ολισθαίνω - Βικιλεξικό (original) (raw)
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ολισθαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω, ὀλισθάνω[1]
Ρήμα
ολισθαίνω
- γλιστράω, κινούμαι χωρίς τριβή, σταθερά και βαθμιαία μετακινούμαι προς μια κατεύθυνση
- βαθμιαία αλλάζω προς το χειρότερο, σταδιακά αλλάζει η κατάστασή μου προς μια αρνητική κατάληξη
η χώρα ολισθαίνει προς τη δικτατορία
Μεταφράσεις
ολισθαίνω
- αγγλικά : slide (en)
- γαλλικά : glisser (fr)
- γερμανικά : gleiten (de)
- ισπανικά : resbalar (es), deslizar (es)
- ρωσικά : скользить (ru)
- τσεχικά : klouzat (cs)
Αναφορές
- ↑ ολισθαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας