άκρη - Βικιλεξικό (original) (raw)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άκρη | οι | άκρες |
γενική | της | άκρης | των | ακρών |
αιτιατική | την | άκρη | τις | άκρες |
κλητική | άκρη | άκρες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άκρη < αρχαία ελληνικήἄκρα
άκρη θηλυκό
- το αρχικό ή το τελευταίο σημείο ή όριο
οι δύο άκρες του σκοινιού - γωνιακό ή απόμερο σημείο
κάθισε σε μια άκρη μόνος του
- απ' άκρη σ' άκρη: παντού
έψαξα όλο το κείμενο, απ' άκρη σ' άκρη, και δε βρήκα πουθενά τη λέξη που λες ότι ήταν γραμμένη - αφήνω στην άκρη: σταματάω να χρησιμοποιώ
- μόνο αν αφήσετε στην άκρη τις προκαταλήψεις θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην κουβέντα
- βάζω στην άκρη:
- αφήνω στην άκρη
- (για χρήματα) αποταμιεύω
- βάρδα στην άκρη
- βγάζω άκρη: ξεκαθαρίζω, ξεμπερδεύω μία κατάσταση, καταλαβαίνω τι έχει γίνει (μσν βγαίνω εἰς τήν ἄκραν)
δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη έτσι όπως τα λες - βρίσκω την άκρη: βγάζω άκρη
- έχω άκρες: έχω γνωριμίες που μπορούν να με εξυπηρετήσουν
- κάνω στην άκρη: παραμερίζω ώστε να περάσει κάποιος άλλος ή να πάρει τη θέση μου κάποιος άλλος
- μέσες άκρες: πάνω κάτω, περίπου
- όπου με βγάλει η άκρη: (αναφερόμενος σε ξεκίνημα μιας ενέργειας) αδιαφορώ για το αποτέλεσμα, ό,τι τύχει, ό,τι βγει
- τραβώ στην άκρη: κάνω στην άκρη
- Άκρες (τοπωνύμιο)
- ακρινός
- ακρίτσα
- ακρούλα
- το ταυτόσημο "άκρια" είναι δύσχρηστο στις εκφράσεις (που περιέχουν το "άκρη") και χρησιμοποιείται σπάνια