Σκούρτη Παρασκευή – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (original) (raw)

Μνήμες τρύγου στην Ερμιόνη – © Παρασκευή Δημ. Σκούρτη


Ελάχιστα πλέον αμπέλια έχουν απομείνει στην πατρίδα μας [Ερμιόνη Αργολίδας] , οι μνήμες όμως έχουν απομείνει όχι μόνο της εποχής του τρύγου αλλά και του πλήθους των εργασιών που χρειαζόταν να γίνουν μέχρι τη συγκομιδή. Μετά την ωρίμανση των σταφυλιών, προϊόν που συνδέεται με την οικονομία και την κοινωνία, περιμένει ο τρύγος. Ο καλλιεργητής αλλά κι ο γλεντοκόπος περιμένουν εναγωνίως κι οι δυο τη νέα σοδειά του κρασιού, που θα τους κρατήσει συντροφιά όλη την επόμενη χρονιά.

Το μάζεμα των σταφυλιών, αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της χρονιάς, που στη συγκομιδή του έπαιρνε μέρος όλη η οικογένεια.

Νίκη Λαδα – Φοίβα, Φανή Γιαννάκου – Θεοδώρου

Ο τρύγος του αμπελιού ξεκινά από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο, μήνας που αποκαλείται και «Τρυγητής». Ξεκινά νωρίς το πρωί στο αμπέλι και παίρνει διαστάσεις γιορτής∙ σήμερα στο αμπελοτόπι του ενός και αύριο στου άλλου. Αυτό ήταν το «εναλλακτικό νόμισμα»∙ σήμερα θα έρθω στο χωράφι σου και αύριο εσύ στο δικό μου, έτσι γινόταν η συγκομιδή, γιατί κατά την φράση που χρησιμοποιούσε ο λαός μας «Θέρος, τρύγος, πόλεμος», χρειάζονταν πολλά χέρια.

Έγκαιρα έχουν ετοιμαστεί τα σύνεργα, τρυγοκόφινα – κοφίνια και αντρίκια πλυμένα-, ακονισμένα μαχαιράκια, σουγιαδάκια καμπυλωτά (οι σβανάδες). Οι αμπελουργοί έχουν βγάλει από τα υπόγεια τα ξύλινα βαρέλια που θα δεχθούν τις χιλιάδες μπότσες μούστο στην πλατιά ολοστρόγγυλη κοιλιά τους, για να πλυθούν στα Μαντράκια ή στο Λιμάνι, να διορθωθούν από το Θόδωρο Κανέλλη και τον Κρανιδιώτη βαρελά Μαλανδρένια, να ξεφουντωθούν, να στανιάρουν.

Βαρέλια παντού, στη σειρά και παιγνίδια πολλά από τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια (κανάρια, φούσια, κρυφτό, πλατσούρισμα), μέσα και πάνω στα βαρέλια κι όταν ερχόταν η κούραση και νύχτωνε, τότε καβάλα στα βαρέλια τραγουδούσαν κοιτάζοντας τ’ αστέρια. Ο θείος μας Κυριάκος Σκούρτης πρώτος και καλύτερος, με τη δυνατή και όμορφη φωνή του πρωτοστατούσε, αλλά και οι φίλοι του Λάζαρος Κουτούβαλης, Τάσος Μουρμούρης, Ιωσήφ Σαρρής, κ.α..

Τα υπόγεια θα ασπριστούν, θα πλυθούν τα πατητήρια. Όλα έτοιμα στην εν τέλεια.

«Τ’ Αη Λιός με το μαντήλι, της Σωτήρας με το κοφίνι»

-Τρυγήσατε;

-Τρυγήσαμε.

-Καλά κρασιά.

Το αμπελάκι μας, πίσω από το παγοποιίο του Ησαΐα, ο παππούς Αριστείδης Φοίβας, γνήσιος άνθρωπος της υπαίθρου, το είχε φυτέψει με κόπο και μεράκι και όταν έπινε το κρασάκι, που δεν έλειπε ποτέ από το τραπέζι, ευφραινόταν η καρδιά του. Το αμπελάκι μας που δόθηκε ως προίκα στη μητέρα μας δεν υπάρχει πια, όπως και πολλά άλλα. Η γη των πατέρων δόθηκε στο βωμό της εξέλιξης, προς χάριν της οικοδόμησης, όμως ευτυχώς υπάρχουν οι αναμνήσεις.

Ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος στις καλοκαιρινές μας συζητήσεις, μου είχε αναφέρει ότι: «Στο χώρο που σήμερα είναι χτισμένο το Γυμνάσιο – Λύκειο Ερμιόνης ήσαν τα μοναστηριακά αμπέλια. Όταν έσκαβαν οι καλόγεροι τ’ αμπέλια μαύριζε ο τόπος από τα ράσα τους, εξ ου και το όνομα του πηγαδιού «Καλογερικό».

«Τζίτζικας ελάλησε μαύρη ρόγα γυάλισε»

Ο Τρύγος. Χαρακτικό του Τάσου.

Οι τρυγητές με τα καπέλα τους και οι τρυγήτριες με τα ψάθινα καπέλα ή τα φακιόλια για την προστασία από τον ήλιο και τις φαρδιές φούστες, κόβουν και τραγουδούν, τραγουδούν, γελούν, κόβουν και τοποθετούν στο καλάθι τους: μαρκοπουλιώτικο, σαββατιανό, μαυρούδι, αραιό, τραγανό, φράουλο. (Φράουλο είχε το αμπέλι του παππού και του Γιάννη Νίκα (Τζάνη).

Κόβουν το σταφύλι από το κλίμα με το χέρι και αν το κοτσανάκι είναι σκληρό με ένα σουγιαδάκι. Απαιτητική, κοπιαστική εργασία, αλλά τους γεμίζει χαρά και ευεξία. Όταν τα κοφίνια γεμίσουν μεταγγίζονται από τα χέρια των νεαρών τρυγητών στα αντρίκια. Εκεί οι νέοι και οι νέες θα τσιμπολογήσουν τη ρόγα του σταφυλιού, θα κοιταχτούν, θα μεθύσουν με το κρασί της αγάπης και αργότερα θα παντρευτούν.

«Μες τ’ αμπέλι και το κλίμα σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα»,

«Και βάλαμε και μάρτυρες δυο βεργούλες κι ένα κλίμα, σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα».

Ο Τάσος Γανώσης με τα τρυγοκόφινα φορτωμένα.

Με τα ζώα μεταφέρονται στα πατητήρια (τους ληνούς). Εδώ γίνεται το πάτημα, η παραγωγή του χυμού, του γλαύκου, που είναι γνωστός ως μούστος. Ο μούστος ξεχειλίζει στο πατητήρι, θα μεταφερθεί στα καθαρά δρύινα βαρέλια, όπου θα προστεθεί μια ποσότητα μυρωδάτου ρετσινιού από το δάκρυ του πεύκου, για να ακολουθήσει η αλκοολική ζύμωση, που στη συνέχεια θα γίνει κρασί. Το κρασί είναι ένας ζωντανός οργανισμός που επηρεάζεται από την καθαριότητα και τη θερμοκρασία.

Τα πατητήρια πολλά: του Ιωσήφ Μερτύρη, του Μίμη Σκλαβούνου, του Μήτσου Οικονόμου, του Ηλία Παπαμιχαήλ, του Μίμη Κομμά, του Μιχάλη Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνα), του Γιάννη Κόαση, του Γιάννη Νίκα κ.α. Οι ταβέρνες αγοράζουν το μούστο από τους αμπελουργούς, που περιμένουν τη σοδειά προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα πολύ σημαντικό μέρος, αν όχι το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας.

Αγγειογραφίες πλείστες από την αρχαιότητα, ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία που κοσμούνται από παραστάσεις με θέμα το κρασί. Στους κλασικούς χρόνους ο θεσμός του κρασιού ήταν μέρος του συμποσίου, ενώ σύμβολα ιερά του Χριστιανισμού αποτελούν η «άμπελος και ο οίνος». Οι ληνοβάτες με τα κατακόκκινα ιμάτια από το πάτημα των σταφυλιών συμβόλιζαν του μάρτυρες της νέας θρησκείας, ενώ το πατητήρι, ο ληνός, συμβόλιζε τη θυσία του Θεανθρώπου και τη μαρτυρική του θυσία.

Ο μούστος θα μείνει στα βαρέλια με το μυρωδάτο ρετσίνι για να γίνει η οινοποίηση, θα βράσει και στη συνέχεια θα σφραγιστεί.

Κρασί, είναι το ποτό που με την επίκληση του Διονύσου οδηγεί τον άνθρωπο στον ενθουσιασμό, στο κέφι, στη δημιουργική ανάταση, όταν βέβαια πίνεται με μέτρο, γιατί ακολουθεί τότε το:

«Κρασί σε πίνω για καλό, μα εσύ με πας στον τοίχο».

Σύμφωνα δε με τον Ορειβάσιο «Το κρασί δίνει δύναμη και χαρά στην ψυχή και ηδονή».

Το κρασί, αποτελούσε το κυριότερο ποτό των αρχαίων Ελλήνων μετά το νερό. Απαραίτητο συμπλήρωμα στη διατροφή, μέσο ευωχίας, κοινωνικότητας και δυναμωτικό. Τον οίνον τον έπιναν νερωμένο «κεκραμένον», χωρίς την προσθήκη νερού ήταν «ο άκρατος οίνος». Τη θέση του Διονύσου στη συνέχεια κατέλαβε ο Άγιος Τρύφωνας, που εορτάζεται την 1η Φλεβάρη που αρχίζει και το κλάδεμα.

Το κλάδεμα του αμπελιού γίνεται κατά τους μήνες Ιανουάριο ή Φεβρουάριο ανάλογα και απαιτεί γνώση, ξεχωριστή τέχνη κι εμπειρία : «… γέρους και κλάδεψέ με…». Ο αμπελουργός ξέρει ποια μάτια καρπίζουν και ποιες βέργες κάνουν για καταβολάδες, ώστε να μην κοπούν. Το σκάψιμο ακολουθεί μετά το κλάδεμα και χρειάζεται γερά μπράτσα. Έσκαβαν οι εργάτες με την αξίνα, την αμπελαξίνα, και έκαναν το χώμα μικρά βουναλάκια «τα κουτρούφια», ώστε να αερίζεται το χώμα και οι ρίζες του φυτού. Το σκάψιμο μια πολύ επίπονη εργασία γίνεται το μήνα Φλεβάρη, θέλει χέρια γερά: «Για βάλε νιους και σκάψε με…». Ακολουθεί το θειάφισμα ή ράντισμα με γαλαζόπετρα για τις τυχόν ασθένειες. Συνέχεια έχει το ξεβλάστωμα, αραίωμα: «… βάλε γριές μεσόκοπες να με βλαστολογήσουν…» Την άνοιξη ερχόταν η ανθοφορία, το μήνα Μάη τα τύλιγαν τα έκαναν «κατσούλα», «_…_βάλε κορίτσι ανύπαντρα να με κορφολογήσουν…

«Να ‘μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης» (λαϊκό τραγούδι)

Οι δραγάτες, ήσαν οι φύλακες των αμπελιών και της υπαίθρου. Η ζωή τους ήταν ευχάριστη μέσα στην αφθονία των καρπών, της ανθρώπινης εργασίας, στη δροσιά της υπαίθρου ψηλά στη δραγασιά του, να ορίζουν τ’ αμπέλια του χωριού.

Οι δραγάτες του χωριού μας ήσαν: Αριστείδης Φοίβας, Κώστας Κοτταράς, Σπύρος Παπαηλιού, Νίκος Φοίβας, Αντρέας…, Βουρλής, Αριστείδης Κοντόπουλος.

Ο παππούς μου τα καλοκαίρια έφτιαχνε στο ύψωμα, στη θέση Σπηλιά την καλύβα του και παρακολουθούσε από εκεί τα απλωμένα στον κάμπο αμπέλια. Όταν λοιπόν επρόκειτο να ξαπλώσει έκανε χωνί τις χούφτες του και φώναζε: «Ε! τι κάνεις εκεί, τώρα θα ‘ρθω…», προκειμένου να τρομάξει τον επίδοξο κλέφτη των σταφυλιών.

Ο παππούς κι ο Κώστας Κοτταράς (Καραθάνος) ήσαν δημοκρατικοί κι όταν άλλαξε η πολιτική κατάσταση τους έβγαλαν τραγούδι:

«Τον Τσαρό και Καραθάνο

θα τους στείλουμε για μπάνιο.

Αντρέας υπερήφανος,

δε θέλει άλλο ταίρι

γι αυτό τον έχουμε κι εμείς

χειμώνα καλοκαίρι»

Κική Κασνέστη – Σκούρτη, Βασίλης Προβελεγγάτος (Πρόσφυγας παρατσούκλι), Θεοδότη Κορδώνη – Σαρρή.

Η Τούλα Ραγιά-Ζαραφωνίτη θυμάται, ότι κάποια ποικιλία σταφυλιών την περνούσαν σε σχοινάκι που το άπλωναν στο δωμάτιο και διατηρούσαν τα σταφύλια για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεχίζει:

«Φράουλα είχε ο Γιάννης Νίκας (Τζάνης) και ο Αριστείδης Φοίβας (Τσαπάρας) από εκεί προμηθευόμαστε για γλυκό. Φτιάχναμε γλυκό φράουλο, βγάζαμε τα κουκούτσια με τη φουρκέτα των μαλλιών μία-μία ρόγα, φτιάχναμε και γλυκό σταφίδα, ενώ με το μούστο φτιάχναμε πετιμέζι, μουσταλευριά και μουστοκούλουρα.

Επειδή έπεφταν τα πουλιά και τα έτρωγαν έφτιαχναν στ’ αμπέλια σκιάχτρα. Η κυρά-Φλώρα η μάνα της Τασίας Κουτσουρελάκη είχε ένα αμπέλι απέναντι από του Κοματά και δίπλα στο φουγάρο του Μέξη. Μαυροφορεμένη με ρόμπα και μαντήλι ολημερίς χτυπούσε δυο σίδερα για να φύγουν τα πουλιά. Ένα μεσημέρι περνούσε από εκεί ο Παναγιώτης Κουβαράς με το γαϊδούρι του για να πάει στο χτήμα του. Πετάχτηκε η κυρά Φλώρα με το μαύρο τσεμπέρι την είδε το γαϊδούρι του, τρόμαξε και έπεσε ξερό. Ο κτηνίατρος που έφεραν τους είπε, ότι έπαθε από το φόβο του ανακοπή».

Οι Ερμιονίτες ήσαν οινολάτρες. Είχαν άμεση πρόσβαση στο καλό κρασί του χωριού τους.

Εμείς αγοράζαμε καλό κρασί από τον Γιάννη Νίκα. Ήταν ψαράς στο επάγγελμα, αλλά και κτηματίας. Το αμπέλι του φυτεύτηκε από τον Γιάννη Κομπάκη που είχε και την ευθύνη της συλλογής των ποικιλιών. Η πρώτη παραγωγή έδωσε 28 φορτώματα σε σταφύλια. Κάθε φόρτωμα 4 αντρίκια. Έβγαλε 900 μπότσες μούστο (κάθε δερμάτινη μπότσα αντιστοιχούσε σε 2 περίπου οκάδες. Η παραγωγή του καλού κρασιού οφειλόταν στην ποικιλία: σιδερίτης, φράουλα, αραιό, βεσαλό, ροδίτη, νυχάτο λευκό και ροζ, σαβατιανό, μοσχάτο, μαυρούδι, σταφίδα, μαρκοπουλιώτικο, αλλά και στις οδηγίες του οινολόγου που τις κρατούσε πιστά με σεβασμό και προσήλωση. Ο γιός του Θανάσης που μου έδωσε και τις πληροφορίες θυμήθηκε το επώνυμο του οινολόγου Ριζάκου, με μεταπτυχιακό την εποχή εκείνη στην οινολογία, που είχε το εργαστήριό του στην Πλατεία Ιπποδαμείας. Έφερνε το δείγμα του, έπαιρνε οδηγίες και αυθημερόν επέστρεφε να τις εκτελέσει. Όταν έβραζε ο μούστος έστελνε τη γυναίκα του να ανακατέψει. Στην περίπτωση που εκείνη λιποθυμούσε να μπορέσει αυτός να βοηθήσει, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να τον τραβήξει έξω εκείνη λόγω βάρους.

Οι ταβερνιάρηδες διάλεγαν σωστά σταφύλια για σωστή οινοποίηση, επένδυαν στο κρασί καλής ποιότητας. Στην ταβέρνα κανείς δεν πίνει μόνος του, θέλει δίπλα του τον δικό του άνθρωπο, το παρεάκι του, που θα μοιραστεί τις χαρές του και τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Το γλωσσάρι της οινοποίησης


Ζύμες: ζωντανοί μικροοργανισμοί υπεύθυνοι για την παραγωγή ενζύμων.

Ζύμωση: πολύπλοκη φυσική διαδικασία στη διάρκεια της οποίας τα σάκχαρα του μούστου μετατρέπονται σε αλκοόλ και διοξείδιο του άνθρακα με τη βοήθεια ζυμών και της υψηλής θερμοκρασίας.

Διοξείδιο του άνθρακα ( CO 2): αέριο που παράγεται στη διάρκεια της ζύμωσης.

Οινολάσπες: οι άχρηστες ζύμες, ένα παχύρευστο υπόλειμμα που κάθεται στον πάτο του βαρελιού.

Παρασκευή Δημ. Σκούρτη

«Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 23, Νοέμβριος, 2018.

Read Full Post »