alphaline – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (original) (raw)
Σοφοκλή Οικονόμου: «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας»
Το ανέκδοτο χειρόγραφο του Σοφοκλή Οικονόμου που παρουσιάζεται αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για τη φυσιογνωμία του Ναυπλίου τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του ελληνικού βασιλείου. Γιός του «δασκάλου του γένους» Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων από την Τσαρίτσανη της Θεσσαλίας, ο Σοφοκλής, σπουδάζει ιατρική στη Γερμανία και τη Γαλλία και νεαρότατος, 26 χρόνων (γεννημένος το 1808) εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, το Ναύπλιο.
Στα 3 χρόνια που θα ασκήσει την ιατρική εκεί, μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα, οριστική πια «καθέδρα» του βασιλείου, ο Σοφοκλής Οικονόμος θα έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει την πόλη και να σημειώσει όλα όσα την χαρακτηρίζουν. Η ματιά του, βλέμμα γιατρού που καθοδηγείται από την επιστήμη του, στέκεται σε ποικίλες όψεις της πόλης. Πέρα από την αναδρομή στο παρελθόν και την ιστορία της, κάτι που αποτελεί κοινό τόπο για παρουσιάσεις πόλεων, ο Σ. Οικονόμος θα εστιάσει σε παραμέτρους της καθημερινότητας των ανθρώπων που είναι οικείες σε ένα γιατρό. Η υγεία των ανθρώπων και οι παράγοντες που την επηρεάζουν, τα μέτρα που λαμβάνονται για την φροντίδα της, όσοι την υπηρετούν, όλα αυτά δεν ξεφεύγουν από την παρατήρηση του Οικονόμου.
Συνταγμένη τον καιρό που ο Οικονόμος βρίσκεται στο Ναύπλιο, με αρκετές ωστόσο μεταγενέστερες προσθήκες, της ίδιας πάντως εποχής, η Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας, προοριζόταν για παρουσίαση στην Ιατρική Εταιρεία Αθηνών και κατόπιν για αυτοτελή έκδοση, ωστόσο ούτε το ένα ούτε το άλλο φαίνεται να πραγματοποιήθηκαν.
Από μιαν άλλη οπτική γωνία, η μαρτυρία αυτή αντανακλά το πνεύμα της εποχής που θέλει τους γιατρούς να επιφορτίζονται και με καθήκοντα «ψυχρών παρατηρητών των ανθρωπίνων», όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι ιατροστατιστικοί πίνακες όλων σχεδόν των επαρχιών του βασιλείου, που συντάσσονται από γιατρούς και δημοσιεύονται στον Τύπο την εποχή εκείνη (1839). Ο Σ. Οικονόμος καταγράφει παράλληλα, εν τω γίγνεσθαι, τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Ναυπλίου στα πρώτα χρόνια της Ανεξαρτησίας, γεγονός που κάνει τη Σύνοψή του πολύτιμη και για τη μελέτη του αστικού φαινομένου στην Ελλάδα της εποχής αυτής.
Στο αρχείο Κωνσταντίνου και Σοφοκλή Οικονόμου, που φυλάσσεται στο Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, περιλαμβάνεται ένα χειρόγραφο του Σοφοκλή Οικονόμου με τίτλο «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας». [1] Το κείμενο που παραδίδεται στο χειρόγραφο, απαντά σε δύο εκδοχές: μία μικρής έκτασης και μία μεγαλύτερη. Η πρώτη φαίνεται πως προηγείται χρονολογικά και ύστερα ξαναδουλεύτηκε και προστέθηκαν σ’ αυτήν στοιχεία, ώστε να προκύψει μια δεύτερη, βελτιωμένη, εκδοχή, η οποία είναι και μεγαλύτερη σε έκταση. Σε αυτή τη δεύτερη, που αποτελείται από 68 αριθμημένες από τον ίδιο τον συγγραφέα σελίδες, ο Οικονόμος έχει συμπεριλάβει και κάποια άλλα λυτά φύλλα, χωρίς αρίθμηση, στα οποία φαίνεται πως είχε ξαναδούλεψει κάποια από τα θέματα που αναφέρονται στο κείμενο. Τέλος, υπάρχουν μερικά ακόμη φύλλα που φαίνονται να είναι γραμμένα από άλλο χέρι, πράγμα που δείχνει πως εκτός από τα στοιχεία που συνέλεξε ο ίδιος, κάποιοι του έστελναν επιπλέον πληροφορίες για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του.
Το κείμενο συντάχθηκε, στην πρώτη του μορφή, στα 1838 και ξαναδουλεύτηκε την ίδια ίσως χρονιά ή και αργότερα.[2] Αρχικός σκοπός της συγγραφής του, όπως φαίνεται από το εξώφυλλο της πρώτης, συνοπτικής εκδοχής του, ήταν να παρουσιαστεί στην Ιατρική Εταιρεία των Αθηνών και να εκδοθεί κατόπιν το κείμενο, τίποτα όμως από αυτά τα δύο δεν φαίνεται ότι συνέβη.
Σοφοκλής Οικονόμος, (Τσαρίτσανη Θεσσαλίας 1806 ή 1809 – Βισί, Γαλλία 1877). Λόγιος – γιατρός.
Ο συγγραφέας του χειρογράφου Σοφοκλής Οικονόμος είναι γυιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων. Γεννήθηκε στην Τσαρίτσανη της Θεσσαλίας λίγο πριν το 1810. Βαπτίστηκε Κυριάκος αλλά, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής να προτιμώνται τα αρχαιοελληνικά ονόματα, από μικρό τον φώναζαν Σοφοκλή. Στα 1810, η οικογένεια Οικονόμου, ακολουθώντας τον δρόμο του αρχηγού της Κωνσταντίνου, κατέφυγε στη Σμύρνη. Τη δεκαετία του 1810 ο Κωνσταντίνος Οικονόμος δίδασκε στο εκεί Φιλολογικό Γυμνάσιο και η διδασκαλία του αυτή του προσέδωσε τη φήμη του διδασκάλου του Γένους.
Στη Σμύρνη ο Σοφοκλής πραγματοποίησε και τις εγκύκλιες σπουδές του. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό της οικογένειας: ο πατέρας Κωνσταντίνος κατέφυγε στην Πετρούπολη και η υπόλοιπη οικογένεια, μαζί με τον Σοφοκλή, βρέθηκε, στα 1825, ύστερα από περιπέτειες, στη Βιέννη. Στην πρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας ο Σοφοκλής σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική. Τον Οκτώβριο του 1832 τελείωσε τις σπουδές του στη Βιέννη και συνέχισε στη Λιψία και το Βερολίνο. Το 1833 έλαβε στο Βερολίνο και το δίπλωμα του ιατρού. Την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι, όπου για ένα χρόνο εξειδικεύτηκε ως ασκούμενος, κυρίως στη χειρουργική. [3] Το 1834 ο Σοφοκλής μαζί με τον πατέρα του Κωνσταντίνο και την αδερφή του Ανθία – τα άλλα μέλη της οικογένειας, η μητέρα, η γιαγιά και ο θείος του Στέφανος είχαν πεθάνει σε επιδημία χολέρας στη Βιέννη το 1832- εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο. Στην πόλη αυτή άσκησε την ιατρική για τρία περίπου χρόνια και στις αρχές του 1838 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Μέχρι τον θάνατο του πατέρα του, το 1857, άσκησε την ιατρική, κατόπιν όμως στράφηκε στην πραγματική του αγάπη, τη φιλολογία, μέχρι και τον θάνατο του στα 1877. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για την Ιστορία της Παιδείας και της Εκκλησίας μετά την Άλωση, συνέταξε κατάλογο των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ο οποίος δεν εκδόθηκε), εξέδωσε όμως τα κατάλοιπα του πατέρα του.[4]
Το χειρόγραφο της «Ιατρικής χωρογραφίας» του Σοφοκλή, το οποίο αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για μια σειρά από παραμέτρους της Νεοελληνικής Ιστορίας, δεν είχε την τύχη να εκδοθεί. Συντάχθηκε από παρατηρήσεις που ο ίδιος, κατά κύριο λόγο, συνέλεξε κατά τη διάρκεια της τριετούς παραμονής του στο Ναύπλιο. Κατά τη συγγραφή φαίνεται ότι ζήτησε διάφορα στοιχεία από φίλους του· κάποιοι από τους οποίους ανταποκρίθηκαν, ενώ άλλοι όχι. Ο κυριότερος συμπαραστάτης του ήταν ο φίλος του πατέρα του Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος Ολύμπιος, ο οποίος φρόντισε να συλλέξει και να του αποστείλει κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες για να τις ενσωματώσει στη μελέτη του την εποχή που και ο ίδιος είχε πια μόνιμα εγκατασταθεί στην Αθήνα. [5]
Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες γράφτηκε το χειρόγραφο, και τα κίνητρα που τον ώθησαν στην ενέργεια αυτή, δεν μας είναι ξεκάθαρα. Στο προοίμιο του χειρογράφου της πρώτης –σύντομης – εκδοχής του κειμένου ο Σοφοκλής ομολογεί πως διατρίψας τρεις περίπου χρόνους εις την πόλιν της Ναυπλίας και περί την ιατρικήν περιγραφήν ταύτης φροντίσας συνήθροισα τας ακολούθους παρατηρήσεις, αίτινες δύνανται να δώσωσι υποτυπώδη σκιαγραφίαν τινά του κλίματος και των άλλων, όσα απαντώνται εις ιατρικήν περιγραφήν της πόλεως ταύτης. Στις προθέσεις του, όπως ο ίδιος ομολογεί, ήταν αφενός η ευχαρίστηση του κοινού και η ευμενής υποδοχή των «πρωτοφανών, παροδικών και νεανικών» αυτών παρατηρήσεων, αφετέρου η δημιουργία παραδείγματος, για να παρακινηθούν οι συνάδελφοι του να «συντάξωσι και όλων των ελληνικών πόλεων τας περιγραφάς».[6]
Η σύνταξη αυτής της «Χωρογραφίας», η οποία, όπως προαναφέραμε, έμεινε ανέκδοτη, δεν αποτελούσε καινοτομία ως προς τη σύλληψη την οποία σκόπευε να εισαγάγει ο Σοφ. Οικονόμος στην ελληνική επιστήμη και κοινωνία, ούτε πρόκειται για έργο που θα τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα. Τα χρόνια εκείνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1830, το νεοσύστατο Βασίλειο έκανε τα πρώτα του βήματα. Οι επιτελείς και οι σύμβουλοι που συνόδευαν τον νεοαφιχθέντα και νεαρό στην ηλικία βασιλιά Όθωνα, Βαυαροί στην πλειονότητά τους, μαζί με τους Έλληνες συνεργάτες τους προσπαθούσαν να οργανώσουν τις υπηρεσίες και τους θεσμούς θέτοντας τα θεμέλια ενός σύγχρονου κράτους. Η προσπάθεια αυτή στηρίχτηκε, κατά κύριο λόγο, στην ευρωπαϊκή παιδεία και εμπειρία που διέθεταν οι πρωταγωνιστές της. Πολλοί από τους θεσμούς και τις «καινοτομίες» που εμφανίστηκαν και καθιερώθηκαν τότε, δεν αποτελούσαν παρά μεταφορά των αντίστοιχων εμπειριών της Δύσης. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε το τοπίο και σε ό,τι αφορά στην οργάνωση της ιατρικής επιστήμης στη χώρα μας, γεγονός που συνδέεται άμεσα με το υπόμνημα του Σοφ. Οικονόμου.**[7]
Στις αρχές του 1834 με Βασιλικό Διάταγμα ορίστηκαν τα «περί συστάσεως ιατρών κατά νομούς και περί των καθηκόντων αυτών».[8] Ανάμεσα στα καθήκοντα των ιατρών που επρόκειτο να καταλάβουν τις σχετικές θέσεις, περιλαμβανόταν και η καταγραφή όλων των συμβάντων που σχετίζονταν με την ιατρική, τη φυσική ιστορία και τη μετεωρολογία, «διά να δυνηθή όσον τάχιστα να καταστρωθή εντελής ιατρική τοπογραφία του Νομού».**[9] Είναι σαφές από το Β.Δ. ότι η διοίκηση προφανώς γνώριζε τα σχετικά με την ιατρική τοπογραφία και τη χρησιμότητα της. Τόσο οι Βαυαροί αντιβασιλείς, και κυρίως ο Μάουρερ που είχε επιφορτιστεί με την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, όσο και ο I. Κωλέττης που ήταν υπουργός Εσωτερικών (σε αυτό το Υπουργείο υπαγόταν η ιατρική οργάνωση της χώρας), έστηναν ένα οικοδόμημα εφάμιλλο των ευρωπαϊκών προτύπων. Συνδέοντας τον διοικητικό μηχανισμό με τη συλλογή στοιχείων και παρατηρήσεων γύρω από την υγεία των κατοίκων και τις ασθένειες που επικρατούσαν, εκδήλωναν σαφώς την πρόθεση τους για αξιοποίηση των στοιχείων αυτών με κρατικές παρεμβάσεις στον τομέα της υγείας· αυτό, άλλωστε, θα όφειλε να πράξει κάθε χρηστή διοίκηση.
Η «ιατρική τοπογραφία», η συστηματική δηλαδή παρατήρηση και καταγραφή εκ μέρους των ιατρών των φυσικών συνθηκών (γεωγραφική θέση και περιγραφή, κλίμα, άνεμοι, διατροφή κ.λπ.) ενός τόπου και η σχέση τους με τη δημόσια υγεία και τις ασθένειες**[10] δεν ήταν, όπως προαναφέρθηκε, καινούργια ιδέα. Η άποψη ότι ο τόπος επιδρά άμεσα στην υγεία των κατοίκων του ανήκει στον μεγάλο ιατρό του 5ου π.Χ. αιώνα Ιπποκράτη και εντοπίζεται στο έργο του Περί αέρων, υδάτων, τόπων. Εκεί υποστηρίζεται πως το κλίμα (και κυρίως οι άνεμοι), το ανάγλυφο του τόπου, τα νερά, η διατροφή και ο τρόπος διαβίωσης αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες στην εμφάνιση και την ένταση των διάφορων ασθενειών. Τις απόψεις αυτές ενστερνίστηκαν ήδη από την αρχαιότητα διάσημοι ιατροί όπως ο Κέλσος και ο Γαληνός. Με την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης και γραμματείας στη δυτική Ευρώπη, που παρατηρήθηκε από την Αναγέννηση και μετά, ήλθαν ξανά στην επιφάνεια αυτές οι μελέτες, κυρίως από τα τέλη του 16ου αιώνα, χάρη στον διάσημο ιατρό και αλχημιστή Παράκελσο και στη διδασκαλία του.[11]
Η αναβίωση των ιπποκρατικών θεωριών ασφαλώς και συνδέεται με τη γενικότερη ιστορική συγκυρία της εποχής. Από τα τέλη του 15ου αιώνα και για διακόσια περίπου χρόνια η ανθρωπότητα βίωσε αλλαγές μεγάλης εμβέλειας. Η μεγαλύτερη από αυτές, η διεύρυνση των ορίων του γνωστού κόσμου μετά τις ανακαλύψεις και τις εξερευνήσεις (που είχαν χαρακτήρα άλλοτε τυχοδιωκτικό και άλλοτε οργανωμένης κατάκτησης) είχε πολλαπλές συνέπειες. Μία από αυτές ήταν και η ανακάλυψη καινούργιων ασθενειών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ «νέου» και «παλαιού» κόσμου, γεγονός που τροφοδότησε σιγά – σιγά τη συζήτηση για τη σχέση της γεωγραφίας και της ιατρικής, την επίδραση δηλαδή του τόπου στην εκδήλωση των ασθενειών. Από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα άρχισαν να καταρτίζονται μελέτες, στις οποίες η επίδραση των ιπποκρατικών ιδεών για το ζήτημα αυτό είναι φανερή.**[12]
Η δημοσίευση του έργου του Charles Clermont (Carolus Claromontius) με τον ολοφάνερα «ιπποκρατικό» τίτλο De aere, locis et aquis terrae Angliae; deque morbis Anglorum vernacuiis, (Londres 1672), σήμανε ουσιαστικά την έναρξη της εποχής των ιατρικών τοπογραφιών. Τα χρόνια που ακολούθησαν η τάση αυτή απλώθηκε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.**[13]
Προς το τέλος του 18ου αιώνα τα έργα που αναφέρονται σε περιγραφές διάφορων τόπων, θα αποκτήσουν νέα δυναμική. Πλάι στα κλασικά περιηγητικά κείμενα, τα οποία πολλές φορές γράφονται από μνήμης ή ακόμη περιγράφουν και σημεία που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ οι συγγραφείς τους, θα πλαισιωθούν και οι τοπογραφίες. Μέσα σε ένα πνεύμα εγκυκλοπαιδικής περιέργειας αλλά και θέλησης για πληροφόρηση του αναγνωστικού κοινού, τα έργα αυτά θα συνδυάσουν την ιστορία, την περιγραφή των μνημείων και του τοπίου, την καταγραφή των παραγόμενων προϊόντων, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων οι συγγραφείς τους έχουν ζήσει στους τόπους που περιγράφουν, και τους έχουν γνωρίσει καλά. Σε αυτή τη βάση θα έλθει να προστεθεί, συστηματικότερα πια, και η περιγραφή των ασθενειών, για να δημιουργηθεί ένας νέος κλάδος της επιστήμης, η ιατρική τοπογραφία.
Ο νέος αυτός επιστημολογικός κλάδος σύντομα απέκτησε και πρακτικές προεκτάσεις, και μάλιστα στο πλαίσιο ενός νέου τύπου διοίκησης που μεριμνούσε για την ευζωία των πολιτών της. Κάτω από την πίεση των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού, αρχικά, και των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης στη συνέχεια, η ιατρική τοπογραφία χρησιμοποιήθηκε για τον φωτισμό της διοίκησης σε θέματα δημόσιας υγείας και τη συνακόλουθη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των κακώς κειμένων. Κλασικό παράδειγμα αυτού του νέου τύπου αντιλήψεων αποτελεί η μεγάλη έρευνα, την οποία, ήδη από το 1776, ξεκίνησε η Βασιλική Εταιρεία Ιατρικής της Γαλλίας με σκοπό να καταγράψει την επίδραση των στοιχείων του Ιπποκράτη (αέρας, νερό, γη) στην παθολογία των γαλλικών πόλεων και χωριών.**[14]
Στον χώρο του νεοσύστατου ελληνικού Βασιλείου η ιατρική τοπογραφία εισάγεται, σε επίπεδο θεσμικό τουλάχιστον, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Η πρόθεση της διοίκησης για συλλογή πληροφοριών που θα οδηγούσαν στη δημιουργία «εντελούς» ιατρικής τοπογραφίας κάθε νομού, είναι σαφής, ωστόσο η υλοποίηση της δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν οι εμπνευστές της. Κάποια δειλά βήματα για την «καλλιέργεια» της πραγματοποιήθηκαν, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια, έμειναν όμως μάλλον αποσπασματικά και η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη του ξεκινήματος. Σποραδικές προσπάθειες για ιατρικές χωρογραφίες διάφορων τόπων του ελληνικού Βασιλείου είναι σίγουρο πως έγιναν.
Ο νομαρχιακός ιατρός και μετέπειτα καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο I. Βούρος, για παράδειγμα, δημοσίευσε μια νοσολογική κατάσταση των Κυκλάδων το 1834,[15] ενώ και οι κατά τόπους «διοικητικοί ιατροί», όπως ονομάστηκαν σε εφαρμογή της σχετικής διάταξης του Βασιλικού Διατάγματος που προαναφέραμε, προέβησαν σε αντίστοιχες παρατηρήσεις για το σύνολο σχεδόν των δήμων του ελληνικού κράτους. Τα στοιχεία που συνέλεξαν, ήταν κατά πολύ γενικότερα, ασαφέστερα, και κυρίως συντομότερα από εκείνα του Οικονόμου, και πάντως δεν οδήγησαν στη σύνταξη «εντελούς» ιατρικής τοπογραφίας των τόπων στους οποίους αναφέρονταν. Παρ’ όλα αυτά δημοσιεύτηκαν από τα τέλη του 1838 μέχρι και το 1840 ως Παραρτήματα στην εφημερίδα _Ελληνικός Ταχυδρόμος,_ υπό τον τίτλο «Ιατροστατιστικοί πίνακες» των Διοικήσεων του ελληνικού Βασιλείου****[16] και αποτελούν πολύτιμες πηγές για την εποχή. Αν οι εκθέσεις αυτές συνέχισαν να συντάσσονται είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε προς το παρόν. Όταν ολοκληρωθεί η ταξινόμηση του Αρχείου του Υπουργείου Εσωτερικών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ίσως το μάθουμε. Πάντως παρόμοιες δημοσιεύσεις δεν έγιναν κατά τον 19ο αιώνα. Σποραδικά κάποιοι, ευαίσθητοι σε τέτοια θέματα, ιατροί καταπιάνονταν με ζητήματα νοσολογίας διάφορων τόπων, χωρίς, ωστόσο, να δημιουργηθεί ιδιαίτερη «σχολή».**[17]
Το υπόμνημα του Οικονόμου και οι ιατροστατιστικοί πίνακες του 1838 εικονογραφούν τη σύνθετη πραγματικότητα της εποχής. Από τη μία πλευρά ένα κράτος που μόλις φτιάχνεται, και μια δημόσια διοίκηση που κάνει τα πρώτα βήματα της, και από την άλλη αυτοί που θα κληθούν να εφαρμόσουν στην πράξη τις προσταγές του, στην προκειμένη περίπτωση οι ιατροί. Στα 1825, όταν ξεκινάει τις σπουδές του στην ιατρική ο Σοφ. Οικονόμος, η ιατρική τοπογραφία (όρος που καθιερώθηκε από τους Γάλλους και τους Γερμανούς) μετράει σχεδόν 150 χρόνια ύπαρξης και έχει ήδη διαμορφώσει ένα μεθοδολογικό corpus.**[18] Σημειώνουμε χαρακτηριστικά ότι τα χρόνια 1785-1830 εκδόθηκαν περίπου 130 μελέτες ιατρικής τοπογραφίας μόνο στα γαλλικά, για να μη μιλήσουμε για τα έργα που γράφτηκαν στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.
Ο Σοφοκλής είναι σίγουρο πως γνωρίζει την ευρωπαϊκή κατάσταση, όπως τη γνωρίζουν και οι υπόλοιποι ιατροί που συντάσσουν τους ιατροστατιστικούς πίνακες, αφού οι περισσότεροι έχουν σπουδάσει στη Γερμανία, κατά κύριο λόγο, ενώ, επιπλέον, διαθέτουν και ισχυρή κλασική παιδεία. Με αυτό το δεδομένο οι εντολές του Υπουργείου δεν τους προκαλούν δυσφορία, αντιθέτως, εντάσσονται στη λογική που γνώρισαν κατά την περίοδο των σπουδών τους. Μεταφέρουν, λοιπόν, στα καθ’ ημάς τις αντιλήψεις της εποχής τους γύρω από τα ζητήματα της ιατρικής τοπογραφίας (ή ιατρικής γεωγραφίας), εφαρμόζοντας στην πράξη αυτά που έμαθαν στη θεωρητική τους κατάρτιση.
Στο βιογραφικό σημείωμα που επισυνάπτει στη διατριβή του ο Σοφ. Οικονόμος, δεν αναφέρεται, ωστόσο, σε παρακολούθηση μαθημάτων ιατρικής τοπογραφίας. Από τις μελέτες για τα νοσολογικά φαινόμενα σε ελληνικές περιοχές, που συγκροτούν το corpus της ελληνικής ιατρικής τοπογραφίας, είναι σαφές ότι γνωρίζει το παλαιότερο κείμενο του Μάρκου Φίλιππου Ζαλλώνυ για την Τήνο (1809) και ότι τα χρόνια εκείνα είχε εκδοθεί μία νοσολογία της Λευκάδας, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει ακριβή στοιχεία γι’ αυτή.**[19] Το αντίστοιχο έργο του Ιταλού ιατρού Κάρλο Μπόττα για την Κέρκυρα, που κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια πριν, φαίνεται ότι το αγνοούσε, ενώ δεν είχε πληροφόρηση και για σύγχρονα του έργα που αναφέρονται στην Πελοπόννησο, ακόμη και στο ίδιο το Ναύπλιο.**[20]
Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί για τη σύνταξη της χωρογραφίας του, ποικίλλει. Ο ελάχιστος χρόνος που είχε περάσει από την εποχή των σπουδών του, του επιτρέπει να είναι ενημερωμένος ως προς τα πρόσφατα δημοσιεύματα που αφορούν σε καθαρά ιατρικά θέματα. Για την ιστορία του Ναυπλίου μέχρι και την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιεί κυρίως συγγραφείς της αρχαιότητας και περιηγητές. Για την εποχή του Αγώνα, ωστόσο, και την περίοδο που ακολουθεί, παραπέμπει σε εφημερίδες και έργα της εποχής, ενώ γνωρίζει και σχολιάζει το άρτι τυπωθέν βιβλίο του Μάουρερ, τον οποίο, βέβαια, αντιπαθεί σφοδρά.**[21] Σε κάποιες παραπομπές του, τέλος, χρησιμοποιεί τη νεότερη βιβλιογραφία της εποχής, πράγμα που αποδεικνύει ότι παρακολουθεί την εκδοτική παραγωγή.
Ερχόμαστε τώρα στο υπόμνημα. Είναι εμφανές – και από την έκταση του- ότι Σοφ. Οικονόμος έχει στο μυαλό του κάτι διαφορετικό από τη σύνταξη ενός απλού ιατροστατιστικού πίνακα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσέγγιση του Ναυπλίου συνολικότερη. Η αναφορά που ο ίδιος κάνει στο έργο του Ζαλλώνυ για την Τήνο, στο Προοίμιο του κειμένου του, μας φανερώνει το πρότυπο που έχει κατά νου για την προσέγγιση του θέματος. Έτσι, υιοθετεί την οπτική του Ζαλλώνυ και τα αντίστοιχα κεφάλαια της ανάλυσης του, φροντίζει όμως να προσθέσει και άλλα για πιο σύγχρονα θέματα: τη διαφορά ανάμεσα σ’ έναν τόπο υπόδουλο και τουρκοκρατούμενο και σε μια πόλη ενός μοντέρνου και σύγχρονου κράτους.
Οι ενότητες στις οποίες οργανώνει την περιγραφή του, είναι οι ακόλουθες: «Χωρογραφία», «Ιστορία της πόλεως», «Επιγραφαί ελληνικαί», «Περί των ενδόξων ανδρών της Ναυπλίας», «Περί του αέρος», «Πολιτική κυβέρνησις της Ναυπλίας», «Κλίμα», «Περί των φυσικών προϊόντων», «Περί των κατοίκων», «Περί της φυσικής ανατροφής», «Περί γάμων, γεννήσεων και θανάτων», «Περί των επιχωριαζουσών ασθενειών», «Περί των λουτρών», «Περί Νεκροταφείων», «Περί των φαρμακοπωλείων», «Περί του εγκεντρισμού», «Περί των νοσοκομείων», «Περί των φυλακών», «Περί του Ορφανοτροφείου και των σχολείων», «Περί των ιατρών», «Περί των μαιών». Από αυτές τις ενότητες εκείνη που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση είναι η σχετική με την ιστορία της πόλης, που άρχεται από αρχαιοτάτων χρόνων, κάτι που είναι απολύτως φυσικό και σύμφωνο με την ιδεολογία της εποχής, αλλά αφορά και στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του Οικονόμου, ο οποίος φαίνεται ότι προτιμά τη φιλολογία από την ιατρική. Από την άποψη αυτή ο Οικονόμος μοιάζει να επιχειρεί ένα συγκερασμό της κλασικής «περιηγητικής» προσέγγισης ενός τόπου με τις καινούργιες αντιλήψεις της ιατρικής τοπογραφίας.
Άποψη του Ναυπλίου από τη πλευρά της Πρόνοιας – Guillaume Abel Blouet (Γκιγιώμ Μπλουέ), 1833.
Το Ναύπλιο κατά την εποχή που ζει εκεί ο Σοφ. Οικονόμος βιώνει μια αντιφατική περίοδο. Όταν ο ίδιος φτάνει, τον Οκτώβριο του 1834, η πόλη είναι η πρωτεύουσα του νεοσύστατου Βασιλείου και το κέντρο της πολιτικής ζωής και των αποφάσεων που λαμβάνονται. Όταν φεύγει, τρία χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1837, η πρωτεύουσα έχει μεταφερθεί στην Αθήνα, όπου και σπεύδει να μετοικήσει η οικογένεια Οικονόμου – μαζί και ο Σοφοκλής-, ενώ το Ναύπλιο προσπαθεί σιγά-σιγά να συνηθίσει τη νέα πραγματικότητα και να προσαρμοστεί στον ρόλο μιας επαρχιακής πόλης του ελληνικού 19ου αιώνα. Ο Οικονόμος με οξυδέρκεια παρατηρεί την πόλη και τον περιβάλλοντα χώρο, το οικιστικό πλέγμα, τους κατοίκους και τις συνήθειές τους και την επίδραση των νέων πραγμάτων και των ιδεών που ήλθαν μετά την απελευθέρωση με την Αντιβασιλεία. Η ματιά του άλλοτε είναι απλώς καταγραφική και άλλοτε διεισδυτικότερη. Παρατηρητής και αυτόπτης μάρτυρας της πραγματικότητας που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του, δίνει πληροφορίες από «πρώτο χέρι» για τη διαμόρφωση της πόλης, χωρίς να διστάζει να προτείνει και λύσεις, ιδιαίτερα σε θέματα που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία, ένα θέμα που γνωρίζει πολύ καλά.
Το Ναύπλιο του Οικονόμου είναι μια πόλη «εύκτιστος», με διώροφα σπίτια «ου πάνυ ευρύχωρα», ενώ στο προάστιο της Πρόνοιας τα σπίτια είναι «χθαμαλά και πλινθόκτιστα ως επί το πλείστον». Οι δρόμοι είναι μάλλον στενοί, λιθόστρωτοι και φέρουν ονομασία, υπάρχουν δύο πλατείες, τέσσερις εκκλησίες και αρκετά δημόσια κτήρια, για τα οποία φροντίζει να δώσει ιστορικές πληροφορίες.**[22] Όλα δείχνουν ότι η πόλη σιγά – σιγά προσπαθεί να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά εκείνα που ταιριάζουν στην καινούργια πραγματικότητα, εκείνη που διαφοροποιείται ριζικά από το οθωμανικό παρελθόν.
Γύρω από το Ναύπλιο η εξοχή είναι γεμάτη αμπέλια, νεόφυτα δένδρα και αρωματικά φυτά, έτσι ώστε η κοιλάδα χαρακτηρίζεται «αξιόλογος και τερπνή». Σε μικρή απόσταση, στην Τίρυνθα, ο «αοίδιμος Κυβερνήτης» φρόντισε να ιδρυθεί «Αγροκήπιον χάριν της γεωργίας εν εσχάτι αθλιότητι ούσης». Η παραμέληση του Αγροκηπίου μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, αλλά και η πολιτική της Αντιβασιλείας προσφέρει στον Οικονόμο την ευκαιρία να επιτεθεί στους «ιδιωφελείς αλλοεθνείς» και τον «πανηγυριστή των αυτού βέβηλων εν Ελλάδι πράξεων Μαουρέρον».
Το κλίμα της Ναυπλίας είναι «μέτριον και ευχάριστον». Το άλλοτε νοσηρό κλίμα, που επικρατούσε τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και του Αγώνα, βελτιώθηκε χάρη κυρίως στα μέτρα που έλαβε ο «αοίδιμος Κυβερνήτης» για την καθαριότητα της πόλης και τη δενδροφύτευση της ευρύτερης περιοχής. Τη βελτίωση αυτή «τρανότατα μαρτυρούσιν και η των επιδημιών έλλειψις και η των διαλειπόντων πυρετών ελάττωσις».**[23] Επικρατέστεροι άνεμοι είναι κυρίως οι βοριάδες, ενώ οι νοτιάδες είναι κακοί για την υγεία των πολιτών, «αδυνατούντες τας τε του σώματος δυνάμεις και την φαντασίαν εκνευρίζοντες».**[24]
Οι κάτοικοι της πόλης, μείγμα Πελοποννησίων, Στερεοελλαδιτών, Κρητικών κ.ά., ανέρχονται περίπου στις 10.000. Φυσιογνωμικά ο Ναυπλιεύς διαφέρει λίγο από τους κατοίκους της υπόλοιπης Αργολίδας. Είναι μετρίου αναστήματος, «ικανώς μυώδης και έχει τους οφθαλμούς μέλανες. Οι γυναίκες είναι μάλλον όμορφες, αγαπούν δε «την των ενδυμάτων επίδειξιν». Γενικότερα «εις το Ναύπλιον βλέπει τις το γοργόν της κρίσεως και το ενεργόν του νοός, και την περί την ραδιουργίαν ευχέρειαν, ήτις χαρακτηρίζει τον Πελοποννήσιον».**[25] Βασικά είδη διατροφής είναι τα ψάρια, τα χόρτα, οι ελιές, το τυρί και το κρέας, ενώ καταναλώνεται «κατά κόρον» κρασί και μέτρια ρακί. Στην ιδιωτική τους ζωή οι κάτοικοι είναι εγκρατείς και ολιγαρκείς, ενώ, όταν φιλοξενούν φίλους, αγαπούν «την επίδειξιν της τρυφής».**[26] Κύρια ασχολία τους είναι το εμπόριο.
Σε ό,τι αφορά στα ζητήματα της ιατρικής και της δημόσιας υγείας, η ματιά του Σοφ. Οικονόμου είναι πιο αναλυτική. Η παρατήρηση των συνηθισμένων ασθενειών του τόπου συνοδεύεται και από υποθέσεις για τα αίτια που τις προκαλούν, αλλά και από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμησή τους. Αναφερόμενος στην πιο συνηθισμένη ασθένεια, τους διαλείποντες πυρετούς, δηλαδή την ελονοσία, κατά κύριο λόγο θεωρεί πως αυτή οφείλεται στο «ύφυγρον της Ναυπλίας», ενώ «οι από του Austro**[27] πνέοντες άνεμοι και διά της Λέρνης ερχόμενοι συμβάλλουσι προς την των πυρετών γένεσιν».**[28] Στους πυρετούς αυτούς πιο εκτεθειμένοι είναι όσοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες και οι χειρώνακτες. Από τις άλλες ασθένειες ιδιαίτερη εντύπωση του προκαλεί η «ελεφαντίασις των Ελλήνων», η λέπρα, που είναι συχνότατη στο γειτονικό Κρανίδι, τα θύματα της οποίας πολλές φορές αναζητούν θεραπεία στο Ναύπλιο, καθώς επίσης και τα κιρσώδη έλκη της κνήμης, από τα οποία πάσχουν οι χωρικοί των γειτονικών χωριών και των περιχώρων του Ναυπλίου.
Στα θέματα δημόσιας υγείας οι παρατηρήσεις του Οικονόμου είναι πολύτιμες. Όλα όσα σχετίζονται με αυτήν, ιδρύματα, άνθρωποι και πρακτικές, παρουσιάζονται, κρίνονται και σχολιάζονται. Οι αναφορές στα λουτρά (δημόσια και θαλάσσια), τα νεκροταφεία, τα φαρμακοπωλεία, τα νοσοκομεία, τους ιατρούς, τις μαίες, τις πρακτικές εμβολιασμών και τις μεθόδους μαιευτικής που ακολουθούνται, είναι πλούσιες και συνδυάζουν τόσο την αποτύπωση της κατάστασης των πραγμάτων, όπως την βλέπει ο Οικονόμος, όσο και την καταγραφή σπάνιων ιστορικών στοιχείων.
Η εξοικείωση με τη μέθοδο της επαγγελματικής του ζωής είναι εδώ εμφανής: πρώτα η διάγνωση των πραγμάτων και κατόπιν οι προτάσεις για θεραπεία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε ζητήματα ιατρικής δεοντολογίας (ποιοι και κάτω από ποιες προϋποθέσεις ασκούν την ιατρική ή τη φαρμακευτική) και πρακτικής εφαρμογής. Η μαιευτική φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αν κρίνει κανείς από την έκταση που αφιερώνει στα σχετικά με την περιγραφή των τοκετών στο Ναύπλιο. Ο Οικονόμος, στηριζόμενος στις εμπειρίες του από τη Γερμανία, δεν διστάζει να καταθέτει τις προτάσεις του για τη βελτίωση των πραγμάτων, όπου το κρίνει αναγκαίο.
Από τα όσα σχετίζονται ευρύτερα με τη δημόσια υγεία, εκτεταμένη μνεία γίνεται στα νεκροταφεία του Ναυπλίου, και κυρίως στην ανάγκη ύπαρξης σύγχρονων νεκροθαλάμων (όπως εκείνοι που είχε εισαγάγει στη Γερμανία ο δάσκαλος του Ουφελάνδος), αλλά και στις φυλακές, οι οποίες από πλευράς υγιεινής βρίσκονται σε άθλια κατάσταση.**[29]
Το χειρόγραφο του Οικονόμου είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο που βλέπει και κρίνει ο ίδιος τα πράγματα. Εδώ έχουμε, άλλωστε, να κάνουμε με έναν εκπρόσωπο εκείνης της γενιάς των Ελλήνων (των ετεροχθόνων, όπως ονομάστηκαν λίγα χρόνια αργότερα), οι οποίοι ερχόμενοι από το εξωτερικό προσπαθούν να προσαρμόσουν τις όποιες εμπειρίες και σπουδές τους στην πραγματικότητα ενός κράτους που κάνει τα πρώτα του βήματα. Στην περίπτωση του Οικονόμου τα εφόδια και οι εμπειρίες που κουβαλάει είναι πολλές και μερικές φορές καθοριστικές. Η ηγετική προσωπικότητα του πατέρα του και η σύνδεση που έχει εκείνος με τη Ρωσία και το ρώσικο ανακτοβούλιο φαίνεται πως επηρεάζουν ουσιαστικά και τον ίδιο.**[30] Οσάκις – και δεν είναι λίγες οι φορές – αποτολμά σχόλια γενικότερης πολιτικής φύσης στη χωρογραφία του, η κατεύθυνση είναι σαφώς ευνοϊκή προς τις απόψεις του Ρωσικού Κόμματος, του επονομαζόμενου των Ναπαίων.
Υπό αυτό το πρίσμα παρουσιάζεται και η περίοδος του Καποδίστρια, ο οποίος θεωρείται ο «πατήρ της ελληνικής πολιτείας».**[31] Στα μάτια του Σοφ. Οικονόμου το θαυμαστό έργο του αοίδιμου Κυβερνήτη ήλθε να το ανατρέψει η Αντιβασιλεία, και κυρίως ο «μιαρός» και «λωποδύτης» Μάουρερ. Η αποστροφή αυτή προς τους Βαυαρούς και την Αντιβασιλεία ασφαλώς και δεν συνάδει με τη γερμανική παιδεία, της οποίας υπήρξε μέτοχος ύστερα από μακρόχρονη παραμονή σε γερμανόφωνο χώρο (Βιέννη) και στην ίδια τη Γερμανία. Υπάρχουν, ωστόσο, την εποχή εκείνη, εκκρεμότητες και αντιπαραθέσεις τέτοιες, ώστε ο όποιος φιλογερμανισμός περνά σε δεύτερη μοίρα. Η υπόθεση, για παράδειγμα, της ανακήρυξης του αυτοκέφαλου της Ελληνικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1834) δεν μπορούσε παρά να τον επηρεάσει άμεσα. Ο Μάουρερ και οι Βαυαροί είχαν πρωταγωνιστήσει στην κίνηση αυτή, ενώ ο πατέρας του Κωνσταντίνος ήταν ο ηγέτης όσων αντιδρούσαν.
Οι Βαυαροί δεν ήταν ο μόνος του «αντίπαλος». Πολλές φορές σημειώνει την ολέθρια επίδραση που έχουν στα ήθη και στις γενικότερες ασχολίες των κατοίκων οι συχνές επαφές με τους ξένους, το άνοιγμα στα νέα πράγματα, το οποίο φέρνει η ανεξαρτησία και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του Βασιλείου. Αλλά η προς τους ξένους χάριν εμπορίου επιμειξία ως εκ της θέσεως της Ναυπλίας συνεπάγεται και ξένα μιάσματα φθοροποιά του ήθους, σχολιάζει, για να συμπληρώσει ότι ο εισαγόμενος ξένος πιθηκισμός περί τα των ευρωπαίων ήρξατο. Το αρρενωπόν εκείνο και σεμνόν και εμβριθές είδος του έλληνος χαλαρόν ποιείν και προς το της διαφθοράς κάταντες απωθείν και δούλον παρασκευάζειν, σημειώνει.
Η αντίθεση με τα ξενόφερτα πράγματα και η αίσθηση ότι οι ξενικές παρεμβάσεις έχουν ολέθρια αποτελέσματα στα ελληνικά πράγματα είναι διάχυτα στο κείμενο του. Οι αντιλήψεις του στα θέματα αυτά φαίνεται ότι συμπίπτουν με εκείνες του πατέρα του, ο οποίος έχει επίσης τις ίδιες απόψεις κατά την εποχή εκείνη.**[32]
Αλλού πάλι ομολογεί πως αυτολογοκρίνεται και αποσιωπά πράγματα της πρόσφατης ιστορίας της πόλης. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1827 το Ναύπλιο «απέβη θέατρον δραμάτων τραγικών. Η Φρουρά του Παλαμηδίου πολεμεί προς την της Ακροναυπλίας και πεισματώδης εμφύλιος πόλεμος δι’ όλου του Ιουνίου 1827 επικρατεί. Οικίαι κατακρημνίζονται, ο περίφημος προ της πόλεως ελαιών κατακαίεται, φυλακισμοί, μαστιγώσεις βίαιοι, δεσμοί και πολλά άλλα κακά καταπράττονται, επί των οποίων ρίπτοντες το κάλυμμα της λήθης αποσιωπώμεν την τραγικήν τούτων εξιστόρησιν».**[33] Τα γεγονότα αυτά, στα οποία υπήρχε και πάλι «ξένος δάκτυλος», σύμφωνα με τον Οικονόμου, ήταν πολύ πρόσφατα και έτσι επιλέγει την πολιτική κριτική έναντι της ιστορικής καταγραφής.
Ο Οικονόμος δεν είναι ένας συνηθισμένος επισκέπτης του Ναυπλίου. Η ματιά του ιατρού τον οδηγεί σε διάφορες παραμέτρους της πραγματικότητας, τις οποίες οι συνηθισμένοι περιηγητές του ελληνικού τοπίου προσπερνούν μάλλον γρήγορα και βιαστικά. Η «Χωρογραφία» του δεν αποτελεί μόνο μια απλή καταγραφή των πραγμάτων, αλλά μοιάζει περισσότερο με ένα φωτογραφικό λεύκωμα – ας μου επιτραπεί να την ονομάσω έτσι – του Ναυπλίου στα πρώτα βήματα του, στην παιδική του ηλικία. Αλλού αναγνωρίζουμε το στυλιζαρισμένο ύφος που οφείλουν να έχουν κάποιες «φωτογραφίες» αυτού του είδους, ενώ αλλού η πρωτοτυπία είναι εμφανέστατη. Το γεγονός πάντως ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες «φωτογραφίες» άλλων ελληνικών πόλεων την ίδια εποχή αλλά ούτε και του Ναυπλίου σε μεταγενέστερη εποχή, ίσως κάνει ακόμη πιο πολύτιμο αυτό το χειρόγραφο του Σοφ. Οικονόμου.
Γιάννης Μπαφούνης
Ιστορικός
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.
Υποσημειώσεις
[1] Ακαδημία Αθηνών, Κ.Ε.Μ.Ν.Ε., Αρχείο Οικονόμου, φάκ. XXVIII, 12. Το χειρόγραφο εντόπισε ο Κώστας Λάππας και έφτασε στα χέρια μου μέσω του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη, που είχε πάρει παλαιότερα την άδεια έκδοσής του μαζί με τον Αριστοτέλη Κ. Σταυρόπουλο (1927-1994). Χωρίς τη βοήθειά τους η εργασία αυτή φυσικά και δεν θα είχε γίνει. Δικαιωματικά, λοιπόν, τους ανήκει η αφιέρωση του παρόντος άρθρου μαζί με τις ευχαριστίες μου.
[2] Ανάμεσα στις πηγές που χρησιμοποιεί ο Σ. Οικονόμος για τη συγγραφή της «Ιατρικής Χωρογραφίας» του, είναι και ο Β’ τόμος του έργου του Ανδρέα Ζ. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, Ήτοι συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832. Οι πρώτοι 7 τόμοι (από τους 11 συνολικά) του έργου αυτού εκδόθηκαν στον Πειραιά το 1839, γεγονός που προσδιορίζει χρονικά ότι τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη χρονιά ο Οικονόμος δούλευε το χειρόγραφό του.
[3] Λόγοι εκφωνηθέντες εν τη κηδεία Σοφοκλέους Κ. Οικονόμου του εξ Οικονόμων, υπό Μ. Γεδεών εν τω ναώ και Τιμολέοντος I. Φιλήμονος εν τω νεκροταφείω, Αθήνησι, Εκ του Τυπογραφείου «Παρνασσού», 1877, σ. 6.
[4] Στην εισαγωγή που προτάσσει ο Κώστας Λάππας στον πρώτο τόμο της αλληλογραφίας του Κωνσταντίνου Οικονόμου, αλλά και στα σχόλια που συνοδεύουν τις επιστολές, μπορεί να βρει κανείς πλήθος στοιχείων για την προσωπική πορεία του ίδιου και της οικογένειάς του. Βλ. Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Αλληλογραφία, επιμέλεια Κ. Λάππας και Ρ. Σταμούλη, τ. Α’, 1802-1817, Αθήνα 1989 και τ. Β’, 1818-1822, Αθήνα 2002. Πλούσια στοιχεία περιέχει και η μελέτη του ίδιου «Η οικογένεια Κων. Οικονόμου μέσα από την αλληλογραφία της (1821 -1832)», στο Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα 1995, σ. 393-419. Για τον Σοφοκλή Οικονόμο βλ. και Κωνσταντίνος I. Μανίκας, «Σοφοκλής Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Βιογραφικό διάγραμμα και συγγραφικό έργο», στην Επιστημονική Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. Μ’, Αθήνα 2005, σ. 369-402.
[5] Βλ. τις χειρόγραφες σημειώσεις του Κ. Παπαδόπουλου Ολυμπίου στο τέλος της «Χωρογραφίας» του Σοφ. Οικονόμου, τις οποίες αναγνώρισε ο Κώστας Λάππας και μου τις γνωστοποίησε. Από τις σημειώσεις αυτές προκύπτει ότι ο Οικονόμος είχε απευθυνθεί σε διάφορους ζητώντας πληροφορίες για το Ναύπλιο, ανάμεσα στους οποίους αναφέρονται οι Λάμπρος Σουλιώτης, Ν. Λουριώτης, ένας κουμπάρος του Οικονόμου ονόματι Ντανδρές κ.ά.
[6] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», Προοίμιον. Να σημειώσουμε εδώ ότι και ο πατέρας του, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, είχε ασχοληθεί με την περιγραφή πόλεων δημοσιεύοντας στον Λόγιο Ερμή την «Αυτοσχέδιο διατριβή περί Σμύρνης» στα 1817 (15.10 και 1.11.1817), σ. 520-530 και 549-567 αντίστοιχα, όπου πραγματεύεται κυρίως την ιστορία της πόλης, αλλά κάνει και αναφορές στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η δημοσίευση στον Λόγιο Ερμή κυκλοφόρησε και σε ανασελιδοποιημένο ανάτυπο αυτοτελώς (σ. 30 + 2.λ.) με τον τίτλο Πολιτειογραφία. Το κείμενο επανεκδόθηκε ως βιβλίο στα 1831 στη Μάλτα.
[7] Για την ιατρική πραγματικότητα της εποχής του Όθωνα βλ. Θαν. Μπαρλαγιάννης, «Η ταυτότητα του επίσημου ιατρικού σώματος στην Ελλάδα του Όθωνα: ανάμεσα στο ευρωπαϊκό επιστημονικό παράδειγμα και τις ντόπιες πολιτισμικές και πολιτικές πραγματικότητες», στα Πρακτικά Συνεδρίου «Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα)», τ_._ Ε’, Αθήνα 2011, σ. 251-264.
[8] Φ.Ε.Κ. 7, 8/20.2.1834.
[9] Στο ίδιο, άρθρο 3, § θ’.
[10] Βλ. ένα πρόχειρο ορισμό της ιατρικής τοπογραφίας στο http://medconditions.net/ medical-topography.htm 1.
[11] Για την πορεία και τις τύχες των θεωριών του Ιπποκράτη στην αρχαιότητα αλλά και τον 17ο-18ο αιώνα βλ. Wesley D. Smith, The Hippocratic tradition, electronic edition, revised, 2002 (http://www.biusante.parisdescartes.fr/medicina/Hippo2.pdf. [πρώτη έκδοση: Cornell University Press, 1979]). To πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην αναβίωση των ιπποκρατικών θεωριών τον 17ο και 18ο αιώνα.
[12] Για μια σύντομη παρουσίαση βλ. Mirco D. Grmek, «Geographie medicale et histoire des civilisations», Annales. Economies , Societes , Civilisations , 18e annee, N. 6 (1963), σ. 1071-1097.
[13] Μια βασική βιβλιογραφία (ανεπαρκή, ωστόσο, για τα ελληνικά πράγματα) των ανά τόπο μελετών της ιατρικής τοπογραφίας μπορεί κανείς να βρει στο έργο του Α. Pauly, Bibliographie des sciences medicates : bibliographic biographic , histoire , epidemics , to pographies , endemics , Παρίσι 1872.
[14] Για μια παρουσίαση επιμέρους θεμάτων της έρευνας αυτής που κράτησε από το 1776 μέχρι το 1793, βλ. το συλλογικό έργο των J. P. Desaive, P. Goubert, Ε. Leroy Ladurie, J. Meyer, Ο. Muller, J. P. Peter, Medecins , climats et epidemies a la fin du I 8 eme siecle , Παρίσι 1972.
[15] Βλ. I. Βούρος, «Νοσολογική κατάστασις των Κυκλάδων κατά το 1834 έτος», Ασκληπιός, τ. Α’, φυλ. ΙΑ’ (1.6.1837), σ. 369-388.
[16] Βλ. Γ. Η. Πεντόγαλος και Γ. Α. Σταθόπουλος, «Οι ιατροστατιστικοί πίνακες των Διοικήσεων του Ελληνικού Βασιλείου (1838-1839)», στην Επιστημονική Επετηρίδα τον Τμήματος Ιατρικής του Α.Π.Θ., τ. 17, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 271-280.
[17] Ενδεικτικά σημειώνουμε: Θ. Αφεντούλης, «Ιατρική νοσογραφία της Ανδρου», Ασκληπιός, Αθήνα 1858· Π. Παλλάδιος, «Τοπογραφική νοσολογία τινών δήμων Κυνουρίας», Ασκληπιός, Αθήνα 1858· Αν. Γούδας, Έρευναι περί Ιατρικής Χωρογραφίας και κλίματος Αθηνών, Αθήνα 1858·Γ. Βάφας, Αι Αθήναι υπό ιατρικήν έποψιν. Μέρος πρώτον, Η Πόλις, Αθήνα 1878· Χ. Κορύλλος, Αι Πάτραι υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, Αθήνα 1888· Ανδρ. Κ Φραγκίδη, Η νήσος Σύρος υπό τοπογραφικήν, κλιματολογικήν και ιατρικήν έποψιν, Ερμούπολη 1894· Στεφ. Κ. Καλλία_,_ Η Χαλκίς υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, Αθήνα 1896.
[18] Ο L. L. Finke στον πρόλογο του 3ου τόμου του έργου του Versuch einer allgemei nen medicinisch – practichen Geographie , (3 τόμοι), Λιψία 1792-1795, παρουσιάζει ένα μεθοδολογικό κείμενο για το πώς πρέπει να συντάσσονται οι ιατρικές τοπογραφίες. Ο I. Βούρος, με σπουδές στη Γερμανία, γνωρίζει και παραπέμπει στο κείμενο αυτό. Βλ. «Νοσολογική κατάστασις των Κυκλάδων», ό.π., σ. 372. Αντίστοιχο υπόδειγμα σύνταξης ιατρικών τοπογραφιών δημοσιεύεται και στο έργο του J. Hennen, Sketches on the medical topography of the Mediterranean comprising an account of Gibraltar , the Ionian Islands and Malta to which is prefixed a plan for memoirs on medical topography , V.I-II, Λονδίνο 1830, σ.13-42.
[19] Μ. Zallony, Voyage a Tine, I’une des iles de Varchipel de la Grece, suivi d’un Traite de Vasthme, Παρίσι 1809. Στην πρώτη εκδοχή της τοπογραφίας του ο Οικονόμος σημειώνει χαρακτηριστικά: «έχουμε περιγραφάς της νήσου Τήνου υπό του ιατρού Μαρκάκη Ζαλλόνη ( Voyage a Tine ), της Λευκάδος υπό του Γάλλου». Ο Γάλλος αυτός είναι ο Alphonse Ferrara και πρόκειται για το βιβλίο του Coup d’ceil sur les maladies les plus importantes qui regnent dans une des iles les plus celebres de la Grece, ou Topographie medicale de I’He de Leucade, ou Sainte Maure, Παρίσι 1827 (68 σελίδες).
[20] Βλ. Carlo Botta, Storia naturale et medica dell ‘ isola di Corfu , που πρωτοκυκλοφορεί στο Μιλάνο στα 1798 και επανεκδίδεται στην ίδια πόλη στα 1823. Οι ιατροί που συνόδευαν το εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Μαιζών στην Πελοπόννησο (την περίφημη «Expedition scientifique de la Moree») δημοσίευσαν δύο τουλάχιστον έργα ιατρικής τοπογραφίας. Πρόκειται για τη διατριβή του Ε. Joudan, Considerations sur la topographie medicate de Patras, Στρασβούργο 1834, και τη μελέτη του Prosper Gassaud «Memoires et observations sur les fievres intermittentes pernicieuses qui ont regne a Nauplie pendant Pautomne de 1832, precedes d’ un apercu topographique de cette ville», η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Recited de memoires de medecine militaire (τ. 40, Παρίσι 1836, σ. 1-60). Βλ., επίσης, P. Ε. Gittard, Considerations generates sur la constitution physique du Peloponese, et son influence sur le caractere et les maladies de ses habitants, Παρίσι 1834. Ο Οικονόμος δεν φαίνεται να γνωρίζει το έργο του J. Hennen, ό.π.
[21] Αναφερόμαστε στο κλασικό έργο Das griechische Volk in offentlicher , kirchlicher undprivatrechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfe his zum 31. Juli 1834, Χαϊδελβέργη 1835, στο οποίο ο Μάουρερ, εκτός των άλλων, αναφέρεται και στην εμπειρία από τη συμμετοχή του στην Αντιβασυλεία (1833-1834). Συχνά κάνει αναφορές στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος (1825-1832) και στον Σωτήρα. Από τις άλλες εκδόσεις σημειώνουμε το έργο του Χρ. Βυζαντίου, Ιστορία του τακτικού στρατού της Ελλάδος, από της πρώτης συστάσεώς του κατά το 1821 μέχρι του 1832, Αθήνα 1837, σε εκείνο του Παλαιών Πατρών Γερμανού, Υπομνήματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, Αθήνα 1837, καθώς επίσης και σε εκείνο του Ανδρέα Ζ. Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ό.π.
[22] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 2 κ. εξ. Η αναφορά στην ονοματοδοσία των οδών είναι χαρακτηριστική της πορείας που ακολουθεί μια πρώην οθωμανική πόλη που αποκτά πλέον καινούργια αντίληψη για την ταυτότητά της.
[23] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 36.
[24] Στο ίδιο, σ. 35.
25 Στο ίδιο, σ. 46.
[26] Στο ίδιο, σ. 48.
[27] Austro: νοτιοδυτικός άνεμος.
[28] Στο ίδιο, σελίδα χωρίς αρίθμηση, μεταξύ των σ. 52-53 του κειμένου.
[29] Στο ίδιο, σ. 56. Αναφερόμενος στους βαρυποινίτες που φυλακίζονται στο Παλαμήδι, ο Οικονόμος προτείνει τη μεταφορά τους στη Γυάρο, όπως «το πάλαι», όπου ασχολούμενοι με την εργασία θα ωφελούνται οι ίδιοι, αλλά και η πολιτεία θα μένει «ήσυχος και ασφαλής»· στο ίδιο, σ. 62.
[30] Για την πορεία του Κωνσταντίνου Οικονόμου και για την επίδραση που ασκεί στα παιδιά του, πολύτιμες πληροφορίες προσφέρει η αλληλογραφία του κατά την περίοδο 1802-1822. Βλ παραπάνω, υποσ. 4.
[31] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 29.
[32] Βλ. Κ. Λάππας, «Η οικογένεια Κων. Οικονόμου», ό.π., σ. 414 – 415.
[33] «Σύνοψις ιατρικής χωρογραφίας της Ναυπλίας», σ. 28.
Σχετικά θέματα :