Λέκκας (οικονομολόγος): Η Βρετανία σε παρακμή - Ανθρωπάκι χωρίς πυγμή, ο πρωθυπουργός Starmer (original) (raw)

Η πολιτική σταθερότητα για την πιο παλιά κοινοβουλευτική Δημοκρατία του κόσμου, την Βρετανία, ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζονταν όλο το οικοδόμημα μιας χώρας που μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε τα χαρακτηριστικά αυτοκρατορίας.
Αυτό πλέον δεν υπάρχει για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό.
Η απουσία ηγετών και πολιτικών υψηλού διαμετρήματος οδηγεί στην σημαντικότερη θέση του πρωθυπουργού άτομα απολύτως αναλώσιμα.
Οι συντηρητικοί κυβερνούσαν την χώρα 14 χρόνια, από το Μάιο του 2010 έως και τον Ιούλιο του 2024, όμως με εξαίρεση την θητεία Κάμερον διάρκειας έξι ετών, στα έτη 2016-2024 άλλαξαν τέσσερις πρωθυπουργούς, ενώ η εικόνα του τελευταίου τους πρωθυπουργού, Ρίσι Σούνακ, εν μέσω βροχής και χωρίς προστασία να αναγγέλλει τις πρόωρες εκλογές της 4ης Ιουλίου 2024 , έδειχνε ότι η παρακμή δεν έχει τέλος.
Και η παρακμή δεν αφορά μόνο τους συντηρητικούς που είδαν τα ποσοστά τους να συρρικνώνονται από τα επίπεδα του 42,4% του 2019 στα επίπεδα του 23,7% τον Ιούλιο του 2024 αλλά και τους εργατικούς που πήραν την διακυβέρνηση υπό τον Κίρ Στάρμερ ως μια προσωρινή στροφή αποδοκιμασίας των συντηρητικών παρά ως μια μακροπρόθεσμη μετατόπιση ψηφοφόρων.
Πριν καν κλείσει χρόνο στην πρωθυπουργία ο Στάρμερ βάλλεται από παντού, από τις αγορές, από το κόμμα του αλλά και από εκείνους που έχουν στο μυαλό τους την απουσία αντίδρασης όταν ήταν επικεφαλής εισαγγελέας του στέμματος σχετικά με βιασμούς εκατοντάδων κοριτσιών από συμμορίες μεταναστών υπό τον φόβο μη θεωρηθεί ρατσιστής και διαταράξει το κλίμα με τους μουσουλμάνους.
Ο Στάρμερ εντάσσεται στα ανθρωπάκια που βρέθηκαν σε μια θέση ως αντάλλαγμα της υιοθέτησης των πρακτικών της πολιτικής ορθότητας.
Ανθρωπάκια χωρίς πυγμή και ειδικό βάρος που σύρονται κυρίως από τις περίφημες αγορές, υποβάλλουν την νομιμοφροσύνη τους ακόμη και όταν αυτογελοιοποιούνται επιβεβαιώνοντας ότι ως αχυράνθρωποι είναι αναλώσιμοι και χωρίς κανένα απολύτως στίγμα στην ιστορία η οποία θα τους αγνοήσει επιδεκτικά.
Η ιστορία μας δείχνει ότι τα πράγματα κάποτε ήταν διαφορετικά και κυρίως όσο την επαναφέρουμε στο νου μας τόσο διαπιστώνουμε ότι η παρακμή πάντοτε έχει ένα χαρακτηριστικό: την έλλειψη πολιτικών ηγετών.
Ας δούμε την ιστορία της Βρετανικής αυτοκρατορίας που ως Ηνωμένο Βασίλειο πλέον έφτασε στο σημείο τον χειμώνα του 2021/22 να έχει 14,5 χιλιάδες νεκρούς από υποθερμία.
Κατάντια με ταυτόχρονα συναισθήματα λύπης και κατάθλιψης.
Την ώρα που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών στην Δυτική Ευρώπη το τέλος του Εκατονταετούς πολέμου διαμόρφωνε στην ουσία δυο εθνικά κράτη, την Γαλλία και την Αγγλία, που σταδιακά θα δημιουργούσαν ένα κόσμο διαφορετικό από εκείνο του Μεσαίωνα.
Οι γεωγραφικές ανακαλύψεις του δευτέρου μισού του 15ου αιώνα βάζουν το εμπόριο σε νέες βάσεις ενώ τότε ξεκινά και ο αποικιακός ανταγωνισμός των Δυτικοευρωπαίων.
Η ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου θα γεννήσει τον καπιταλισμό και το τραπεζικό σύστημα.
Η Αγγλία (Βρετανία μετά την πράξη ένωσης με την Σκωτία το 1707) σε όλες αυτές τις μεταβολές θα είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής.
Στην Αγγλία γεννήθηκε στην ουσία η βιομηχανία το 1750 και αυτό που ονομάστηκε βιομηχανική επανάσταση , στην Αγγλία είχαν τεθεί οι βάσεις του κοινοβουλευτισμού και της συνταγματικής μοναρχίας, πρώτα το 1215 όταν ο βασιλιάς Ιωάννης υποχρεώθηκε να υπογράψει τον Χάρτη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και να μοιραστεί την εξουσία με τους αριστοκράτες (50 χρόνια μετά συγκλείσθηκε η πρώτη Βρετανική Βουλή – η πρώτη στον κόσμο – με συμμετοχή αριστοκρατών, κληρικών και εκπροσώπων περιφερειών ) και στην συνέχεια με την ένδοξη επανάσταση του 1688 στην οποία αναγνωρίστηκαν πολιτικά δικαιώματα στα μέλη των οικονομικά ισχυρών τάξεων.
Στην Αγγλία ξεκίνησε ο Διαφωτισμός με τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ελευθερίας, της ανεξιθρησκία, της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης, της ισότητας, των δικαιωμάτων εκμάθησης μέσω της παιδείας, της ισότητας έναντι των νόμων, του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, και της διάκρισης των εξουσιών.
Στην Αγγλία ξεκίνησε ο σιδηρόδρομος το 1825 δίνοντας άλλη διάσταση στις μεταφορές και στην οργάνωση της οικονομίας αφού ο χρόνος και το κόστος περιορίστηκαν.
Στην Αγγλία διαμορφώθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και τα συνδικάτα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα ως αποτέλεσμα των οργανωμένων διεκδικήσεων από το 1838, της Αγγλικής Ένωσης Εργατών, ενώ στην Αγγλία το 1864 έγινε η πρώτη Διεθνής Ένωση Εργατών.
Στην Αγγλία ξεκίνησαν να παραχωρούνται πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες το 1903 και δημιουργήθηκε το πρώτο πλαίσιο νομικής και πολιτικής χειραφέτησης τους.
Όλα αυτά δημιούργησαν υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης που όμως έπρεπε να στηριχθούν από νέες αγορές και νέες πηγές πρώτων υλών κάτι που εξασφαλίστηκε από την επεκτατική πολιτική που ονομάστηκε αποικιοκρατία.
Οι αποικίες εξασφάλισαν την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την ενίσχυση του εθνικού γοήτρου.
Η Αγγλία ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής και σε αυτό την βοήθησαν δυο πόλεμοι οι οποίοι στο τέλος τους έθεσαν εκτός παιχνιδιού τους βασικούς ανταγωνιστές της, αφού η επαναχάραξη συνόρων και αποικιών λειτουργεί πάντα εις βάρος των ηττημένων.
Η ήττα της Ναπολεόντειας Γαλλίας το 1815 και της Γερμανίας το 1918 με την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου έδωσαν την ευκαιρία της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας της.
Η απώλεια των αποικιών στην Βόρεια Αμερική μετά την Αμερικανική επανάσταση το 1783 επουλώθηκε από την εξάπλωση στην Αφρική, Ασία και τον Ειρηνικό.
Το 1920 η Αγγλία, ως Μεγάλη Βρετανία πλέον, ήταν η ισχυρότερη αποικιακή αυτοκρατορία, αφού έλεγχε το ένα τέταρτο του πλανήτη στο οποίο κατοικούσαν μισό δισεκατομμύριο άτομα.
Τα πρώτα σύννεφα όμως είχαν αποτυπωθεί με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αφού η διαχρονικά πιστώτρια Μεγάλη Βρετανία είχε πλέον ανάγκη κεφαλαίων.
Ο Βρετανικός προϋπολογισμός ισοσκελισμένος μέχρι τότε, το 1918 παρουσίασε έλλειμμα 1,7 δις στερλινών, ενώ το δημόσιο χρέος έφθασε τα 7,8 δις στερλίνες.
Η αύξηση των φόρων μονόδρομος, η φορολογία αυξήθηκε από τα 362 εκατ. στερλίνες που καταγράφονταν πριν την έναρξη του πολέμου στα 2,5 δις στερλίνες με την λήξη του.
Το άκρως ανησυχητικό όμως ήταν ότι πάρα την εξάπλωση της πλέον δεν αναγνωρίζονταν αυτονόητα ως κυρίαρχη υπερδύναμη.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην ουσία με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ινδίας επήλθε η σταδιακή παρακμή της αυτοκρατορίας στο πλαίσιο του κινήματος της απο-αποικιοποίησης αφού οι περισσότερες περιοχές απέκτησαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 την ανεξαρτησία τους.
Το 1965 ο αριθμός των ατόμων υπό Βρετανική κυριαρχία έπεσε από τα 500 εκατομμύρια σε πέντε εκ των οποίων τα τρία ήταν στο Χόνγκ Κόνγκ το οποίο παραδόθηκε στην Κίνα το 1997.
Η Μεγάλη Βρετανία αν και ήταν νικήτρια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οικονομικά ήταν σκιά του εαυτού της ενώ την τυπική χρεοκοπία αποσόβησε ένα αμερικανικό δάνειο 3,5 δις δολαρίων το 1946.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας του Ηνωμένου Βασιλείου είναι από τους ισχυρότερους στον κόσμο. Συγκεκριμένα το Λονδίνο είναι το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο μετά της Νέας Υόρκης.
Στο Λονδίνο πραγματοποιείσαι το ένα τρίτο των συναλλαγών συναλλάγματος, δηλαδή των συναλλαγών μιας αγοράς που υπερβαίνει τα 8 τρις δολάρια σε ημερήσια βάση.
Επίσης στο Λονδίνο πραγματοποιείται ο μεγαλύτερος όγκος ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εργασιών, ενώ οι Βρετανικές τράπεζες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον κύκλο εργασιών των διεθνών κεφαλαιαγορών.
Το Λονδίνο κατέχει την πρώτη θέση στον αριθμό ξένων τραπεζών που λειτουργούν στο οριοθετημένο χρηματοοικονομικό κέντρο του Σίτυ, ενώ το χρηματιστήριο του είναι το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο σε όγκο συναλλαγών.
Το πλαίσιο συμβουλευτικών υπηρεσιών των Βρετανικών Χρηματοοικονομικών ομίλων που περιλαμβάνει νομικές και λογιστικές υπηρεσίες όπως και υπηρεσίες σχετικές με τις ιδιωτικοποιήσεις, συγχωνεύσεις και εκδόσεις ομολόγων καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση παγκοσμίως πίσω μόνο των αντίστοιχων αμερικανικών.
Το Λονδίνο επομένως θεωρείτε δικαίως από τα πιο ισχυρά και κορυφαία χρηματοοικονομικά κέντρα αφού σε αυτό καθορίζονται σε ημερήσια βάση οι τιμές μιας σειράς χρηματοοικονομικών προϊόντων, εμπορευμάτων, μετάλλων και πρώτων υλών.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η χώρα που έχει ως κύριο εισόδημα της, τις εξαγωγές χρηματοοικονομικών και επιχειρηματικών υπηρεσιών.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι όλα τα ανωτέρω κατατάσσονται στην μη παραγωγική σφαίρα λειτουργείας μιας οικονομίας.
Ο τομέας των υπηρεσιών προσφέρει το 65% του ΑΕΠ ενώ απασχολεί το 71% του εργατικού δυναμικού με πρωταγωνιστή τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το Βρετανικό τραπεζικό σύστημα είναι από τα πιο συγκεντρωτικά στον κόσμο με τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες να κατέχουν το 92% των συνολικών καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών.
Οι διεθνείς διασυνδέσεις τους κυρίως με αμερικανικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς διαμορφώνουν ένα πλαίσιο δράσης που καλύπτει τον μεγαλύτερο όγκο των ημερήσιων συναλλαγών.
Η ηγετική αυτή θέση και το κύρος που αυτή διαμορφώνει είναι το ένα από τα δυο παράδοξα της διπλής φύσης των παραγόντων που επηρεάζουν την οικονομία στο σύνολο της.
Το δεύτερο είναι το νόμισμα της χώρας, η Στερλίνα, που η κεκτημένη ταχύτητα της από την περίοδο που ήταν το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα την καθιστά αυτόματα σε θέση ανάμεσα στο δολάριο, ευρώ, γιέν και ελβετικό φράγκο.
Για πολλούς στην βάση των θεμελιωδών μεγεθών της Βρετανικής οικονομίας η Στερλίνα είναι υπερτιμημένη και δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική ισχύ μιας οικονομίας με μεγάλα προβλήματα.
Πριν το Brexit αρκετές βιομηχανικές μονάδες, όπως για παράδειγμα οι αυτοκινητοβιομηχανίες πίεζαν για την υιοθέτηση του ευρώ αφού η ισχυρή θέση της στερλίνας επηρέαζε αρνητικά τις εξαγωγές εκδηλώνοντας μάλιστα έμμεσα τη πρόθεση τους για επανεξέταση της θέσης τους στην Βρετανία.
Με δεδομένο ότι το Ηνωμένο βασίλειο θεωρείτε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές δυνάμεις της υφηλίου ο παράγων νόμισμα καθορίζει τις προοπτικές της κερδοφορίας και βιωσιμότητας, πλήθους εταιρειών με εξαγωγικό προσανατολισμό και άκρως ανταγωνιστικού προφίλ.
Στην ουσία ένα νόμισμα που θεωρείτε υπερτιμημένο υπονομεύει ιδιαίτερα σοβαρά κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα στερώντας από την πραγματική οικονομία το κατάλληλο υπόβαθρο ενίσχυσης των δομών της αλλά και του τρόπου λειτουργίας της.
Στην βάση των ανωτέρω όμως καταγράφουμε το οξύμωρο ο χρηματοοικονομικός τομέας και το νόμισμα να ξεπερνούν σε δυνατότητες, αίγλη και γόητρο την Βρετανική Οικονομία.
Σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό στηρίχθηκε το ΔΝΤ το 2007 για να θεωρήσει το Σίτυ ως επικράτεια εχεμύθειας.
Ειδικά το Σίτυ του Λονδίνου παρουσιάζεται στην διεθνή οικονομική σκηνή ως παράγοντας με εμβέλεια μακράν της αντίστοιχης που εκπέμπει η οικονομία της Βρετανίας γι’ αυτό και ο τρόπος που επηρεάζει τις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις είναι δεικτικός της απόλυτης δύναμης του.
Ένα ισχυρό χρηματοοικονομικό κέντρο επιζητά την σταθερότητα του νομίσματος αναφοράς του ανεξάρτητα εάν η σταθερότητα, το γόητρο και η δυναμική παρουσία του νομίσματος, όπως στην περίπτωση του Σίτυ και της Στερλίνας, λειτουργεί ευθέως αντίστροφα για τα συμφέροντα της πραγματικής οικονομίας.
Στην περίπτωση της Στερλίνας ο χρόνος έχει σταματήσει, για αυτούς που την θέλουν να πρωταγωνιστεί στην διεθνή νομισματική αγορά ανεξαρτήτου κόστους, όπως τότε που εξέφραζε την αυτοκρατορική οικονομία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ.
Ξεχνούν ή θέλουν να ξεχνούν ότι τον Ιούλιο του 1944 στο Bretton Woods η υιοθέτηση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι του αμερικανικού δολαρίου και της μετατρεψιμότητας του συγκεκριμένου νομίσματος σε χρυσό έβαλε και τυπικά τέλος στην εποχή της στερλίνας ως αποθεματικού νομίσματος.
Τα συμφέροντα όμως του χρηματοοικονομικού κέντρου επιβάλουν την ισχύ της στερλίνας μιας και συνεισφέρουν τα μέγιστα στην όποια ανάπτυξη της οικονομίας μετά την αναδιάρθρωση της προς όφελος του τομέα των υπηρεσιών.
Πολλοί πιστεύουν ότι σε αυτή την αναδιάρθρωση χρωστά το Ηνωμένο Βασίλειο την αναστροφή της παρακμιακής πορείας που ξεκίνησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την σταδιακή απώλεια των αποικιών.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Θάτσερ κατά την δεκαετία του 80 με άξονες τα οικονομικά της προσφοράς, τις ιδιωτικοποιήσεις, την σύγκρουση με τα συνδικάτα και κυρίως η απελευθέρωση /απορρύθμιση των αγορών, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την θεμελίωση της νέας χρηματοοικομικης τάξης και φυσικά της γιγάντωσης του Σίτυ του Λονδίνου.
Στην ουσία το αυτοκρατορικό παρελθόν των αποικιών και το γόητρο που απέπνεε έδινε την θέση του στο χρηματιστηριακό παρόν και κυρίως μέλλον του κύρους και της δύναμης που καλλιεργούσε το Σίτυ του Λονδίνου.
Πλέον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρειάζεται τα προϊόντα ,τις πρώτες ύλες και το εργατικό δυναμικό των αποικιών, πλέον διαχειρίζεται τα διεθνή κεφάλαια δρομολογεί τις εξελίξεις στην βάση των αγορών που ελέγχει και των υπηρεσιών που παρέχει.
Ένα τέτοιο κέντρο δεν μπορεί να εκπροσωπείται από ένα αδύναμο νόμισμα.
Αυτό ως δόγμα ισχύει διαχρονικά.
Το είδαμε κατά την κρίση του 1929 και το καταγράφουμε συνεχώς παρά τις ατυχείς στιγμές της στερλίνας.
Το 1925 είχε επιστρέψει στον κανόνα χρυσού, δηλαδή στην ισοτιμία με το δολάριο που ίσχυε πριν τον πόλεμο με ανταλλακτική αξία μιας λίρας προς 4,86 δολάρια.
Η απόφαση αυτή ευνοούσε τα συμφέροντα τόσο των χρηματιστηριακών κύκλων όσο και εκείνων του Σίτυ του Λονδίνου, όμως αντιστρατεύονταν εκείνα των παραγωγών και των εξαγωγέων.
Ο βιομηχανικός κλάδος ήθελε την υποτίμηση για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας όμως κάτι τέτοιο δεν υλοποιούνταν λόγω της επιρροής του Σίτυ.
Στην χώρα όλη την δεκαετία του 20 υπήρχαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργοι, όμως την μεγαλύτερη συμβολή στο ΑΕΠ δεν είχε πλέον η βιομηχανία αλλά ο χρηματοπιστωτικός τομέας.
Οι προτεραιότητες είχαν αλλάξει και δεν τις μετάβαλε ούτε η δεκαήμερη απεργία μεταξύ 4-11 Μαΐου του 1926 που παρέλυσε την χώρα, οπότε τα μόνα μέτρα που ελήφθησαν ήταν οι μειώσεις των δαπανών και οι αυξήσεις των φόρων.
Τα όρια εξαντλήθηκαν στις 21 Σεπτέμβριου του 1931 όταν εγκαταλείφθηκε ο κανόνας του χρυσού και η στερλίνα υποτιμήθηκε κατά 35% με ταυτόχρονη ύψωση νέων δασμολογικών τειχών.
Το 1967 ήταν μια άσχημη χρονιά για την Βρετάνια, η οικονομία βρίσκονταν σε ύφεση, το εμπορικό ισοζύγιο κατέγραφε έλλειμμα που ξεπερνούσε τα 107 εκατ. στερλίνες, ενώ η εργατική κυβέρνηση Χάρολντ Ουίλσον με υπουργό οικονομικών τον Τζέιμς Κάλαχαν έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να στηρίξει την στερλίνα που δέχονταν πιέσεις, με την πώληση δολαρίων και χρυσού.
Τελικά το μοιραίο, η υποτίμηση, δεν αποφεύχθει και έλαβε χώρα στις 18 Νοέμβριου με την στερλίνα να χάνει το 14,3% της αξίας της και το Σίτυ να νεκρώνει για δύο ημέρες.
Η υποτίμηση συνοδεύτηκε από αυξήσεις φόρων, αυστηροποίηση στην χορήγηση νέων δανείων και φυσικά με πιστώσεις από το ΔΝΤ.
Μετά την εκλογική αναμέτρηση της 4ης Ιουλίου 2024 οι Εργατικοί υπό τον Κίρ Στάρμερ μετά από 14 χρόνια στην αντιπολίτευση ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας.
Η οικονομία βρίσκεται σε επίπεδα στασιμότητα με προσδοκώμενο ρυθμό ανάπτυξης για το 2024 στα επίπεδα του 0,25% σύμφωνα με την τράπεζα της Αγγλίας, ενώ το δημόσιο χρέος μετά την αύξηση της τάξεως του 40% κατά την τελευταία 4ετια αναμένεται να προσεγγίσει το 98% του ΑΕΠ.
Η ανεργία βρίσκεται στο 4,3% και τα επιτόκια της στερλίνας στο 5,25%, στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 10ετιας, ως απότοκος της προσπάθειας αναχαίτισης του πληθωρισμού ο οποίος τον Οκτώβριο του 2022 βρέθηκε στο 11,1%, ενώ σήμερα βρίσκεται στο 2,3%.
Η στερλίνα στηριζόμενη στα υψηλά επιτόκια εμφανίζεται υπερτιμημένη των βασικών της ανταγωνιστών, του ευρώ και του αμερικανικού δολαρίου, θέτοντας στους εργατικούς το βασικό δίλημμα της διακυβέρνησης τους.
Υψηλά επιτόκια, ισχυρή στερλίνα, χαμηλός πληθωρισμός όπως θέλουν οι αγορές ή χαμηλότερα επιτόκια, λιγότερο ισχυρή στερλίνα και σχετικά υψηλός πληθωρισμός όπως επιβάλει το πλαίσια ισχυροποίησης του ΑΕΠ της χώρας;
Αγορές ή λαός για τον οποίο κόπτονται οι εργατικοί; ή για ακόμη φορά η παραγωγή θα σταθεί στο περιθώριο με το πολιτικό προσωπικό να υποβάλει σέβη στο χρηματοοικονομικό τομέα;
Η επιλογή δυστυχώς έχει γίνει.
Το αυτοκρατορικό παρελθόν των αποικιών, του εμπορίου, της παραγωγής και το γόητρο που απέπνεαν όλα αυτά έχει δώσει την θέση του στο χρηματιστηριακό παρόν και κυρίως στην αίγλη και την δύναμη που καλλιεργεί το Σίτυ του Λονδίνου διαμορφώνοντας τους όρους που πρέπει να λαμβάνει πάντοτε σοβαρότατα η εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας όταν αποφασίζει το μίγμα της οικονομικής της πολιτικής.

Λέκκας Σαράντος
Οικονομολόγος

www.bankingnews.gr