έντιμος - Βικιλεξικό (original) (raw)
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έντιμος | η | έντιμη | το | έντιμο |
γενική | του | έντιμου | της | έντιμης | του | έντιμου |
αιτιατική | τον | έντιμο | την | έντιμη | το | έντιμο |
κλητική | έντιμε | έντιμη | έντιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έντιμοι | οι | έντιμες | τα | έντιμα |
γενική | των | έντιμων | των | έντιμων | των | έντιμων |
αιτιατική | τους | έντιμους | τις | έντιμες | τα | έντιμα |
κλητική | έντιμοι | έντιμες | έντιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
έντιμος < αρχαία ελληνική ἔντιμος < ἐν + τιμή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) honnête/honorable)
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈen.di.mos/ αρσενικό
Επίθετο
έντιμος, -η, -ο
- (για άτομο) που διαθέτει και χαρακτηρίζεται από ευσυνειδησία, ειλικρίνεια, τιμιότητα, ηθικότητα
- (για πράξη) που γίνεται με τις παραπάνω αρχές
Συγγενικά
Μεταφράσεις
έντιμος
- αγγλικά : honorable (en)
- γαλλικά : honorable (fr), honnête (fr), loyal (fr), probe (fr)
- γερμανικά : ehrbar (de)
- ιταλικά : onesto (it) onorato (it) probo (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έντιμος&oldid=5471427"