μισοφέγγαρο - Βικιλεξικό (original) (raw)

Πίνακας περιεχομένων

πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική το μισοφέγγαρο τα μισοφέγγαρα
γενική του μισοφέγγαρου των μισοφέγγαρων
αιτιατική το μισοφέγγαρο τα μισοφέγγαρα
κλητική μισοφέγγαρο μισοφέγγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μισοφέγγαρο < μισο- (<μισός) + φεγγάρι

μισοφέγγαρο ουδέτερο