τυρόπηγμα - Βικιλεξικό (original) (raw)

πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική το τυρόπηγμα τα τυροπήγματα
γενική του τυροπήγματος των τυροπηγμάτων
αιτιατική το τυρόπηγμα τα τυροπήγματα
κλητική τυρόπηγμα τυροπήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τυρόπηγμα < τυρί + -ο- + πήγμα

τυρόπηγμα ουδέτερο