Issues of principles, actions, relations in natural law foundation of Thomas Hobbes political theory (original) (raw)

The Reality of the Diversion works Acheloos Technical -Economic-Enviremental- Legal -Political- Valuation

2016

Acheloos river gave in the past and continues to give, through a long series of decisions concerning its management, triggered intense debate on the management of water resources and to address the "god River" from the state, the law, and society, and in our country the issue of water is not insignificant. Water shortage in Thessaly was a problem known from the beginning of last century. The intention of solving the problem was stated by all the governments and the wider consensus of political parties. In 1960 we held the first diversion of a tributary of Acheloos, Tavropos. Strong reactions are then created from the local community, they have now forgotten. The contribution of Lake Plastira in the local and national economy is now unmistakable. The 2nd Diversion of Acheloos was announced in 1980 and it was decided in 1983. Since then they have spent forty-two (42) years and the work is not yet complete. The project has divided and the debate between those who through documented studies supporting the project and those who rely on negative environmental impacts but does not support analog validity studies. Written at times too many essayw and not always entirely accurate even in the international press, with regard to technical, economic, legal, environmental and political dimension of the project. In this study reflected the reality of the works of the second diversion of Acheloos in all its dimensions, The reality of such projects will emerge in this paper impose and taking all those measures that will ensure the optimal performance already invested money of Greek taxpayers, in accordance with the terms of a viable and sustainable development.

Θρησκευτική οικολογία και παγκόσμιες θρησκείες: ανάδειξη οικολογικών στοιχείων υπό το πρίσμα της περιβαλλοντικής ηθικής (Religious ecology and world religions: highlighting of ecological notions in the light of environmental ethics)

M.Ed. Thesis, University of the Aegean., 2018

Πολλές φορές στο παρελθόν, φιλόσοφοι και διανοητές διατείνονταν ότι το οικολογικό πρόβλημα οφείλεται στις ανθρωποκεντρικές ηθικές αξίες, οι οποίες είχαν καλλιεργηθεί από τις μονοθεϊστικές θρησκείες των βιομηχανικών δυτικών κοινωνιών. Ο άνθρωπος κατανόησε τη θέση του στον κόσμο, ως κυρίαρχου όντος, το οποίο δύναται να χρησιμοποιεί τα πάντα στη φύση για την ικανοποίηση των εγωιστικών και ακόρεστων επιθυμιών του. Σήμερα, επιστήμονες και φιλόσοφοι θεωρούν ότι οι θέσεις αυτές χρήζουν αναθεώρησης. Προς αυτή την άποψη συνηγορεί και το αναδυόμενο επιστημονικό πεδίο έρευνας της «Θρησκευτικής Οικολογίας», το οποίο στοχεύει στην ανάδειξη των οικολογικών στοιχείων, τα οποία εμπεριέχονται στα δόγματα, τις διδασκαλίες και στα ιερά κείμενα των μεγάλων θρησκειών. Η θεοκεντρική θεωρία των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, η φυσιοκεντρική θεωρία των Ινδικών θρησκευμάτων και η ανθρωποκοινωνική – ανθρωποκοσμική θεωρία των Κινεζικών θρησκειών προσανατολίζουν τη θρησκευτική οικολογική ηθική μακριά από τις ανθρωποκεντρικές θεωρίες του παρελθόντος. Η έντονη παρουσία και η αδιάλειπτη συμμετοχή των θρησκευτικών ηγετών σε παγκόσμια θεολογικά, επιστημονικά και οικολογικά φόρα αποδεικνύουν ότι οι θρησκείες είναι σε θέση να συμβάλουν ενεργά, σε αγαστή συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα, στην ευαισθητοποίηση, στη δημιουργία οικολογικής συνείδησης και στον επανακαθορισμό του ηθικού αξιακού πλέγματος των ατόμων και των κοινωνιών, καθώς και να διαμορφώσουν το θεολογικό υπόβαθρο ανάδειξης μια παγκόσμιας περιβαλλοντική ηθικής.

J.-J. Rousseau: η βιωματική προσέγγιση του εαυτού και της πραγματικότητας

2018

Η προσέγγισή μας στο έργο του Rousseau έγινε κυρίως με βάση το άνοιγμα που πραγματοποίησε η φιλοσοφία του 20ου αιώνα σε έννοιες όπως το βίωμα, το συναίσθημα, η εμπειρία, η υπέρβαση και η συνείδηση. Αυτές οι έννοιες μεταξύ άλλων, που ανέδειξε κυρίως η φιλοσοφία της υπάρξεως, βρίσκονταν σε μεγάλο βαθμό ήδη στα κείμενα του Rousseau και έδιναν τη δυνατότητα για μια εξέταση της φιλοσοφίας του από τη σκοπιά του υποκειμένου. Στη διατριβή επιχειρούμε να δείξουμε πως το έργο του δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από καταστάσεις που προάγουν μια ιδιαίτερη φιλοσοφική εμπειρία, όπως εκείνη της ονειροπόλησης, και από την ανάγκη του για μια ελεύθερη και μη συστηματική γραφή, που θα μπορούσε να επηρεάσει τοπνεύμα της εποχής του προς μια άλλη κατεύθυνση από την υλιστικά προσανατολισμένη που έβλεπε ήδη να επικρατεί. Στην εισαγωγή παρατηρούμε πώς διαφοροποιείται ο Rousseau από τους συγκαιρινούς του φιλοσόφους λόγω της έμφασης που δίνει σε μια ισχυρή εσωτερική αλήθεια σε αντίθεση με μια μηχανιστική ερμηνεία του ανθρώπου. Η συνέχεια της διατριβής αποτελείται από δύο κύρια μέρη, με το πρώτο να επικεντρώνεται στην έρευνα της ανθρώπινης φύσης μέσα από τη συνείδηση, την ιδιοσυγκρασία, την εσωτερικότητα και τα «λελογισμένα» πάθη. Τονίζεται η διάκριση της αγάπης του εαυτού, που εξακολουθεί να υπάρχει ως φυσικό πάθος στον άνθρωπο, από την εγωιστική φιλαυτία, δηλαδή την αρνητική μετάλλαξή της, και υπογραμμίζεται ο καθοριστικός ρόλος του οίκτου, δεύτερου φυσικού πάθους του ανθρώπου,καθοριστικού για τη δημιουργία κοινωνιών. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής εξετάζονται οι παράμετροι των σχέσεων που δημιουργούνται ανάμεσα στον εαυτό και την πραγματικότητα, φυσική και κοινωνική. Επιχειρείται να αναδειχθεί η δυνατότητα μιας αυθεντικής σύνδεσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, αφορμώμενης από μια εσωτερική ανάγκη και σύμφυτης με τη συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η «επιθυμία του φαίνεσθαι» (désir de paraître) υπονομεύει όμως την αυθεντική επαφή με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ο Rousseau φαίνεται να αντλεί έμπνευση περισσότερο από τις εμπειρίες του, καθώς εκείνες του δίνουν το κίνητρο να γράψει, ενώ επεξεργάζεται τις πολυάριθμες κριτικές που δέχτηκε με τέτοιο αιχμηρό τρόπο, ώστε να δίνει ολοένα και πιο προσωπική κατεύθυνση στο έργο του. Από την αρχή του έργου φανερώνει την πρόθεσή του να ανιχνεύσει τις δυνατότητες του ανθρώπου όπως εκείνες βρίσκονται μέσα του κρυμμένες καιπεριθωριοποιημένες. Παίρνει μια τολμηρή στάση απέναντι στην ιστορία και στην κοινωνία, γιατί θέλει να αναδείξει το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να ακολουθήσει τις καλύτερες αρχές του εαυτού του, οι οποίες σύμφωνα με εκείνον είναι φυσικές αρχές. Θεωρεί τον άνθρωπο φυσικά καλό και τον αντιτάσσει στον κοινωνικό εαυτό, που έχει λησμονήσει τις αρετές του αντικαθιστώντας τις με εκείνες που προβάλλει μια ματαιόδοξη φιλαυτία. Έτσι καταλήγει στον Αιμίλιο να υποστηρίξει μια αγωγή αποκομμένη απ’ ό,τι μπορεί να διαστρέψει τη φύση, η οποία για να παραμείνει καλή οφείλει να οδηγείται από την άμεση επαφή με την πραγματικότητα και από τη φωνή της συνείδησης που δεν είναι άλλη από εκείνη που η φύση τον έχει προικίσει. Η ιδιοτυπία του Rousseau εντοπίζεται τόσο σε μια ελεύθερη σχέση με τον χρόνο -είναι συχνές οι αναφορές του σε στιγμές ανάπαυλας και σε μια παντελή έλλειψη καταναγκασμού- όσο και στη στοργική μνήμη που βασίζεται στα συναισθήματά του. Μέσα από την ανάλυση των κειμένων του διαπιστώνουμε ότι σύμφωνα με τον Rousseau ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μόνον όταν καθίσταται δυνατή μια βιωματική επαφή του εαυτού και της πραγματικότητας, βασισμένη στην καλοσύνη και την αυθεντικότητα. Μελετώνται ακόμη οι όροι υπό τους οποίους θεωρεί ο Rousseau δυνατή μια διαφορετική κοινωνία, υποστηρίζεται η αλληλουχία της ζωής και της σκέψης του, καθώς και ο καθοριστικός ρόλος τόσο του «απρόοπτου» όσο και της ονειροπόλησης στη διαμόρφωσή της. Πέρα από την ερμηνεία όψεων της πολύπλευρης σκέψης του Rousseau, επιχειρείται να καταστεί εμφανής η επικαιρότητα της σκέψης του και το ενδιαφέρον της για μια ώθηση της φιλοσοφίας προς τη σφαιρικότερη γνώση του εαυτού και της πραγματικότητας και την κατανόηση των παθών του ανθρώπου, αντιπαραθέτοντας στα κακώς κείμενα μια ύπαρξη που ζει και ονειρεύεται, που γράφει και δημιουργεί. Our approach to Rousseau’s work was based at the opening of the philosophy of 20th century to notions like lived experience, sentiment, experience, transcendence and consciousness. These notions, which among others, were given prominence mainly by the philosophy of existence, were already to a large extent in the texts of Rousseau and were providing the possibility of an examination of his philosophy from the point of view of the subject. In the dissertation we try to point out that his work cannot be understood without taking into account situations that promote a special philosophical experience, like that of reverie, and from his need for a free and non systematic writing, that could influence the spirit of his era towards another direction from the materialistic orientation that he was seeing already prevailing. In the introduction we notice how Rousseau is differentiated from contemporary philosophers, because of the emphasis he gives to a powerful internal truth contrary to a mechanistic interpretation of the human. The rest of the dissertation is composed of two parts, with the first focusing on the research of human nature through consciousness,idiosyncrasy, interiority and “reasonable” passions. We highlight the distinction between love-of-oneself, that continues to exist as a natural passion inside human, and the egoistic self-love, that is to say its negative transmutation, as well as we note the determinant part of pity, the second natural human passion, determinant for the creation of societies. In the second part of the dissertation the parameters of the relations that are created between the self and the reality, natural and social, are examined. There is an attempt to point out the possibility of an authentic bond between the human and its environment, induced by an internal need and inherent with the entire development of the personality. But the “desire to appear” (désir de paraître) undermines the authentic contact with things and humans. Rousseau seems to be inspired more from his experiences, since they motivate him to write, while he elaborates the numerous critics he has received in such a poignant way, that he gives a more personal direction to his work. From the start of his work he makes clear his intention to trace the possibilities of the human such as they are found inside him hidden and marginalized. He takes a bold stance towards history and society, because he wants to point out the fact that the human can follow the best principles of his self, which according to him are natural principles. He considers the human naturally good and he opposes him to the social self, who has forgotten his virtues replacing them with the ones that a vain self-love projects. Thus he ends up supporting in Emile an education cut off from whatever can distort the nature, which in order to remain good should be conducted by the direct contact with the reality and the voice of consciousness, which is not any other than the one that nature has granted him. The specificity of Rousseau is located to a particular extent in his free relation with time –his references to moments of rest and to a total lack of compulsion are often- as long as in his affectionate memory which is based on his sentiments. Through the analysis of his texts we note that according to Rousseau the human is complete only when a lived contact with the self and the reality is made possible, one that is based on goodness and authenticity. The conditions under which Rousseau considers possible a different society are also studied, the coherence of his life and his thought is asserted, as well as the determinant part that the “hazard” and the reverie are playing in the formation of his thought. Beyond the interpretation of the multisided thought of Rousseau, it is attempted to make clear the actuality of his thought and its interest to motivate philosophy towards a more comprehensive knowledge of the self and of the reality and of the understanding of the human passions, confronting the existing faults with an existence who lives and dreams, who writes and creates.

Το Καινοδιαθηκικό πλαίσιο ασκήσεως του Ποιμαντικού Έργου της Εκκλησίας στο Βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων _ The practice of the pastoral work of the church in the context of the new testament, and especially in the book of acts of the apostles.

2021

Στήν Εἰσαγωγή της Διατριβής (σ. 10-21) ὑπογραμμίζεται ἡ ἀξία τῆς ἔρευνας τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἰδιαιτέρως τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, καί τονίζεται ἡ συμβολή τῆς Ποιμαντικῆς στή φανέρωση τῶν θησαυρῶν τῆς πίστεως καί μάλιστα μέσα ἀπό τή βιβλική θεολογία. Ἐπισημαίνεται ἡ ἀξία τῆς ἐπιλογῆς τοῦ θέματος στήν προσέγγιση τῆς Ὀρθόδοξης Ποιμαντικῆς Μεθοδολογία καί καταδεικνύεται ἡ κομβικότητα τῶν διηγήσεων τῶν Πράξεων στήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος. Στό Α΄ ΜΕΡΟΣ τῆς διατριβῆς ἀναπτύσσεται τό θεωρητικό πλαίσιο τοῦ θέματος. Στό πρῶτο κεφάλαιο (σ.22-67) περιγράφεται ἡ Ποιμαντική ἀπό ἐπιστημονική ἄποψη, ὅπως αὐτή καταγράφεται μέσα ἀπό τούς ὁρισμούς τῶν θεολόγων (κληρικῶν καί λαϊκῶν), οἱ ὁποῖοι, μάλιστα, χωρίζονται, μέ ἐπιστημονικό κριτήριο τήν ἀνάπτυξη τῆς ποιμαντικῆς θεολογίας, σέ τρεῖς βασικές περιόδους: α) Στήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, β) στήν περίοδο ἀπό τήν Ἀπελευθέρωση τοῦ 1821 μέχρι τό τέλος τῆς νεότερης ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας καί γ) στήν περίοδο πού καλύπτει τά χρόνια ἀπό τό 1951 μέχρι σήμερα. Στό δεύτερο κεφάλαιο (σ.68-94) δίδονται εἰσαγωγικῶς τά κεντρικά χαρακτηριστικά τοῦ ὑπό ἐξέταση Βιβλίου τῶν Πράξεων, ὥστε νά γίνει ἐφικτή ἡ ἀνάλυσή του καί ἡ παρουσίασή του ὑπό τήν ἀπαραίτητη ποιμαντική σκοπιά. Βάσει τῶν ἐρωτημάτων: ποιός, ποιόν, ποῦ, πῶς, πότε, γιατί, πρός τί, σέ τί καί πρός τί, καί τῶν ἐννοιολογικῶν πλαισίων, πού αὐτά περιχαρακώνουν, παρέχονται τά ἀπαιτούμενα καινοδιαθηκικά εἰσαγωγικά στοιχεῖα τῶν Πράξεων. Στό τρίτο κεφάλαιο (σ.95-117) προτείνονται καί ἀναλύονται λεπτομερῶς οἱ ἀρχές καί ἡ μέ¬θοδος τῆς ἔρευνας, καθώς καί ἡ φιλοσοφία τῆς μεθόδου πού ἐπιλέχθηκε γιά τήν ἀρτιότερη παρουσίαση τῆς δομῆς καί τῶν δεδομένων τῆς ἐργασίας. Παρατίθενται, λοιπόν, οἱ ἐπιστημονικές μέθοδοι πού ἀξιοποιήθηκαν: ἡ ἀνάλυση τοῦ περιεχομένου καί ἡ ἱστορική μέθοδος. Στό Β΄ ΜΕΡΟΣ τῆς διατριβῆς παρατίθενται καί ἀναπτύσσονται τά εὑρήματα τῆς ἔρευνας τοῦ θέματος καί ἡ κατά περίπτωση ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τους. Στό τέταρτο κεφάλαιο (σ.118-253) παρατίθενται καί ἀναλύονται ποιμαντικά ὅλα τά σχετικά δεδομένα καί στοιχεῖα, πού προκύπτουν μέσα ἀπό τήν ἀναλυτική ἐπεξεργασία τῶν χωρίων τῶν Πράξεων. Ἔτσι, μέσα στίς ἑπόμενες ὀκτώ ἑνότητες τοῦ κεφαλαίου παρουσιάζονται ἀναλυτικά οἱ ἀπαντήσεις τῶν Πράξεων στά ἰσάριθμα ὀκτώ βασικά μεθοδολογικά ἐρωτήματα τῆς ἔρευνας. Τό ὑλικό πού συγκεντρώθηκε εἶναι πλούσιο καί ἐκτεταμένο. Στό πέμπτο κεφάλαιο (σ.254-289), τέλος, ἀναλύονται τά Ποιμαντικά Προβλήματα, πού προβάλλονται μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν Πράξεων. Τά προβλήματα αὐτά, σέ συνάρτηση μέ τίς λύσεις πού κατά περίπτωση δόθηκαν, συναποτελοῦν, μία ἐξαιρετικά σημαντική ἑνότητα γιά τήν ἀναζήτηση ποιμαντικῶν ἀρχῶν καί τρόπων (τακτικῶν). Τά ποιμαντικά προβλήματα ὑποδιαιροῦνται, μάλιστα, καί ταξινομοῦνται ἀπό τόν ὑποψήφιο, σέ τρεῖς βασικές ὁμάδες. Σέ αὐτά πού παρουσιάστηκαν: α) κατά τήν ἄσκηση τῆς Ποιμαντικῆς (θετική ποιμαντική), β) ἀπό τή μή δυνατότητα ἄσκησης Ποιμαντικῆς (οὐδέτερη ποιμαντική) καί γ) ἀπό τήν ἄσκηση τῆς Ἄντιποιμαντικῆς (ἀρνητική ποιμαντική). Ἡ ἔρευνα καταλήγει στά Συμπεράσματα (σ.290-313), στά ὁποῖα δίδεται σαφής ἀπάντηση στή σκοποθεσία τῆς ἐργασίας, ὅπως διατυπώνεται στήν Εἰσαγωγή. Ἀκολουθεῖ ἡ Βιβλιογραφία ξένων καί ἑλλήνων συγγραφέων (σ. 314 - 331).