ολισθαίνω - Βικιλεξικό (original) (raw)

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ολισθαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω, ὀλισθάνω[1]

Ρήμα

[επεξεργασία]

ολισθαίνω

  1. γλιστράω, κινούμαι χωρίς τριβή, σταθερά και βαθμιαία μετακινούμαι προς μια κατεύθυνση
  2. βαθμιαία αλλάζω προς το χειρότερο, σταδιακά αλλάζει η κατάστασή μου προς μια αρνητική κατάληξη
    η χώρα ολισθαίνει προς τη δικτατορία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

ολισθαίνω

Αναφορές

[επεξεργασία]

  1. ολισθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας