αναχαιτίζω - Βικιλεξικό (original) (raw)

αναχαιτίζω < αρχαία ελληνική ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη

αναχαιτίζω παθητική φωνή: αναχαιτίζομαι)

  1. αποκρούω μια επίθεση και αναγκάζω τον επιτιθέμενο να οπισθοχωρήσει
  2. (μεταφορικά) σταματάω μια ανοδική πορεία

Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αναχαιτίζω αναχαίτιζα θα αναχαιτίζω να αναχαιτίζω αναχαιτίζοντας
β' ενικ. αναχαιτίζεις αναχαίτιζες θα αναχαιτίζεις να αναχαιτίζεις αναχαίτιζε
γ' ενικ. αναχαιτίζει αναχαίτιζε θα αναχαιτίζει να αναχαιτίζει
α' πληθ. αναχαιτίζουμε αναχαιτίζαμε θα αναχαιτίζουμε να αναχαιτίζουμε
β' πληθ. αναχαιτίζετε αναχαιτίζατε θα αναχαιτίζετε να αναχαιτίζετε αναχαιτίζετε
γ' πληθ. αναχαιτίζουν(ε) αναχαίτιζαναναχαιτίζαν(ε) θα αναχαιτίζουν(ε) να αναχαιτίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. αναχαίτισα θα αναχαιτίσω να αναχαιτίσω αναχαιτίσει
β' ενικ. αναχαίτισες θα αναχαιτίσεις να αναχαιτίσεις αναχαίτισε
γ' ενικ. αναχαίτισε θα αναχαιτίσει να αναχαιτίσει
α' πληθ. αναχαιτίσαμε θα αναχαιτίσουμε να αναχαιτίσουμε
β' πληθ. αναχαιτίσατε θα αναχαιτίσετε να αναχαιτίσετε αναχαιτίστε
γ' πληθ. αναχαίτισαναναχαιτίσαν(ε) θα αναχαιτίσουν(ε) να αναχαιτίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω αναχαιτίσει είχα αναχαιτίσει θα έχω αναχαιτίσει να έχω αναχαιτίσει
β' ενικ. έχεις αναχαιτίσει είχες αναχαιτίσει θα έχεις αναχαιτίσει να έχεις αναχαιτίσει
γ' ενικ. έχει αναχαιτίσει είχε αναχαιτίσει θα έχει αναχαιτίσει να έχει αναχαιτίσει
α' πληθ. έχουμε αναχαιτίσει είχαμε αναχαιτίσει θα έχουμε αναχαιτίσει να έχουμε αναχαιτίσει
β' πληθ. έχετε αναχαιτίσει είχατε αναχαιτίσει θα έχετε αναχαιτίσει να έχετε αναχαιτίσει
γ' πληθ. έχουν αναχαιτίσει είχαν αναχαιτίσει θα έχουν αναχαιτίσει να έχουν αναχαιτίσει