σωστά - Βικιλεξικό (original) (raw)
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
σωστά < σωστός
σωστά
- με σωστό τρόπο
το έφτιαξε σωστά
≈ συνώνυμα: κανονικά, εντάξει - εκφράζει κάποια απορία αυτού που μιλάει, περιμένοντας θετική απάντηση από τον συνομιλητή του
Ο Γιώργος θα φτάσει αύριο το μεσημέρι, σωστά; - Ναι!
σωστά
- αγγλικά : correctly (en), properly (en)
- γαλλικά : correctement (fr)
- εσπεράντο : korekte (eo)
- ρουμανικά : corect (ro)
σωστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σωστό