Δυο κείμενα για τους Βαλαάδες (συνεργασία Γιάννη Μαλλιαρού) (original) (raw)

Τις προάλλες, που συζητούσαμε για το μακεδονικό, ήρθε η συζήτηση και στους Βαλαάδες, τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους που κατοικούσαν περίπου ως το 1924 στους σημερινούς νομούς Κοζάνης και Γρεβενών και οι οποίοι, ακριβώς επειδή ήταν μουσουλμάνοι, υπαχθήκανε στην ανταλλαγή πληθυσμών που έγινε με αποκλειστικό κριτήριο το θρήσκευμα, κι έτσι μεταφέρθηκαν στη Μικρασία.

Στα σχόλια εκείνου του προχτεσινού άρθρου έγιναν αξιόλογες τοποθετήσεις για τους Βαλαάδες (π.χ. εδώ και εδώ), ενώ ο φίλος Γιάννης Μαλλιαρός έγραψε στο ιστολόγιό του μια καταπληκτική εμπειρία του με Βαλαάδες πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Μου άρεσε πολύ το άρθρο του και του ζήτησα την άδεια να το αναδημοσιεύσω εδώ, ενώ έβαλα κι ένα παλιό άρθρο που είχα στα ηλεσυρτάρια μου, γραμμένο από τον κοζανίτη λόγιο Κ. Τσιτσελίκη το 1909, όταν δηλαδή όλη η περιοχή ήταν ακόμα οθωμανική.

Το άρθρο του Γιάννη Μαλλιαρού:

Στα σχόλια του χθεσινού άρθρου του Σαραντάκου έγινε αναφορά στους Βαλαάδες. Τον όρο μέχρι χθες δεν τον ήξερα, αλλά την περίπτωσή τους την ήξερα πολύ καλά. Βαλαάδες, λοιπόν, λέγονταν οι μουσουλμάνοι αλλά ελληνόφωνοι της δυτικής Μακεδονίας. Παρόμοια περίπτωση κι οι Τουρκοκρητικοί. Κι έχω γνωρίσει κι απ’ τις δυο περιπτώσεις Και τους δυο το μακρινό 1998. Μόνο που οι πρώτοι δεν ήξεραν πως είχαν αυτό το όνομα. Αλλά ας διηγηθώ τα γεγονότα με τη σειρά, κι είναι αρκετά.

Μέχρι το 1997 δεν είχα επαφή με την Τουρκία παρά μόνο απ’ ό,τι άκουγα από τα ραδιόφωνα ή διάβαζα σε εφημερίδες και περαδώθε. Την έβλεπα από την παραλία που έκανα μπάνιο στη Μυτιλήνη αλλά είναι κάμποσα μίλια μακρυά. Το 1996 βρίσκομαι πολύ κοντά της, στο Διδυμότειχο. Που δεν ήταν μόνο κοντά σαν απόσταση (ο δρόμος σε κάποια σημεία περνάει ακριβώς δίπλα απ’ τον ποταμό που χωρίζει τις δυο χώρες, όταν πηγαίναμε για βόλτα στην Τσίγλα βλέπαμε απέναντι τον Τούρκο τον σκοπό, φτάναμε μέχρι τα σύνορα στις Καστανιές κλπ, οι μιναρέδες του μεγάλου τζαμιού (Σελιμιγιέ) της Αδριανούπολης φαίνονταν από πάρα πολλά σημεία που κυκλοφορούσαμε) αλλά ήταν σ’ όλες τις συζητήσεις των ντόπιων. Ήταν επηρεασμένοι από τη γειτνίαση.

Η γέφυρα της Αδριανούπολης

Τον Νοέμβρη του 1997 διοργανώνεται μια εκδρομή συναδέλφων προς τη γειτονική χώρα. Το πρόγραμμα έλεγε αναχώρηση στις 8:30 από Ορεστιάδα ώστε να περάσουμε με το άνοιγμα του τελωνείου στις 9, να δούμε την Αδριανούπολη και μετά να πάμε μέχρι Σηλυβρία για μεσημεριανό (αυτό ήταν τελείως τρελό, αλλά δεν το σχολιάζω τώρα). Το πρόβλημα ήταν πως από το τελωνείο στις Καστανιές δεν πέρναγαν λεωφορεία (και το πρακτορείο δεν το ήξερε – αλλά δεν ήταν το μόνο σημείο ανοργανωσιάς του πρακτορείου). Έτσι πήγαμε μέχρι τους Κήπους και μιας και είχαμε απομακρυνθεί απ’ την Αδριανούπολη κι απ’ την άλλη η ώρα είχε περάσει, συνεχίσαμε για τη Σηλυβρία. Φτάσαμε στις 15:30 και μας είπαν πως θα φύγουμε σε μια ώρα, διαμαρτυρηθήκαμε και φύγαμε σε δυο (πάλι λίγο ήταν για τόσο ταξίδι) και γυρίσαμε απ’ την εκδρομή έχοντας δει ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας μέσα από το λεωφορείο.

https://www.youtube.com/watch?v=BHehF4Vhlmc

Στο δρόμο για Σηλυβρία. Έχουμε ξενάγηση από τον τότε προϊστάμενο του γραφείου που συμμετείχε στην εκδρομή

Η εκδρομή ήταν σκέτη αποτυχία, αλλά μας έδειξε πως δεν είναι τίποτα το φοβερό να βρεθείς απ’ την άλλη μεριά των συνόρων. Έτσι, εμείς σαν οικογένεια και μια συνάδελφος ακόμα είπαμε να συμμετάσχουμε σε μια πρωτομαγιάτικη εκδρομή προς Κωνσταντινούπολη. Πέμπτη προς Παρασκευή ξημερώματα θα βρίσκαμε το γκρουπ, Τετάρτη απόγεμα με ειδοποιούν πως δεν μαζεύτηκαν αρκετά άτομα κι η εκδρομή ματαιώνεται. Μου τη δίνει τελείως και βγαίνω στη Διδυμότειχο να βρω τρόπο για μια ημερήσια εκδρομή στην Αδριανούπολη, αλλά ανακαλύπτω πως είναι θρύλος το ότι είναι εύκολο να πας μέχρις εκεί με ταξί κ.ά. Κι αποφασίζουμε να πάμε με το δικό μας αυτοκίνητο. Τρέχουμε λίγο για τις διαδικασίες, αλλά την Παρασκευή το πρωί περνάμε τα σύνορα.

Το Σελιμιγιέ τζαμί και μπροστά άγαλμα του αρχιτέκτονά του Σινάν.

Κάνουμε τη βόλτα μας στην Αδριανούπολη και κάποια στιγμή ακούμε το μουεζίνη που καλούσε τους πιστούς για τη μεγάλη προσευχή της Παρασκευής. Κάνουμε χάζι και δεν δίνουμε σημασία. Συνεχίζουμε τη βόλτα μας που μας βγάζει στο μεγάλο τζαμί που λέγαμε. Βρισκόμαστε στον περίβολο, βλέπουμε τον κόσμο που μπαίνει και αρχίζει μια σειρά από αψυχολόγητες κινήσεις που ευτυχώς δεν είχαν κανένα κακό αποτέλεσμα. Προτείνω στο Δημήτρη να μπούμε στο τζαμί (με τη συμφωνία πως θα κάνουμε ό,τι κάνουν – θα ήταν εντελώς προκλητικό να υπάρχουν δυο χιλιάδες γονατισμένοι κι εμείς οι δυο όρθιοι). Γιατί λάθος; Μα ο Δημήτρης ήταν μόλις 9 χρονών, άρα τυπικά δεν έπρεπε να είναι με τους άντρες. Και τι δουλειά είχαμε μέσα στην πιο ιερή στιγμή της βδομάδας των μουσουλμάνων;

https://www.youtube.com/watch?v=6NGPH357mBw

Μπροστά απ’ το τζαμί. Ετοιμασίες για την προσευχή.

Μπαίνουμε μέσα (αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας) και καθόμαστε κάτω όπως οι υπόλοιποι. Χαλαρά, είναι κάποιος που μιλάει, ακόμα δεν έχει αρχίσει η προσευχή, τι τους λέει δεν έχουμ’ ιδέα. Ο διπλανός μου κάτι μου λέει. Αφού τούρκικα δεν ξέρω, τι να του απαντήσω, το αφήνω να περάσει. Αλλ’ εκείνος επιμένει. Κι εν τη αφελεία μου του λέω «Γιουνάν, Γιουνάν». Πάει να πει Έλληνας. Χωρίς να σκεφτώ πως αυτό είναι μειονέκτημα εκείνη τη στιγμή γιατί οι άνθρωποι προσεύχονταν και τι δουλειά είχε ένας αλλόπιστος εκείνη την ώρα. Χώρια που αν ήταν τίποτα εθνικιστής θα είχα άλλα μπλεξίματα. Αλλά, εντελώς παραδόξως, με χτυπάει στο ώμο και μου λέει «γεια σου ρε παλικάρι». Σοκ και δέος.

Με τον Ριζά. Μόλις βγήκαμε κι ποζάρουμε σε μια αναμνηστική φωτογραφία

Πιάσαμε την ψιλοκουβέντα μέχρι που μας έκραξαν οι γύρω. Ήρθε κι η ώρα της προσευχής κι όταν τελειώσαμε απ’ αυτά συνεχίσαμε την κουβέντα μας απ’ έξω. Ο Ριζά (αυτό ήταν το όνομα του Τούρκου, γύρω στα 70 τότε) ήταν απ’ την Προύσα κι είχε έρθει στην Αδριανούπολη να γκιζιρίσει (= περιηγηθεί). Και μας είπε πως στην Προύσα ήταν καμιά 200 άτομα που μίλαγαν τη γλώσσα της πατρίδας κι όποτε θέλανε να μιλήσουν και ν’ ακούσουν ελληνικά μαζεύονταν σ’ ένα συγκεκριμένο καφενείο. Πως η καταγωγή του ήταν από κάπου απ’ τα Γρεβενά και πως με την ανταλλαγή η μάνα του βρέθηκε έξ’ απ’ την Προύσα κι εγκαταστάθηκε εκεί (ήταν δηλ. απ’ τους Βαλλαάδες)! Ανταλλάξαμε και τηλέφωνα χωρίς να πιστεύουμε και πολύ πως θα ξαναβρεθούμε, αλλά το κισμέτ μας ήταν άλλο (ε, στην Τουρκία ήμασταν, το κισμέτ κάνει κουμάντο εκεί)!

Μετά από κάνα μήνα, το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος δηλώνουμε συμμετοχή σε εκδρομή στη Βουλγαρία αλλά παράλληλα (αφού την είχαμε πάθει την προηγούμενη φορά) ετοιμάζουμε εναλλακτική και μια Κωνσταντινούπολη. Κι όταν μας λέει το πρακτορείο πως δεν μαζεύτηκε κόσμος, εμείς δεν στεναχωρεθήκαμε καθόλου. Παρασκευή μεσημέρι μία παρά πέντε ήμασταν στο ελληνικό γραφείο εξόδου, μία παρά δυο λεπτά στο τούρκικο. Στη μία κλείνανε κανονικά, αλλά τι να κάνουν, καθυστέρησαν μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και να περάσουμε.

https://www.youtube.com/watch?v=eD7ElDm6ITE

Βόλτα στην Ντάριτσα. Μας ξεναγεί ο Μουσταφά.

Κυριακή πρωί αποφασίζουμε να πάμε μέχρι την πρώην Αρετσού, τη σημερινή Ντάριτσα (Darıca), που ήταν το χωριό τους παππού της Μαρίας. Πάμε μέχρις εκεί και προσπαθούμε να βρούμε παλιά χνάρια. Μιλάμε αγγλικά σε κάτι πιτσιρίκια που δεν μας καταλαβαίνουν, πιάνουν όμως πως είμαστε Έλληνες και μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάπου καθυστερώ εγώ και πλησιάζω βλέπω τη Μαρία με τους υπόλοιπους να μιλάνε με κάποιον. Και να μιλάνε κανονικά. Πάω κοντά και τον ακούω να λέει πως «έπαε ήντανε χωριό μεγάαλο». Ώπα, λέω, τι γίνετ’ εδώ; Ο Μουσταφά (65 χρονών τότε) ήταν Τουρκοκρητικός. Οι παππούδες του είχαν έρθει απ’ την Κρήτη και η γιαγιά του δεν δέχτηκε να μάθει τούρκικα. Απόκτησε 8 10 εγγόνια. Απ’ αυτά τα 5, αυτά που θέλαν επαφή με τη γιαγιά, έμαθαν ελληνικά. Τα άλλα 3, δεν το θεώρησαν απαραίτητο! Ο Μουσταφά είχε πάει και μετανάστης στη Γερμανία όπου κάνοντας παρέα με Έλληνες, έμαθε ελληνικά πολύ καλύτερα.

Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Γιατί φεύγοντας απ’ την Ντάριτσα αποφασίζουμε να κάνουμε την παλαβάδα και να πάμε μέχρι την Προύσα και να βρούμε τον Ριζά. Πράγμα που γίνεται και στο σπίτι του μαθαίνουμε πολλά περισσότερα για την ιστορία του. Γιατί στο σπίτι (που βέβαια μας κάνουν το τραπέζι) μαζεύονται οι αδερφές του και η μάνα του!!! Στα 96 η γιαγιά να μας λέει ιστορίες απ’ τα παλιά. Οι αδερφές ήρθαν ν’ ακούσουν τη γλώσσα τους, γιατί αυτές ως γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στο καφενείο και μόνο μεταξύ τους τη μιλάγανε. Αλλά εμείς τη μιλάγαμε πολύ ωραία γιατί αυτοί τόσον καιρό μεσ’ στους Τούρκους την είχαν χαλάσει

https://www.youtube.com/watch?v=de6PT0POkWs

Στο σπίτι του Ριζά. Έρχονται η μάνα του, οι αδερφές του και στο τέλος και ο αδερφός του. Επίσης η νύφη του (και βέβαια η γυναίκα του, η μόνη που δεν μιλάει ελληνικά, αλλά τα καταλαβαίνει).

Ας πω μερικές απ’ τις ιστορίες της γιαγιάς. Μας είπε για τον παπα-Γιώργη που τους μάθαινε γράμματα (παρόλο που ήταν γυναίκα και δη τουρκοπούλα) και μας απήγγειλε (ναι, τόσα χρόνια μετά) από το αναγνωστικό που κάνανε. Μας είπε για την ανταλλαγή των πληθυσμών που κατέβηκαν με το βόδι (με κάρο δηλ. που το έσερνε βόδι) μέχρι τη Σαλονίκη όπου ο πατέρας της πούλησε το βόδι και μπήκαν στο βαπόρι που τους έβγαλε στη Σμύρνη. Που εκεί τους κυνήγησαν οι τσέτες γιατί τους έλεγαν «Φύγετε να πάτε στην πατρίδα σας, πατριώτες. Δεν είστε Τούρκοι εσείς. Εσείς δεν ξέρετε νερό να γυρέψετε να πιείτε. Δεν ξέρετε ψωμί να ζητήσετε να φάτε». Κι όπου φύγει φύγει. Πως πήγαν προς το Ικόνιο αλλά δεν τους άρεσε. Πως έψαχναν ένα μέρος να θυμίζει τον τόπο τους κι όταν έφτασαν κοντά στην Προύσα με το ψηλό βουνό από πάνω της (Ουλού, = Όλυμπος) και τη λίμνη (Απολλωνιάδα) από δίπλα τους άρεσε κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Βέβαια αυτό με μπέρδεψε γιατί στα Γρεβενά κοντά λίμνη δεν ξέρω, αντίθετα μου κόλλαγε καλύτερα η Απολλωνία, δίπλα στη Βόλβη, κοντά στη Θεσσαλονίκη αλλά η σημερινή αναφορά πως οι Βαλαάδες ήταν οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της δυτικής Μακεδονίας έρχεται να επιβεβαιώσει πως κάπου κοντά απ’ τα Γρεβενά ήταν η καταγωγή.

Κι αφού ξαναγυρίσαμε στους Βαλαάδες, πάει να πει πως το σημείωμα τούτο έκανε τον κύκλο του κι ολοκληρώθηκε. Όσο για Τουρκοκρητικούς, μερικά χρόνια αργότερα συνάντησα αρκετούς στ’ Αϊβαλί.

Εδώ τελειώνει η έξοχη αφήγηση του Γιάννη Μαλλιαρού, ο οποίος είχε την εξαιρετική ιδέα να βρει τα βιντεάκια του από εκείνη τη μακρινή εποχή.

Προσθέτω τώρα το άρθρο του Τσιτσελίκη, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον 1909 του περιοδικού Ελλάς, δηλ. τον Δεκέμβριο του 1908. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του συντάκτη του, είναι το πρώτο που γράφτηκε ποτέ για το θέμα -αλλά δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει. Κατ΄εξαίρεση, επειδή το άρθρο ήταν γραμμένο σε αντιπαθητική καθαρεύουσα, το μετέφρασα πρόχειρα σε σημερινή νεοελληνική, όμως κράτησα μερικές λέξεις του συντάκτη, όπως το «λαοδίφης».

Οι Βαλαάδες

Στα νοτιοδυτικά της Μακεδονίας, στο σαντζάκι των Σερβίων, πλάι στα ελληνοτουρκικά σύνορα, κατοικεί ολιγάριθμος λαός ελληνικός, που όμως παραμένει άγνωστος στον ελληνισμό. Απ’ όσα έχω εγώ τουλάχιστον διαβάσει, κανείς από τους ημέτερους λαοδίφες ή ιστορικούς δεν έχει γράψει κάτι για τούτο τον λαό, κι αυτό είναι ακόμα πιο λυπηρό αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για λαό ελληνικότατο, παρ’ όλο που πρεσβεύει τη μουσουλμανική θρησκεία, πράγμα που τον χωρίζει από εμάς. Είναι οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, γνωστοί στη Νότια Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία με το όνομα Βαλαάδες.

Κατοικούν αποκλειστικά και μόνο στις δύο υποδιοικήσεις Γρεβενών και Νάσελιτς [Λειψίστα ή Ανασελίτσα] και ο πληθυσμός τους μολις φτάνει τις 14 χιλιάδες. Τα χωριά στα οποία κατοικούν είναι περί τα 23, και κείνται κυρίως στη δεξιά όχθη του ποταμού Αλιάκμονα, αν και υπάρχουν και μερικά χωριά στην αριστερή όχθη. Πολλά από αυτά τα χωριά είναι μικτά, κατοικούμενα και από δικούς μας χριστιανούς Έλληνες. Τα κυριότερα χωριά των Βαλαάδων, πέρα από τις κωμοπόλεις Γρεβενών και Νάσελιτς, όπου επίσης κατοικούν, είναι η Βρογγίστα, το Τσούρχλι, Κρίβτσι, Τσοτύλι, Πυλωρί, Λάια, Σπάτα, κλπ.

Όλοι ανεξαιρέτως μιλάνε τη ελληνική γλώσσα, και πολύ δύσκολα μαθαίνουν την τουρκική, από την οποία μεταχειρίζονται ορισμένες μόνο λέξεις, και κυρίως τη λέξη «Βαλαά» (Μα τον Θεό).

Εικάζεται ότι ονομάστηκαν Βαλαάδες επειδή χρησιμοποιούσαν κατά κόρον αυτή τη λέξη. Οι Έλληνες που κατοικούν κοντά τους τούς αποκαλούν επίσης «Μεσημέρηδες», επειδή τα παλιότερα χρόνια, και σπανιότερα στις μέρες μας, οι Χοτζάδες των Βαλαάδων, αγράμματοι άνθρωποι που δεν γνώριζαν […εδώ παραλείπονται μια-δυο αράδες] ανέβαιναν σε κάποιο ύψωμα ανακράζοντας «Μεσημέρι, μεσημέρι!»

Η άγνοιά αυτών των Ελλήνων Μουσουλμάνων σε σχέση με την τουρκική γλώσσα και η δυσκολία τους στην εκμάθησή της είναι παροιμιώδεις. Κυκλοφορούν πολλά περίεργα ανέκδοτα σε βάρος των καημένων των Βαλαάδων, και τα επαναλαμβάνουν όχι μόνο οι δικοί μας αλλά και οι καθαυτό Τούρκοι, οι οποίοι τους περιφρονούν, θα λέγαμε, και δεν τους θεωρούν γνήσιους Μουσουλμάνους επειδή δεν ξέρουν καλά τη γλώσσα. Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι Βαλαάδες, αγαθότατοι κατά τα άλλα και ευφυείς άνθρωποι, είναι φανατικότατοι, θρησκομανείς Μουσουλμάνοι. Κάνουν τα πάντα ώστε να φαίνονται έτσι, τόσο στους άλλους Τούρκους όσο και στους Χριστιανούς.

Η κατατομή και τα χαρακτηριστικά τους είναι τελείως ελληνικά. Οι γυναίκες τους, αν και κρύβονται όπως οι μουσουλμάνες, είναι τύποι ελληνικών καλλονών. Τα ήθη και τα έθιμά τους, όπως τα παρατήρησα κι εγώ ο ίδιος και όπως με πληροφόρησαν και εκείνοι, εφόσον δεν σχετίζονται με τη θρησκεία είναι ελληνικότατα και ελάχιστα διαφέρουν από τα αντίστοιχα ελληνικά.

Ότι οι Βαλαάδες είναι Έλληνες, γνησιότεροι από πολλούς άλλους Έλληνες της Μακεδονίας ή άλλων ελληνικών χωρών, δεν χωράει αμφιβολία, παρόλο που οι ίδιοι, επειδή διακατέχονται από άκρατο θρησκευτικό φανατισμό και είναι αμαθείς, ούτε που θα ήθελαν να ακούσουν κάτι τέτοιο. Άγνωστος είναι μόνο ο χρόνος του εξισλαμισμού τους, που πρέπει να είναι πολύ μεταγενέστερος της Άλωσης αλλά αρχαιότερος από τον Αλήπασα των Ιωαννίνων. Σε μερικά χωριά τους σώζονται λείψανα εκκλησιών και σε ένα από αυτά, που δεν θυμάμαι το όνομά του, υπάρχει κλειστή εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και κάθε χρόνο, στις 30 Ιουνίου, οι Βαλαάδες κάτοικοι του χωριού ανάβουν καντήλι και επιτρέπουν στους χριστιανούς των γύρω χωριών να τους επισκεφτούν.

Υπάρχει μια παράδοση στους Έλληνες της Ν. Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία κάποιος αρχιερέας αποστάτησε από τον χριστιανισμό και οι κάτοικοι της περιοχής του, ακολουθώντας το παράδειγμά του, εξισλαμίστηκαν. Αυτό όμως, εφόσον δεν είναι εξακριβωμένο, έχει απλώς το κύρος λαϊκής παράδοσης. Το πιθανότερο είναι ότι ο εξισλαμισμός υπήρξε αποτέλεσμα βίας και πιέσεων κατά τους μαύρους χρόνους της δουλείας.

Πέρα από τη γλώσσα, εκείνο που αποδεικνύει προ πάντων τον ελληνικό χαρακτήρα του λαού τούτου είναι ο αταβισμός που παρατηρείται στην ονοματολογία των Βαλαάδων και στην τάση τους, που την έχουν θα λέγαμε ορμέμφυτη, να εξελληνίζουν τα τουρκικά ονόματα με ελληνικές καταλήξεις. Για παράδειγμα, ο Χασάν ονομάζεται Τσάνας, ο Χουσεΐν – Τσέγκος, ο Γαμαδάν – Δάνας, ο Αχμέτ – Μέτος, ο Μουρτεζά – Μούρτος, ο Αμπεντίν – Ντίνος. Αυτό το τελευταίο δεν φαίνεται σαν υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος»;

Σε πολλά βαλαάδικα χωριά, τις μέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά των Βαλαάδων μεταβαίνουν στα Καλανδα (κόλιαντα), άλλο ένα λείψανο της παλαιάς τους κατάστασης. Παρ΄όλ΄αυτά όμως, ο άγριος θρησκευτικός φανατισμός κρατάει τον λαό αυτό σε απόσταση από εμάς και κατά τον πρόσφατο Μακεδονικό αγώνα οι Βαλαάδες προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα, καταδιώκοντας λυσσασμένα και καταδίδοντας τα δικά μας σώματα.

Τελειώνοντας αυτές τις λίγες γραμμές, εύχομαι άλλοι αρμοδιότεροι από εμένα να εξετάσουν σοβαρότερα και πιο εμπεριστατωμένα, από ιστορική και λαογραφική άποψη, τα σχετικά με τον λαό αυτό, ο οποίος μόνο στη θρησκεία διαφέρει από εμάς, ενώ κατά τα άλλα είναι «οστούν εκ των οστών και σαρξ εκ της σαρκός» του Μεγάλου Ελληνισμού.

Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ εκ Κοζάνης

Κλείνοντας, να παρατηρήσω ότι δεν με εντυπωσιάζει η «ορμέμφυτη» τάση των Βαλαάδων να εξελληνίζουν τα (μη ελληνικά) ονοματά τους, αφού το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό -το έκαναν άλλωστε και π.χ. οι εβραίοι ρωμανιώτες αλλά και οι τουρκογιαννιώτες. Να παρατηρήσω επίσης ότι Αμπεντίν Ντίνο (όχι Ντίνος) ονομαζόταν ένας πολύ γνωστός στον μεσοπόλεμο γελοιογράφος και βουλευτής Πρέβεζα(;), που ήταν μουσουλμάνος της Ηπείρου, πιθανώς Τσάμης.