χωριό - Βικιλεξικό (original) (raw)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωριό | τα | χωριά |
γενική | του | χωριού | των | χωριών |
αιτιατική | το | χωριό | τα | χωριά |
κλητική | χωριό | χωριά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ένα ορεινό χωριό
ένα παραθαλάσσιο χωριό
χωριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χωριόν < αρχαία ελληνική χωρίον
τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ριό
χωριό ουδέτερο
- (γεωγραφία) οικισμός που αποτελείται από λίγα σπίτια και κατοίκους λιγότερους από αυτούς της πόλης και της κωμόπολης
↪ το νησί μας έχει μικρά χωριά και καμία πόλη
→ δείτε Κατηγορία:Χωριά της Ελλάδας στο Βικιλεξικό - (συνεκδοχικά) το σύνολο των κατοίκων του οικισμού, οι χωρικοί
↪ σε όλο το χωριό είχε πέσει βουβαμάρα - (στον καθημερινό λόγο) η ιδιαίτερη πατρίδα, ο τόπος καταγωγής
↪ δεν καταλαβαίνω από αυτά, είμαι από χωριό εγώ
αιολικό χωριό: ένα σύνολο από εγκαταστάσεις κτιρίων που η ενεργειακή τους κάλυψη βασίζεται στην αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας
γίναμε από δύο χωριά (χωριάτες): τσακωθήκαμε τόσο που διακόψαμε τις επαφές μας, ήρθαμε σε πλήρη διάσταση
κακό χωριό τα λίγα σπίτια: στις μικρές κοινωνίες αναπτύσσονται πιο εύκολα και πιο έντονα η αντιπάθεια και η αντιζηλία
(δεν) κάνω χωριό με κάποιον: (δεν) μπορώ να συμβιώσω ή να συνεννοηθώ με κάποιον
ο καλύτερος του χωριού: το πρόσωπο που βρίσκεται στην πιο πλεονεκτική θέση σε σχέση με άλλους
χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει: δε χρειάζεται να επεξηγεί κανείς τα γνωστά κι αυτονόητα πράγματα
όπως ενδεικτικά