σαράβαλο - Βικιλεξικό (original) (raw)

Πίνακας περιεχομένων

πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική το σαράβαλο τα σαράβαλα
γενική του σαράβαλου των σαράβαλων
αιτιατική το σαράβαλο τα σαράβαλα
κλητική σαράβαλο σαράβαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σαράβαλο < λείπει η ετυμολογία

σαράβαλο ουδέτερο

παλιό αυτοκίνητο