Theodore Gericault Research Papers - Academia.edu (original) (raw)

Προηγείται η ανάλυση της τρίπτυχης δομής της παράστασης με έμφαση τόσο στη διακειμενικότητα και την ειδολογική και υφολογική ποικιλία των κειμένων που χρησιμοποιεί (ιστορικές μαρτυρίες, προσωπικές αφηγήσεις των ηθοποιών, χρονογραφήματα,... more

Προηγείται η ανάλυση της τρίπτυχης δομής της παράστασης με έμφαση τόσο στη διακειμενικότητα και την ειδολογική και υφολογική ποικιλία των κειμένων που χρησιμοποιεί (ιστορικές μαρτυρίες, προσωπικές αφηγήσεις των ηθοποιών, χρονογραφήματα, επίσημα κρατικά έγγραφα, φιλοσοφικά έργα, θρησκευτικά κείμενα κ.ά.), όσο και στην προσωδιακή, μουσική και εικαστική πλευρά της. Στη συνέχεια αναλύεται φιλοσοφικά η χρονική τροπικότητα του «έχει υπάρξει» που στιγματίζει το έργο ως υπαρκτική προτεροχρονία και διακλαδίζεται σε δύο διαφορετικούς, πλην αμοιβαία περιχωρούμενους δρόμους.
Στον έναν κατισχύει η ιδιότητα της προτεροχρονίας που όμως είναι συνημμένη στο παρόν, με βάση το οποίο ακριβώς είναι προτεροχρονία (πρόκειται για το «έχει υπάρξει», το Gewesenheit για τον Heidegger του Sein und Zeit). Στον άλλον δρόμο υπερτερεί ο γεγονικός χαρακτήρας, ο συντελεσμένος χρόνος, το εκπνεύσαν παρελθόν, το εξαφανισμένο ίχνος (Vergangenheit, η λήξασα παρελθοντικότητα). Στον δρόμο της προτεροχρονίας αναγνωρίζουμε το αμετάκλητο (irrévocable), όπως ορίζεται από τον Jankélevitch στο L’irréversible et la nostalgie και στο La mort, ως αυτό που έχει λάβει χώρα και δεν μπορεί να ακυρωθεί ηθικά ή να εκμηδενιστεί οντολογικά (ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται, ο γέγονε, γέγονε), γι’ αυτό και έχει ένα ηθικό στίγμα που εκδηλώνεται με την τύψη. Στον άλλον δρόμο, του εκπνεύσαντος παρελθόντος, αντιστοιχούμε το μη αναστρέψιμο (irréversible), δηλαδή το ανεπίστρεπτο του παρελθόντος, το «ποτέ πια» ενός γεγονότος και την αδυναμία μας να επιστρέψουμε εμείς στο γεγονός αυτό, γι’ αυτό και έχει μια αισθητικίζουσα τονικότητα που εκφράζεται με τη νοσταλγία.
Η παράσταση του Μοσχόπουλου αναλύεται στη βάση της λεπτής διαφοράς μεταξύ των δύο δρόμων κατά την οποία το «έχει υπάρξει» προσφέρει ένα πιθανό ενδιαίτημα στο υπόχρεον-είναι. Το συντελεσμένο και μη-αναστρέψιμο παρελθόν δεν είναι σε θέση να κληροδοτήσει κάτι παρά μόνο σε έναν ύστερο χρόνο και με τρόπο εξωτερικό: το ανακαλούμε προαιρετικά και το καθιστούμε αναφορά του παρόντος μας, ως ένα «όχι πλέον», ένα «μη είναι πια». Στη σφαίρα όμως του «έχει υπάρξει», του αμετάκλητου αναδύεται πολύ συχνά η σιωπηλή και απροειδοποίητη δύναμη του υπόχρεου-είναι, η δύναμη μιας άφωνης και άγραφης διαθήκης η οποία εισάγει στην πλησμονή της παροντικής στιγμής το θραύσμα του χρέους. Πρόκειται για το χρέος όπως το περιγράφει ο Walter Benjamin στις Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, όπου ακριβώς μέσω του χρέους των ζωντανών οι αδικαίωτοι νεκροί του σωρευμένων ναυαγίων του παρελθόντος προσμένουν μια πνοή δικαιοσύνης. Μέσω της ανάλυσης του ιστορικού και του βιωμένου χρόνου, της μυθοπλαστικής, ερμηνευτικής, διακειμενικής πτυχής της παράστασης και του επιτελεστικού χαρακτήρα της ιστορίας, υποστηρίζεται ότι η Μέδουσα αφουγκράζεται τις εκκλήσεις των νεκρών και αναδέχεται το χρέος μιας αναπαράστασης του ναυαγίου που μπορεί να είναι και δικό μας.