άκρη - Βικιλεξικό (original) (raw)

πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άκρη οι άκρες
γενική της άκρης των ακρών
αιτιατική την άκρη τις άκρες
κλητική άκρη άκρες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

άκρη < αρχαία ελληνικήἄκρα

ΔΦΑ : /ˈa.kɾi/

άκρη θηλυκό

  1. το αρχικό ή το τελευταίο σημείο ή όριο
    οι δύο άκρες του σκοινιού
  2. γωνιακό ή απόμερο σημείο
    κάθισε σε μια άκρη μόνος του