φρόνημα - Βικιλεξικό (original) (raw)

πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φρόνημα τα φρονήματα
γενική του φρονήματος των φρονημάτων
αιτιατική το φρόνημα τα φρονήματα
κλητική φρόνημα φρονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

φρόνημα < αρχαία ελληνική φρόνημα < φρονέω / φρονῶ

φρόνημα ουδέτερο

  1. πεποιθήσεις, πολιτική ιδεολογία συνήθως (μεταπολεμικά), αλλά και κάθε άποψη, τοποθέτηση, βιοθεωρία, κοσμοθεωρία
    • Δεν προσλάμβαναν τον πατέρα του πουθενά, λόγω των αριστερών φρονημάτων του
    • ...η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος... (Αλεξ. Παπαδιαμάντης, εφημ. Ακρόπολις, 1896)
  2. η αυτοπεποίθηση, το ηθικό (λαού, στρατού κ.λπ.)
    • Όλοι οι αθλητές είχαν υψηλό φρόνημα

φρόνημα < φρονέω < φρήν

φρόνημα ουδέτερο

  1. πνεύμα, διάθεση, διανόημα, σκέψη, σκοπός, θέληση, επιθυμία
  2. υψηλό φρόνημα, αυτοπεποίθηση, ακμαίο ηθικό, θάρρος
  3. αλαζονεία
  4. στον πληθυντικό: φρονήματα: μεγάλα σχέδια, υψηλές σκέψεις