τράπεζα Πειραιώς – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Από τους Βαλκανικούς πολέμους (1912) στη Μικρασιατική καταστροφή (1922)
- Αντιπολίτευση στο οθωνικό καθεστώς και ρήξη: Η Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862
- Ο Κριμαϊκός πόλεμος, η Ελληνική εμπλοκή και το «Υπουργείο Κατοχής»
- Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (1912-1913) – Χερσαίες Επιχειρήσεις
- Δικτατορία του Μεταξά – 4 Αυγούστου 1936
- Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας εμφύλιος που ονομάστηκε «Διχασμός»
- Ένοπλα φοιτητικά σώματα (1862-1897) – Η περίπτωση της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγας»
- Ναυπλιακά (1862)