Παγγαία - Βικιλεξικό (original) (raw)

πτώσεις ενικός
ονομαστική η Παγγαία
γενική της Παγγαίας
αιτιατική την Παγγαία
κλητική Παγγαία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

O διαχωρισμός της Παγγαίας στις σημερινές ηπείρους.

Παγγαία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Pangaea < γερμανική Pangäa, όρος του γερμανού γεωλόγου Alfred Wegener, μετάφρασή του για τον γερμανικό όρο Urkontinent (ur- πρωτο- + Kontinent ήπειρος) < αρχαία ελληνική πᾶν (παν-) + Γαῖα. Δείτε και το αρχαίο Παγγαῖος, Παγγαῖον.

ΔΦΑ : /paŋˈʝe.a/

τυπογραφικός συλλαβισμός : Παγ‐γαί‐α

Παγγαία θηλυκό