SDI Research Papers - Academia.edu (original) (raw)

Οι ΗΠΑ προσπαθούν για τέταρτη φορά στα τελευταία 35 χρόνια να αποκαταστήσουν την ασφάλεια που ένοιωθαν πριν την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων και των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων που τα μεταφέρουν: να αναπτύξουν μία άμυνα που θα τις... more

Οι ΗΠΑ προσπαθούν για τέταρτη φορά στα τελευταία 35 χρόνια να αποκαταστήσουν την
ασφάλεια που ένοιωθαν πριν την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων και των διηπειρωτικών
βαλλιστικών πυραύλων που τα μεταφέρουν: να αναπτύξουν μία άμυνα που θα τις προστατεύει από
επίθεση πυραύλων που θα είναι εξοπλισμένοι με μέσα μαζικής καταστροφής (πυρηνικά, χημικά,
βιολογικά όπλα).
α. Η πρώτη φορά ήταν επί Προεδρίας Johnson το 1967. Το αμυντικό πρόγραμμα Safeguard
που αναπτύχθηκε για την προστασία των ΗΠΑ από την μελλοντική απειλή κινεζικών πυραύλων
(αφού δεν μπορούσε να αμυνθεί κατά της κύριας ρωσικής απειλής), εγκαταλείφθηκε λίγους μήνες
μετά την εγκατάστασή του, αφού βρέθηκε ότι δεν δούλευε.
β. Η δεύτερη φορά ήταν η «Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία (SDI)» του Προέδρου
Reagan το 1983. Το πρόγραμμα αυτό, που κατά βάση τοποθετούσε όπλα στο Διάστημα,
εστιαζόταν στην υπεράσπιση των ΗΠΑ έναντι της απειλής από ρωσικούς πυραύλους, είχε
προκαλέσει οξύτατες αντιδράσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε διεθνές επίπεδο (Ρωσία, Κίνα,
ευρωπαϊκές χώρες), κυρίως γιατί τροφοδοτούσε τον ανταγωνισμό εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ-
Ρωσίας.
γ. Οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον ασφαλείας οδήγησαν την κυβέρνηση Bush στις αρχές
του 1991 να μετατρέψει το SDI σε ένα νέο πρόγραμμα με το όνομα “Παγκόσμια Προστασία έναντι
Περιορισμένων Πληγμάτων (GPALS)”. Το νέο πρόγραμμα δεν θα προστάτευε μόνο τις ΗΠΑ όπως
το SDI, αλλά θα παρείχε παγκόσμια προστασία σε οποιαδήποτε περιοχή υπήρχαν συμφέροντα
τους, όχι από μαζική επίθεση από την ΕΣΣΔ, αλλά από περιορισμένα πλήγματα τρίτων χωρών.
Τέλος η τρίτη κύρια διαφορά υπήρξε η στροφή στην επίγεια αμυντική συνιστώσα (Theater Missile
Defense-TMD) για την αντιμετώπιση τακτικών απειλών από πυραύλους μικρού-μέσου βεληνεκούς
(τύπου Scud) όπως στον πόλεμο του Περσικού. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι για
πρώτη φορά το 1992 οι Πρόεδροι Bush-Yeltsin αναγνώρισαν ότι υπάρχει απειλή από την διασπορά
των πυραύλων και μέσων μαζικής καταστροφής και συμφώνησαν να αναπτύξουν από κοινού ένα
«Παγκόσμιο Σύστημα Προστασίας», πρόγραμμα που δεν υλοποίησε η κυβέρνηση Clinton.
δ. Η τέταρτη προσπάθεια ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του ’90, μετά από πίεση του
κυριαρχούμενου από ρεπουμπλικανούς Κογκρέσου επί της κυβέρνησης Clinton. Η τελευταία αν
και δεν σταμάτησε να επιχορηγεί τις έρευνες τόσο για μία αντιβαλλιστική άμυνα που θα κάλυπτε
όλη την Αμερική (NMD) από επιθέσεις «κρατών-παριών» όπως η Β. Κορέα, ή το Ιράν, όσο και για
τοπικές άμυνες κατά πυραύλων που θα εκτοξεύονταν σε θέατρα επιχειρήσεων (TMD), είχε δώσει
προτεραιότητα στις τελευταίες. Στις αρχές όμως του 1999, η κυβέρνηση υπέγραψε νόμο που έλεγε
ότι αποτελεί πολιτική των ΗΠΑ η ανάπτυξη NMD όταν αυτή θα ήταν τεχνολογικά δυνατή. Η
κυβέρνηση Clinton αν και είχε δεσμευτεί ότι το φθινόπωρο του 2000 θα αποφάσιζε για την
ανάπτυξη της, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημαντικές εξελίξεις που παρουσιάστηκαν στον τομέα
της απειλής (βελτίωση σχέσεων με Β. Κορέα και Ιράν) άφησε την απόφαση στην νέα κυβέρνηση
Bush.
Η ανάπτυξη μίας NMD αφορά στην πρώτη τουλάχιστον φάση μία περιορισμένη ικανότητα
αναχαίτησης μικρού αριθμού πυραύλων, στην ενδιάμεση φάση τροχιάς τους. Η τεχνική
δυνατότητα δεν έχει ακόμα αποδειχθεί από τις απλές πειραματικές δοκιμές που έχουν γίνει (με μία
πυρηνική κεφαλή και ένα ομοίωμά της) αφού υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες για να χτυπηθεί
«μία σφαίρα με μία άλλη στο Διάστημα». Αλλά ακόμα και αυτές να ήσαν επιτυχείς, δεν θα2
μπορούσε η NMD να είναι 100% αποτελεσματική (έστω και μία κεφαλή να ξεφύγει θα
καταστρέψει μία μεγάλη πόλη) ενώ πρόσθετα θα μπορούσε να οδηγήσει τους πιθανούς αντιπάλους
των ΗΠΑ στον εκσυγχρονισμό του επιθετικού οπλοστασίου τους, ξεκινώντας ένα ανταγωνισμό
εξοπλισμών.
Η απόφαση για την ανάπτυξη μίας εθνικής αντιπυραυλικής άμυνας από τις ΗΠΑ
παραβιάζει την διμερή Αντιβαλλιστική Συνθήκη (ΑΒΜ, 1972) μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, που θεωρείται
ως θεμελιώδης για την παγκόσμια στρατηγική σταθερότητα. Σε αυτή, η κάθε μία πλευρά ανέλαβε
την υποχρέωση να μην αποκτήσει αμυντικά συστήματα εθνικής κλίμακας (NMD) εναντίον
βαλλιστικών πυραύλων ή να δημιουργήσει υποδομή για αυτά (ενώ αντίθετα επιτρέπεται η
ανάπτυξη μίας μικρής επίγειας υποδομής για περιφερειακή άμυνα σημαντικών στόχων). Αφού δεν
θα υπήρχαν άμυνες, τότε δεν υπήρχε λόγος ανάπτυξης νέων επιθετικών όπλων, αφού και τα παλαιά
θα μπορούσαν να καταστρέψουν άνετα τις δύο χώρες (θεωρία της Βέβαιης Αμοιβαίας
Καταστροφής, Mutually Assured Destruction-MAD), συνεπώς το πλεόνασμα του οπλοστασίου
μπορούσε να υποστεί σημαντικές περικοπές. Οι επακόλουθες συνθήκες μείωσης εξοπλισμών
START υπήρξαν αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας.
Αντίθετα, η ΑΒΜ επιτρέπει την αεράμυνα ή την τακτική αντιπυραυλική άμυνα (TMD-όπως
οι Patriot που χρησιμοποιήθηκαν στον Περσικό κόλπο) κατά πυραύλων μικρότερης εμβέλειας,
χωρίς να καθορίζει σαφή όρια μεταξύ των στρατηγικών αμυνών και των μη. Οι ΗΠΑ
εκμεταλλευόμενες την πρόοδο της τεχνολογίας που έκανε δυσδιάκριτη την διαφορά μεταξύ των
επιτρεπομένων (τακτικών) και απαγορευμένων (στρατηγικών) αμυνών, κατάφεραν στο Ελσίνκι το
1997 να πείσουν την Ρωσία για την ανάπτυξη νέων τακτικών αμυνών (TMD), με πολύ υψηλές
δυνατότητες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε άμεσα ως άμυνα κατά
στρατηγικών πυραύλων είτε για την δημιουργία υποδομής για μία εθνική NMD. Καμία όμως από
τις δύο πλευρές δεν έχει επικυρώσει την συμφωνία του 1997: To Κογκρέσο γιατί δεν θέλει η
άμυνα της χώρας να εξαρτάται από τρίτους και η Δούμα γιατί δεν θέλει αλλαγές στην ΑΒΜ. Για
την κυβέρνηση Bush η ΑΒΜ αποτελεί «αρχαία ιστορία».
Οι κύριες αντιδράσεις προέρχονται από την Ρωσία και την Κίνα. Η πρώτη έχει εκφράσει
την αντίθεσή της σε αλλαγές στην Συνθήκη ABM, υποστηρίζοντας ότι θα έχει επιπτώσεις σε
ολόκληρο το καθεστώς ελέγχου εξοπλισμών, απειλεί δε ότι η παραβίαση ή αποχώρηση των ΗΠΑ
από την ΑΒΜ θα έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση της από την START II. Η Ρωσία αποδέχεται
την ύπαρξη απειλής από πυραύλους τρίτων χωρών, αφού πρότεινε στις ΗΠΑ και ΝΑΤΟ την από
κοινού ανάπτυξη άλλου προγράμματος, συμβατού με την ΑΒΜ τοποθετώντας κοντά στις χώρες
ενδιαφέροντος άμυνες θεάτρου επιχειρήσεων TMD, οι οποίες θα μπορούν να καταστρέφουν τους
πυραύλους μόλις εκτοξεύονται, πριν προλάβουν να απελευθερώσουν τις πυρηνικές κεφαλές τους.
Η άμυνα αυτή είναι ευκολότερη από την αντιμετώπιση των πολλαπλών κεφαλών στο Διάστημα
που επιδιώκουν οι ΗΠΑ και είναι τεχνολογικά εφικτή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την
συμφωνία του 1997 για τις προηγμένες άμυνες TMD, δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια
συμβιβασμού μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας.
Η περίπτωση της Κίνας είναι δυσκολότερη. Η τελευταία φοβάται ότι έστω και μία
περιορισμένη NMD θα αδρανοποιήσει την αποτροπή της, η οποία βασίζεται σε 20 περίπου
απαρχαιωμένους διηπειρωτικούς πυραύλους. Η Κίνα έχει απειλήσει ότι θα επεκτείνει το πυρηνικό
πρόγραμμά της αναπτύσσοντας νέους πυραύλους με πολλαπλές κεφαλές. Κύρια όμως πηγή
ανησυχίας είναι η αποτροπή των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος σε βάρος της, ως αποτέλεσμα
της διασποράς των TMD. Ειδικότερα το Πεκίνο ανησυχεί για τις άμυνες θεάτρου επιχειρήσεων
που μπορεί να αποκτήσει η Ταϊβάν ή η Ιαπωνία.3
Τέλος η Ευρώπη θα έχει ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πρώτης φάσης της NMD αφού για
τον εντοπισμό των πυραύλων θα απαιτηθεί και η εγκατάσταση 2 RADAR σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι Ευρωπαίοι, επιθυμούν την διατήρηση της ΑΒΜ, και αν και δεν συμμερίζονται όλοι την ύπαρξη
απειλής, προτιμούν την άμβλυνση τους μέσω διπλωματικών διαδικασιών που οδηγούν σε
συμφωνίες αφοπλισμού. Τέλος επιθυμούν μία συνεργασιακή αντιμετώπιση του ζητήματος μεταξύ
ΗΠΑ-Ρωσίας που δεν θα φέρει την Ευρώπη σε σύγκρουση με την τελευταία.