Proteus Research Papers - Academia.edu (original) (raw)

Ο Ηρόδοτος χρίστηκε μετά θάνατον «πατέρας της Ιστορίας», αλλά ο τίτλος αυτός αδικεί την πολυμέρεια του έργου του. Ο Ηρόδοτος είναι προπάντων προσωκρατικός, ένας «σοφιστής» με την πρωταρχική σημασία της λέξης, δηλαδή τεχνίτης της γνώσης... more

Ο Ηρόδοτος χρίστηκε μετά θάνατον «πατέρας της Ιστορίας», αλλά ο τίτλος αυτός αδικεί την πολυμέρεια του έργου του. Ο Ηρόδοτος είναι προπάντων προσωκρατικός, ένας «σοφιστής» με την πρωταρχική σημασία της λέξης, δηλαδή τεχνίτης της γνώσης και επαγγελματίας ερευνητής του επιστητού. Το συγγραφικό του επίτευγμα το καταλαβαίνουμε καλύτερα αν το εντάξουμε στη συνολική πνευματική κίνηση της εποχής του, ιδίως στο πλαίσιο της διανοητικής επανάστασης που έφεραν η φιλοσοφία και η επιστήμη στην Αθήνα της χρυσής εποχής του Περικλή. Ο εγκυκλοπαιδισμός του Ηρόδοτου τον φέρνει κοντά στους σοφιστές και σε μορφές όπως ο Δημόκριτος, με τα ευρύτατα γνωστικά τους ενδιαφέροντα. Σαν τους φυσικούς επιστήμονες, ο Ηρόδοτος ερευνά θέματα μετεωρολογίας, γεωλογίας και ζωολογίας, ενώ οι μικρές διατριβές του για το κλίμα, τη δίαιτα και τις ασθένειες των διαφόρων εθνών θυμίζουν τους ιατροφιλοσόφους της ιπποκρατικής συλλογής. Ο πραγματισμός και ο εμπειρισμός του, πάντως, τον προσηλώνουν κατεξοχήν στα αισθητά φαινόμενα και τον οδηγούν σε μια μορφή ανθρωποκεντρικής επιστήμης, όπου κύριο μέλημα είναι η επίδραση του φυσικού κόσμου επί του βίου και του πολιτισμού των κατά τόπους κοινωνιών.

Σαν τους σοφιστές, ο Ηρόδοτος αναπτύσσει την πολιτισμική ανθρωπολογία και πασχίζει να καταγράψει το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας, τόσο για τον ελληνικό κόσμο όσο και για τους γείτονές του. Το κεντρικό σοφιστικό ζεύγος φύσης και νόμου δεσπόζει στο ανθρωπολογικό του πανόραμα. Η φύση αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα για τη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Όμως ο Ηρόδοτος απορρίπτει την άκρατη φυσιοκρατία των πιο ριζοσπαστών σοφιστών και τονίζει την καταλυτική σημασία του νόμου για τον χαρακτήρα και την ιστορική δράση κάθε λαού. Το ενδιαφέρον του για τη θρησκευτική πίστη τον σημαδεύει επίσης ως τέκνο της διανόησης του καιρού του. Ο Ηρόδοτος εισάγει τη συγκριτική θρησκειολογία και αναζητεί τα καθολικά στοιχεία και τις κοινές δομές του υπερβατικού που ενυπάρχουν στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Δεν συμμερίζεται τον αγνωστικισμό ή τον αθεϊσμό των πιο προβεβλημένων σοφιστών, αλλά μοιάζει με άλλον τύπο διανοουμένων της εποχής, που συνδύαζαν φυσιοκρατική επιστήμη με αταλάντευτη πίστη στο θείο, όπως π.χ. ο Τειρεσίας των Βακχών του Ευριπίδη ή ο συγγραφέας του Παπύρου του Δερβενιού.

Η αφήγηση διδακτικών και παραδειγματικών ιστοριών, ουσιώδες συστατικό της ηροδότειας τέχνης, μπορεί να θεωρηθεί εντός του ίδιου πνευματικού πλαισίου. Η ενσωμάτωση νοβελιστικών στοιχείων και μυθιστορικών διηγήσεων στην ιστορική σύνθεση ήταν παμπάλαιο γνώρισμα της ιστοριογραφίας της Ανατολής, που μεταδόθηκε και στην ιωνική λογογραφία. Η πρακτική του Ηρόδοτου όμως οφείλει πολλά στα φιλοσοφικά διηγήματα των σοφιστών, που επινοούσαν στοχαστικές παραβολές για να παραστήσουν με εποπτικό τρόπο συλλογισμούς γύρω από την ηθική, την κοσμολογία ή την κοινωνική θεωρία. Οι νουβέλες και τα ανέκδοτα του Ηρόδοτου, παρομοίως, δραματοποιούν συλλήψεις της σκέψης, επιχειρήματα και ιδέες που έχουν βαρύτητα για τη θέαση της ανθρώπινης εμπειρίας. Ιδίως απεικονίζουν τις βαθύτερες δυνάμεις που υπόκεινται στην ιστορική εξέλιξη, τους νόμους που διέπουν την εγκόσμια κατάσταση και καθορίζουν τη διαδρομή της ανθρωπότητας μέσα στον χρόνο. Αυτή η λειτουργία διερευνάται στη συνέχεια μέσω μιας σειράς παραδειγμάτων, παρμένων από τις διασημότερες διηγήσεις του ηροδότειου έργου.

Η περίφημη συνάντηση Σόλωνος και Κροίσου (1.30‒33) φέρνει σε αντιπαράθεση τις εμβληματικές ενσαρκώσεις δύο αντίθετων πολιτισμών — το άκρον άωτον της ελληνικής σοφίας απέναντι στο μεγαλείο και στον κόρο της Ανατολής. Η αντιπαράθεση δύο μορφών που προσωποποιούν ασυμβίβαστες κοσμοαντιλήψεις θυμίζει τους σοφιστικούς αγώνες λόγων, με τη διαφορά ότι στην ηροδότεια νουβέλα ο ένας από τους αντιπάλους δεν εκφράζεται με τον λόγο αλλά μάλλον με το εμπράγματο επιχείρημα του πλούτου. Τοποθετώντας αυτόν τον μυθιστορικό αγώνα ιδεών στην αρχή του συγγράμματός του, ο Ηρόδοτος προδιαγράφει το γνωσιακό σχήμα με το οποίο οργανώνει το υλικό της ιστορικής εμπειρίας. Δεν είναι μόνο ότι η σύγκρουση Ελλάδας και Ανατολής αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ηροδότειας σύνθεσης. Ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας παρουσιάζεται ως διαπάλη πολιτισμών που αδυνατούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Η έλλειψη αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ περιχαρακωμένων κοσμοαντιλήψεων είναι ο κινητήριος μοχλός για την αναδιανομή του παγκόσμιου χάρτη.

Στη νουβέλα της Ελένης και του φαραώ Πρωτέα, που περιλαμβάνεται στην έκθεση των βασιλικών χρονικών της Αιγύπτου (2.112‒120), ο Ηρόδοτος ξαναγράφει ειρωνικά την ιστορία του Τρωικού Πολέμου. Η Ελένη παραμένει στην Αίγυπτο, φιλοξενούμενη του φαραώ, και ο Πάρις γυρίζει στην πόλη του με άδεια χέρια. Όμως οι Έλληνες δεν πιστεύουν την παραπάνω αλήθεια, όταν την ακούνε από τους Τρώες, και συνεχίζουν τον πόλεμο μέχρι να κουρσέψουν την πόλη. Όπως σε όλους τους μεγάλους δασκάλους του μαγικού ρεαλισμού, η ουσία του ηροδότειου διηγήματος βρίσκεται στον πλούτο βαθύτερων στρωμάτων αφηγηματικού νοήματος κάτω από την επιφανειακή ακολουθία των συμβάντων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάτω από τις αφελείς δηλώσεις περί ασυνεννοησίας των αντιπάλων και τις ηθικολογίες περί θείας τιμωρίας των μεγάλων εγκλημάτων, διακρίνεται ως υπόρρητο δίδαγμα ένας καθολικός νόμος του ιστορικού γίγνεσθαι: οι πόλεμοι διεξάγονται πάντοτε για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβάλλονται στα φανερά. Τα μυθεύματα της αρπαγής γυναικών συγκαλύπτουν σκοτεινότερα ιστορικά κίνητρα, όπως η πλεονεξία και η κατακτητική έφεση της εξουσίας. Ο Ηρόδοτος εκφράζει εποπτικά την ίδια θεωρητική στάση που θα διατυπώσει αργότερα με αναλυτική γλώσσα ο Θουκυδίδης, όταν θα διακρίνει ανάμεσα στην ἀληθεστάτην πρόφασιν του πολέμου και στις ἐς τὸ φανερὸν λεγομένας αἰτίας.

Το συμβούλιο και τα προειδοποιητικά όνειρα του Ξέρξη πριν από το ξεκίνημα της εκστρατείας του (7.8‒18) αναπαράγουν αφηγηματικά σχήματα διαδεδομένα στις βασιλικές μυθιστορίες της Εγγύς Ανατολής. Ο Ηρόδοτος όμως αντιστρέφει την τυπική σειρά των μοτίβων: το όνειρο δεν προηγείται αλλά έπεται του συμβουλίου των αυλικών, και δεν έχει στόχο να εμπνεύσει εξαρχής το σχέδιο στον βασιλιά αλλά να κάμψει τους δισταγμούς που τον κατέλαβαν εκ των υστέρων, εξαιτίας της αποθαρρυντικής στάσης ενός επιφυλακτικού συμβούλου. Ο Ξέρξης παρουσιάζεται σαν να μην είναι ελεύθερος να αποφασίσει και να αλλάξει γνώμη. Η διήγηση μυθοποιεί την ιδιάζουσα ηροδότεια αντίληψη για τη λειτουργία του κακού, το οποίο, με όρους ιστορικής εμπειρίας, ταυτίζεται με την πλεονεξία και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Αυτό το ιστορικό κακό αποτελεί φαινόμενο με δυναμική και διάρκεια, ένα είδος αναπόδραστου κύκλου που, άπαξ και ανοίξει, πρέπει να ολοκληρώσει την τροχιά του. Το κακό αυτονομείται από τους ανθρώπινους συντελεστές του, επιδεικνύει δική του βούληση και ένστικτο αυτοσυντήρησης και συνεχίζει τη δράση του μέχρι το αναπόφευκτο τέλος. Από τη στιγμή που ο Ξέρξης συνέλαβε το σχέδιο να περάσει τα νόμιμα όρια της επικράτειάς του, ο κύκλος του κακού έχει εγκαινιαστεί και δεν μπορεί να σταματήσει. Η ίδια εμπειρία συνέχει και άλλες διηγήσεις του Ηρόδοτου, όπως η απιστία του Γλαύκου (6.86) και το τέλος του τρελού βασιλιά Καμβύση (3.61‒67).

Στον πυρήνα της ηροδότειας συγγραφής βρίσκεται ο παραλληλισμός του θεού και του τυράννου, όπως αναδεικνύεται από τα λόγια του Αρτάβανου (7.10ε) και το ανέκδοτο του Θρασύβουλου της Μιλήτου (5.92ζ): και οι δύο θερίζουν τα βλαστήματα που υπερέχουν. Ο θεός κυβερνάει τον κόσμο σαν τύραννος: η δομή του σύμπαντος είναι δεσποτική. Και αντίστροφα, η μεγάλη ύβρη του τυράννου είναι ότι προσπαθεί να απομιμηθεί τον θεό. Η ανθρώπινη εξουσία φιλοδοξεί να λειτουργήσει σαν μικρογραφία της θεϊκής τάξης του κόσμου, αλλά υπόκειται και η ίδια στην απαρέγκλιτη θεία νομοτέλεια την οποία πασχίζει να αναπαραγάγει.