Τζορτζόνε (original) (raw)
Ο Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο (Giorgio Barbarelli da Castelfranco, περ. 1477 - 1510), γνωστός περισσότερο με το όνομα Τζορτζόνε (Giorgione) ήταν Ιταλός ζωγράφος της ύστερης αναγέννησης. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες του 16ου αιώνα, ιδρυτής της Βενετικής σχολής, καθώς και μια από τις πιο αινιγματικές μορφές στην ιστορία της ζωγραφικής.
Giorgione
Paintings
David with the Head of Goliath
The Adoration of the Shepherds
The three ages of man, detail
Frescoes to the Artes Liberalis
Frescoes to the Artes Liberalis
Frescoes to the Artes Liberalis
Frescoes to the Artes Liberalis
Judith
Laura ( Portrait of a young woman)
Madonna Benson Scene: Holy Family
Mary and the Jesus Child in a Landscape
Portrait of a man (bust of a man )
Drawings
Οι πηγές του 16ου αιώνα προσδιορίζουν την ταυτότητά του με βάση την πόλη από την οποία κατάγεται, το Καστελφράνκο Βένετο, όπου και πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1477-1478. Η κατά προσέγγιση ημερομηνία του θανάτου του συμπεραίνεται από μια ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Ιζαμπέλα ντ' Έστε και του αντιπροσώπου της, από την οποία πληροφορούμαστε ότι το 1510 ο Τζορτζόνε είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο (Τζόρτζι ή Τζορτζό στη βενετσιάνικη διάλεκτο) αναφέρεται με την ονομασία Τζορτζόνε, που φανερώνει όχι μόνο το υψηλό σωματικό του ανάστημα αλλά και το ηθικό. Τα διθυραμβικά σχόλια που από τότε τον ακολουθούσαν αναθεωρούνται βέβαια κάτω από το πρίσμα μιας αυστηρής έρευνας, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δικαίωνε πλήρως τη φήμη του. Ακόμη και αν περιοριστούν στο ελάχιστο τα έργα που του αποδίδονται, παραμένει γεγονός ότι τα έργα αυτά σημάδεψαν ανεξίτηλα τη βενετσιάνικη ζωγραφική, επισφραγίζοντας μια αποφασιστική στροφή προς τον μοντερνισμό.
Η ανασύνθεση του καταλόγου των έργων του αποτελεί αντικείμενο αδιάκοπων συζητήσεων. Τα έργα που του αποδίδονται, κανένα από τα οποία δεν είναι υπογεγραμμένο, υπόκεινται σε συνεχείς επαληθεύσεις ως προς το δημιουργό τους. Η εικονογραφία του αποτελεί επίσης αντικείμενο αναρίθμητων ερμηνειών. Δρώντας για λιγότερο από δέκα χρόνια στο προσκήνιο της ζωγραφικής τέχνης στη Βενετία — διάστημα σύντομο που ωστόσο αποτελεί ανεξάντλητη πηγή για τις έρευνες των μελετητών — και έχοντας τιμηθεί από τους συγχρονούς του, είναι ένας καλλιτέχνης που στα μάτια των μεταγενέστερων έλαβε γρήγορα θρυλικές διαστάσεις. Σε αυτόν είδαν την ιδιοφυία που επιβάλεται στον κόσμο με τη δύναμη της τέχνης της - μια εμφάνιση αιφνίδια αλλά και εκθαμβωτική, που προοριζόταν να λάμψει αιώνες.
Βιογραφία
Για τη ζωή και το έργο τού Τζορτζόνε διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες από έγγραφα της εποχής του. Η παλαιότερη χρονικά βιογραφία του περιέχεται στους Βίους (1550) του Τζόρτζιο Βαζάρι, ενώ μία αναθεωρημένη εκδοχή της εμφανίστηκε στην δεύτερη έκδοση του έργου, το 1568. Σύμφωνα με αυτή, γεννήθηκε το 1477 ή το 1478[1] και υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της στροφής της βενετικής ζωγραφικής προς το «μοντερνισμό» (maniera moderna), επηρεασμένος από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Mεταγενέστερη βιογραφία του υπήρξε εκείνη τού Κάρλο Ριντόλφι (Le maraviglie dell’ Arte ovvero, Le vite degli Illustri Pittori Veneti and dello Stato, 1648) σε μία περίοδο κατά την οποία οι πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του είχαν ήδη αρχίσει να διανθίζονται με φανταστικά ή μυθικά στοιχεία[2]. Ο τόπος γέννησής του και η καταγωγή του έχουν αποτελέσει αντικείμενα διαφωνιών μεταξύ των ιστορικών, αλλά θεωρείται πιθανότερο πως υπήρξε γιος ή εγγονός του Τζοβάνι Μπαρμπαρέλι, γνωστού επίσης ως Τζορτζόνε από το Καστελφράνκο. Ο Μπαρμπαρέλι ζούσε στο Καστελφράνκο Βένετο, όπου πιθανότατα γεννήθηκε ο ζωγράφος Τζορτζόνε, ενώ η καταγωγή του ήταν από το γειτονικό Βεντελάγκο της επαρχίας του Τρεβίζο.[3]. Σύμφωνα με μία παράδοση, η οποία ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται και αμφισβητείται[4], φέρεται επίσης ως γόνος της επιφανούς οικογένειας των Μπαρμπαρέλα, και ειδικότερα ως νόθος γιος, καρπός της σχέσης του πατέρα του με μία χωρική από την κοινότητα του Βεντελάγκο[5]. Ο Ριντόλφι αναπαρήγαγε στη βιογραφία του το μύθο περί ευγενούς καταγωγής τού Τζορτζόνε, αναφέροντας μάλιστα ως τόπο γέννησής του το Βεντελάγκο, ωστόσο σύμφωνα με τον Βαζάρι ήταν ταπεινής καταγωγής, ενώ οι παλαιότερες αναφορές και τα έγγραφα της εποχής του δεν αναφέρουν το όνομα Μπαρμπαρέλι.
Η Καταιγίδα, περ. 1505-10, λάδι σε μουσαμά, 82 × 73 εκ., Gallerie dell'Accademia, Βενετία
Από το όνομα Τζορτζόνε (Giorgione), δηλαδή «μεγάλος» ή ψηλός Τζόρτζι, με το οποίο έγινε περισσότερο γνωστός, και με βάση μία πληθώρα σχετικών αναφορών, υποθέτουμε πως ήταν μεγαλόσωμος, ενώ όλες οι γνωστές αναφορές στην προσωπικότητά του εστιάζουν επίσης στο γοητευτικό χαρακτήρα του και στην εν γένει επιβλητική εξωτερική εμφάνισή του. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζοβάνι Μπελίνι, που αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της εποχής, υπόθεση που στηρίζεται στις ομοιότητες που εμφανίζουν τα έργα του Τζορτζόνε με τις τελευταίες δημιουργίες του Μπελίνι[6]. Σύμφωνα με τον Βαζάρι, διέθετε επίσης κλίση στη μουσική — καθώς φαίνεται στο λαούτο και στο τραγούδι — με αποτέλεσμα να καλείται συχνά σε μουσικές συγκεντρώσεις ευγενών. Στα λιγοστά ιστορικά έγγραφα που αναφέρονται στον Τζορτζόνε και ταυτόχρονα ανήκουν στο διάστημα που ήταν εν ζωή, αναγνωρίζεται με το όνομα Τζόρτζι ντα Καστελφράνκο, σύμφωνα με τη βενετική διάλεκτο. Από αυτά πληροφορούμαστε επίσης πως από τον Αύγουστο του 1507 έως τον Ιανουάριο του επόμενου έτους φιλοτέχνησε ένα πίνακα για την Αίθουσα Ακροάσεων (Sala dell’Udienza) του Παλατιού των Δόγηδων στη Βενετία, έργο που καταστράφηκε κατά την περίοδο 1574-77, ενώ το Δεκέμβριο του 1508 έλαβε την αμοιβή του για μία νωπογραφία που ολοκλήρωσε για τη διακόσμηση της Γερμανικής Αποθήκης (Fondaco de’ Tedeschi) της Βενετίας. Η ημερομηνία θανάτου του συμπεραίνεται από την αλληλογραφία της μαρκησίας Ιζαμπέλα ντ' Έστε με τον αντιπρόσωπό της, Ταντέο Αλμπάνο, κατά το μήνα Οκτώβριο του 1510, σύμφωνα με την οποία ο Τζορτζόνε είχε πρόσφατα πεθάνει από πανώλη. Η μαρκησία επιθυμούσε να αποκτήσει ένα έργο του με θέμα μία νυχτερινή σκηνή, ωστόσο σήμερα δεν διασώζεται καμία ανάλογη σύνθεσή του.
Έργο
Η προσπάθεια σύνθεσης ενός καταλόγου έργων του Τζορτζόνε είναι εν γένει εξαιρετικά δύσκολη. Κανένας από τους πίνακες που φιλοτέχνησε δεν φέρει την υπογραφή του, ενώ μόλις δύο από αυτούς — η προσωπογραφία νεαρής γυναίκας γνωστή ως Λάουρα (περ. 1506, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη) και η Προσωπογραφία ενός νεαρού άνδρα (περ. 1510, Μουσείο Τέχνης, Σαν Ντιέγκο) — φέρουν μεταγενέστερες επιγραφές με πληροφορίες για το δημιουργό και την ημερομηνία ολοκλήρωσής τους. Η περίφημη τοπιογραφία που φέρει τον τίτλο Η Καταιγίδα (La tempesta, περ. 1508, Gallerie dell'Accademia, Βενετία) καθώς και η Προσωπογραφία νεαρού άνδρα με ένα βέλος (περ. 1505, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη) ολοκληρώνουν τον κατάλογο έργων που αποδίδονται με σχετική ασφάλεια στον Τζορτζόνε. Τα δύο τελευταία έργα, μαζί με τον πίνακα Οι τρεις φιλόσοφοι, περιλαμβάνονται επίσης στον κατάλογο (Notizia d' opere di disegno) του Βενετού ευγενή και ειδήμονα Marcantonio Michiel, που διαμορφώθηκε την περίοδο 1521/25-43. Ο κατάλογος αυτός αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές πληροφοριών για το έργο του Τζορτζόνε και περιέχει περιγραφές έργων από τις σπουδαιότερες ιδιωτικές συλλογές που είχαν δημιουργηθεί στη Βενετία την εποχή εκείνη. Ο Michiel απέδωσε στον Τζορτζόνε δεκαέξι πίνακες, δύο από τους οποίους αναφέρονταν ως αντίγραφα έργων του, ωστόσο μόνο ένα μικρό ποσοστό τους έχει διασωθεί. Μεταξύ αυτών, ανήκει η Κοιμωμένη Αφροδίτη (περ. 1508-10, Gemäldegalerie, Δρέσδη), έργο που όπως αναφέρεται από τον Michiel ολοκληρώθηκε από τον Τιτσιάνο (κατά άλλους αποδίδεται ολοκληρωτικά στον τελευταίο), ενώ και για τους Τρεις φιλοσόφους επισημαίνεται ότι ολοκληρώθηκαν από τον Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο. Άλλα έργα που αποδίδονται από την πλειοψηφία των μελετητών στον Τζορτζόνε, χωρίς ωστόσο να διαθέτουμε σύγχρονες αναφορές σε αυτά, είναι οι πίνακες Ιουδήθ (περ. 1504, Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη) και Πορτρέτο νεαρού άνδρα (Gemäldegalerie, Βερολίνο), ενώ από τις θρησκευτικές συνθέσεις που πιστεύεται ότι φιλοτέχνησε ξεχωρίζει το ιερό του καθεδρικού ναού του Καστελφράνκο.
Οι τρεις φιλόσοφοι, περ. 1508/09, ελαιογραφία, 123.5 x 144.5 εκ., Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη
Η Καταιγίδα αποτελεί ένα από τα πιο φημισμένα έργα του Τζορτζόνε και αναπαριστά μία έντονα δραματοποιημένη σκηνή μίας επερχόμενης θύελλας, στην οποία ξεχωρίζουν τρεις ανθρώπινες μορφές, μία γυναίκα που θηλάζει ένα βρέφος και ένας άνδρας. Θεωρείται έργο ορόσημο για την αναγεννησιακή τοπιογραφία και έχουν προταθεί πολυάριθμες ερμηνείες του, καμία από τις οποίες δεν προβάλλεται μέχρι σήμερα ως οριστική. Στα πλαίσια αυτών, έχει χαρακτηριστεί ως μυθολογικός, θρησκευτικός, αλληγορικός ή ακόμα και ιστορικός πίνακας, ενώ κατά άλλους λογίζεται ως μία καθαρά ποιητική σύνθεση που δεν κρύβει κάποιο βαθύτερο περιεχόμενο. Η μελέτη του έργου με τη βοήθεια ακτίνων Χ το 1939 αποκάλυψε πως ο Τζορτζόνε δεν βασίστηκε σε προπαρασκευαστικά σχέδια και ακολούθησε μία ελεύθερη προσέγγιση της σύνθεσης, καθώς αρχικά είχε σχεδιάσει μία λουόμενη γυναικεία μορφή στη θέση της ανδρικής, στο κατώτερο αριστερό τμήμα του πίνακα, η οποία ωστόσο απουσιάζει από την τελική εκδοχή του έργου[7]. Ο Michiel κατέγραψε το έργο, όταν αυτό ανήκε στη συλλογή του καρδινάλιου Γκριμάνι, περιγράφοντάς το ως μικρό τοπίο (paesetto) και θεωρώντας πως αναπαριστά «μία καταιγίδα, ένα στρατιώτη και μία τσιγγάνα». Η ειδυλιακή σύνθεση συνδέεται συχνά με λογοτεχνικές αναφορές στην αρκαδική ποίηση του Τζάκοπο Σανατζάρο (1457-1530) και ειδικότερα στην κλασική μυθιστορία του Arcadia[8], ενώ όπως και με άλλα έργα του Τζορτζόνε, υποστηρίζεται πως μπορεί να ιδωθεί ασφαλέστερα ως ένα αυτόνομο εικαστικό ανάλογο της ποίησης[2].
Η ελαιογραφία Τρεις φιλόσοφοι (περ. 1508/09, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη) υπήρξε πιθανώς σύνθεση που ολοκλήρωσε στο τέλος της ζωής του και ολοκλήρωσε μετά το θάνατό του ο Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο. Όπως και η Καταιγίδα, το έργο αυτό — που σύμφωνα με τον κατάλογο του Michiel ανήκε αρχικά στη συλλογή του Ταντέο Κονταρίνι, γόνου της επιφανούς οικογένειας Κονταρίνι — έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών ως προς την ερμηνεία του. Η παλαιότερη αντίληψη πως αναπαριστά τους τρεις μάγους τείνει να εγκαταλειφθεί, ωστόσο δεν υπάρχει οριστική συμφωνία μεταξύ των κριτικών σχετικά με το αν συμβολίζονται οι τρεις ηλικίες του ανθρώπου, τρία φιλοσοφικά ρεύματα, τρεις συγκεκριμένοι φιλόσοφοι (έχει υποστηριχθεί πως αναπαριστώνται ο Πυθαγόρας και οι δάσκαλοί του Θαλής και Φερεκύδης[9]), οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Ισλάμ και Χριστιανισμός), ή κάποιο άλλο μήνυμα[10]. Τo ιερό του καθεδρικού ναού του Καστελφράνκο περιλαμβάνει την πιο γνωστή θρησκευτική σύνθεση του Τζορτζόνε, μία ελαιογραφία που απεικονίζει την Παναγία με το θείο βρέφος και τους Αγίους Φραγκίσκο και Ελευθέριο (ή Γεώργιο), έργο που χρονολογείται περίπου το 1504. Οι δύο πρώτες μορφές βρίσκονται τοποθετημένες υψηλά, πάνω σε θρόνο, ενώ οι άγιοι καταλαμβάνουν το αριστερό και δεξί τμήμα της σύνθεσης αντίστοιχα, σε τριγωνικό σχηματισμό. Η σύνθεση αποτελεί τυπικό δείγμα μιας «ιερής συνομιλίας» (sacra conversazione[11]), ωστόσο θεωρείται παράλληλα πως απομακρύνεται από τον κανόνα, ειδικότερα μέσα από το ιδιόμορφο αρχιτεκτονικό σκηνικό και τον μη ρεαλιστικό θρόνο, τοποθετημένο σε αφύσικο ύψος.
Κοιμωμένη Αφροδίτη, περ. 1508-10, ελαιογραφία, 108 × 175 εκ., Gemäldegalerie, Δρέσδη
Η χρονολόγηση των έργων του παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία, με αποτέλεσμα να είναι σε μεγάλο βαθμό προσεγγιστική. Η ελαιογραφία Λάουρα είναι το μοναδικό έργο που φέρει ημερομηνία (1η Ιουνίου 1506), ενώ το ιερό του Καστελφράνκο παλαιότερα χρονολογείτο περίπου το 1504 με βάση μία αναφορά στην επιτύμβια πλάκα του υιού τού πιθανού παραγγελιοδότη του, ωστόσο η χρονολογία αυτή σήμερα αμφισβητείται, καθώς αποδείχθηκε πως η αναφορά αυτή δεν σχετίζεται πραγματικά με το έργο[2]. Αν το έτος γέννησης του Τζορτζόνε ήταν πράγματι το 1477, τότε θεωρείται λογικό να τοποθετείται η αρχή της σταδιοδρομίας του στα μέσα του 1490 και κατά συνέπεια είναι πιθανό να φιλοτέχνησε το ιερό περίπου το 1500 ή και νωρίτερα. Άλλα έργα που αποδίδονται στον Τζορτζόνε και μπορούν με μεγαλύτερη ακρίβεια να χρονολογηθούν είναι ο πίνακας που φιλοτέχνησε για το παλάτι των Δόγηδων και οι νωπογραφίες για την Γερμανική Αποθήκη στη Βενετία. Σύμφωνα με τα λιγοστά έγγραφα της εποχής που διαθέτουμε, τα έργα αυτά ολοκληρώθηκαν το 1508, ωστόσο δεν διασώζονται — με εξαίρεση ένα μικρό τμήμα της νωπογραφίας της Γερμανικής Αποθήκης — ενώ παράλληλα δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις που να οδηγούν με μεγαλύτερη ασφάλεια στο συμπέρασμα πως ανέλαβε παραγγελίες τόσο μεγάλης κλίμακας και πολυπλοκότητας κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του[2]. Η χρονολόγηση της Καταιγίδας θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας, καθώς ανάλογα με το αν φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1505–6 ή λίγα χρόνια αργότερα (π. 1509), διαφοροποιούνται οι αντιλήψεις που διαμορφώνονται σχετικά με την τελευταία περίοδό τού Τζορτζόνε και ειδικότερα με την τεκμηρίωση ενός ευδιάκριτου ύστερου ύφους. Με δεδομένο ότι τα έργα Οι τρεις φιλόσοφοι και Κοιμωμένη Αφροδίτη ολοκληρώθηκαν από τον Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και τον Τιτσιάνο αντίστοιχα, εικάζεται πως οι δύο πίνακες ανήκαν στους τελευταίους που φιλοτέχνησε, ωστόσο ειδικά για τον πρώτο, οι διαφορές που επισημαίνονται σε σύγκριση με τις πιθανώς σύγχρονες νωπογραφίες του για τη Γερμανική Αποθήκη, καθιστούν το ενδεχόμενο αυτό λιγότερο πιθανό. Το τοπίο που διακρίνεται στο βάθος της ελαιογραφίας της Κοιμωμένης Αφροδίτης, εμφανίζει τυπικά χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του Τιτσιάνο, ενώ το ίδιο έχει υποστηριχθεί και για άλλα επί μέρους σημεία της σύνθεσης. Στην ύστερη περίοδο του, είναι αμφίβολο αν θα έπρεπε να ενταχθεί και τo Βουκολικό κοντσέρτο (Concert champêtre, περ. 1509-10). Παραδοσιακά αποδιδόμενο στον Τζορτζόνε, η πλειοψηφία των σύγχρονων μελετητών θεωρεί πως το έργο ανήκει στον Τιτσιάνο[12], καθώς εμφανίζει σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τεχνοτροπίας του, ενώ υποστηρίζεται επίσης ότι κανένα από τα σωζόμενα έργα του Τζορτζόνε δεν διακρίνεται από ανάλογη πολυπλοκότητα στη σύνθεση των μορφών. Ωστόσο, ο ποιητικός χαρακτήρας του έργου θεωρείται πως βρίσκεται πιο κοντά στο ύφος του Τζορτζόνε[2].
Η Παναγία με το θείο βρέφος και τους Αγίους Φραγκίσκο και Γεώργιο (ή Ελευθέριο, προστάτη του Τρεβίζο), περ. 1500-05, ελαιογραφία, 200 × 152 εκ., Καστελφράνκο Βένετο
Το έργο του Τζορτζόνε, κατά κύριο λόγο προορισμένο για ιδιωτική χρήση και έντονα υποκειμενικό, φαίνεται πως δεν ακολούθησε απόλυτα τις καθιερωμένες πρακτικές που κυριαρχούσαν στα τέλη του 15ου αιώνα, με εξαίρεση πιθανότατα τα πρώιμα έργα του, τα οποία συνιστούσαν μάλλον συμβατικές δημιουργίες. Εστιάζοντας κυρίως σε πίνακες μικρών διαστάσεων, δεν είχε την ανάγκη διατήρησης ενός μεγάλου εργαστηρίου, κατά τα πρότυπα του Μπελίνι ή του Τιτσιάνο. Θεωρείται πιθανό πως δεν διέθετε μαθητές, εκτός από βοηθούς που συνεισέφεραν στην ολοκλήρωση των νωπογραφιών του ή άλλων μεγαλύτερων συνθέσεων. Η τεχνική του επίσης διαφοροποιήθηκε από την παραδοσιακή μέθοδο που ακολουθούσαν οι περισσότεροι καλλιτέχνες της Βενετίας, συμπεριλαμβανομένου και του δασκάλου του, σύμφωνα με την οποία κάθε στοιχείο της σύνθεσης καθοριζόταν αυστηρά στη βάση προπαρασκευαστικών σχεδίων που προηγούνταν της χρήσης του χρώματος. Αντίθετα, ο Τζορτζόνε, όπως και ο Τιτσιάνο, δημιουργούσε κατευθείαν με το χρώμα, χωρίς να βασίζεται σε προσχέδια. Πολλές παράμετροι της μεθόδου που ακολουθούσε αποκαλύφθηκαν μέσα από μελέτη των έργων του με τη χρήση ακτίνων Χ, όπως το γεγονός πως συχνά άλλαζε στοιχεία της σύνθεσης στη διάρκεια της επεξεργασίας της, με χαρακτηριστικό δείγμα την τοπιογραφία της Καταιγίδας. Εκτιμάται ότι φιλοτέχνησε ελάχιστα προσχέδια και το μοναδικό από αυτά που αναγνωρίζεται ως έργο του Τζορτζόνε από την πλειοψηφία των ερευνητών, είναι το σχέδιο που φέρει τον τίτλο Βοσκός και τοπίο (Μουσείο Boymans–van Beuningen, Ρότερνταμ), το οποίο ωστόσο δε συνδέεται με καμία γνωστή σύνθεσή του. Σχετικά με τους παραγγελιοδότες του διαθέτουμε λίγες πληροφορίες. Ο κατάλογος του Michiel περιλαμβάνει γνωστούς συλλέκτες έργων του, ωστόσο δεν είναι βέβαιο αν οι ίδιοι παρήγγειλαν τις δημιουργίες που κατείχαν. Ο Ταντέο Κονταρίνι, αρχικός κάτοχος των Τριών φιλοσόφων, φαίνεται πως ήταν παραγγελιοδότης του έργου, και ίσως ο μοναδικός που είχε άμεση επαφή με τον ζωγράφο. Περισσότερες πληροφορίες είναι διαθέσιμες για τον Τούτσιο Κοστάντζο, που κατά τις ενδείξεις υπήρξε παραγγελιοδότης του ιερού του Καστελφράνκο. Ο Κοστάντζο ήταν οπλαρχηγός σώματος μισθοφόρων στην Ιταλία, που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στη βασίλισσα της Κύπρου Κατερίνα Κορνάρο και την ακολούθησε όταν της παραχωρήθηκε το πριγκιπάτο του Άσολο. Ο Βαζάρι αναφέρει πως ο Τζορτζόνε είχε φιλοτεχνήσει μία προσωπογραφία της πρώην βασίλισσας, γεγονός που για ορισμένους κριτικούς αποτελεί ένδειξη πως ήταν σε στενή επαφή με τον κύκλο διανοουμένων και καλλιτεχνών τής βασίλισσας.
[Επεξεργασία] Κριτική και μεταθανάτια φήμη
Παρά τις διαφωνίες των μελετητών αλλά και τις αντικειμενικές δυσκολίες που ενέχει η ιστορική μελέτη της ζωής και τού έργου του Τζορτζόνε, θεωρείται αδιαμφισβήτητη η επίδρασή του στη βενετική τέχνη της εποχής του, καθώς σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως ο Τιτσιάνο, ο Πάλμα Βέκιο, ο Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και ο Λορέντζο Λότο, μιμήθηκαν το ύφος του στις αρχές του 16ου αιώνα. Αξιοσημείωτη επίδραση άσκησε επίσης σε ζωγράφους που δεν είχαν ως έδρα της πόλη της Βενετίας, όπως για παράδειγμα στον Ντόσο Ντόσι από τη Φεράρα. Στενότερη φαίνεται πως υπήρξε η σχέση του Τιτσιάνο με το έργο του Τζορτζόνε, σε τέτοιο βαθμό ώστε, όπως ανέφερε και ο Βαζάρι, να είναι δύσκολος ο διαχωρισμός των έργων που φιλοτέχνησαν και η απόδοσή τους σε έναν από τους δύο ζωγράφους. Η αναγνώρισή του ως ενός εκ των κορυφαίων δημιουργών της εποχής του, επιβεβαιώνεται μέσα από το έργο Il libro del cortegiano (1528), του διπλωμάτη και συγγραφέα Μπαλντασάρε Καστιλιόνε, στο οποίο τοποθετήθηκε στο ίδιο επίπεδο με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον Ραφαήλ και τον Μιχαήλ Άγγελο, καθώς και στο Dialogo di Pittura (1548) του Βενετού θεωρητικού της ζωγραφικής Πάολο Πίνο. Ανάλογη εκτίμηση στο έργο του έδειξε και ο Βαζάρι στους Βίους, παρά το γεγονός πως εκείνος δεν ενέκρινε ορισμένες τεχνικές μεθόδους του, όπως την άμεση εφαρμογή του χρώματος χωρίς χρήση προπαρασκευαστικών σχεδίων. Κατά το 19ο αιώνα, μία νέα, ρομαντική προσέγγιση του έργου του άρχισε να διαμορφώνεται, με χαρακτηριστικές τις εργασίες των Τζον Ράσκιν και Γουόλτερ Πάτερ. O τελευταίος χαρακτήρισε τον Τζορτζόνε ως εφευρέτη ενός είδους ζωγραφικής, αναφερόμενος στο γεγονός πως φιλοτεχνούσε πίνακες μικρών διαστάσεων, επιτρέποντας έτσι στον κάτοχό τους να τους μεταφέρει με την ίδια ευκολία που ήταν σε θέση να μεταφέρει ένα λογοτεχνικό κείμενο ή ένα μουσικό όργανο[13].
Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, είχε ανακαλυφθεί εκ νέου ο κατάλογος έργων του Michiel και αρκετά έργα που αποδίδονταν στον Τζορτζόνε τοποθετήθηκαν στο επίκεντρο μίας έρευνας βασισμένης σε περισσότερο αντικειμενικά κριτήρια. Στις αρχές του 20ου αιώνα η ανασύνθεση του καταλόγου των έργων του χαρακτηρίστηκε από διαφωνίες, ενώ ανάλογες διχογνωμίες επιφέρει μέχρι σήμερα και η προσπάθεια ερμηνείας τους. Σύμφωνα με μία από τις καθιερωμένες προσεγγίσεις, που ακολουθεί περισσότερο την κριτική του Πάτερ, τα έργα του Τζορτζόνε αποτελούν αμιγώς λυρικές εκφράσεις κατά αναλογία με τα μουσικά έργα, χωρίς βαθύτερες λογοτεχνικές ή άλλου είδους αναφορές. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Τζορτζόνε αναγνωρίζεται ως ζωγράφος ρομαντικών ποιητικών σκηνών και ειδυλλίων, με την Αφροδίτη της Δρέσδης και το Βουκολικό κοντσέρτο να αποτελούν τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα του ύφους του. Στον αντίποδα, μία διαφορετική προσέγγιση, όπως αναπτύχθηκε αρχικά από τον Ρομπέρτο Λόνγκι κατά τη δεκαετία του 1930, επικεντρώθηκε στην αληθοφάνεια του έργου του, η οποία επαινέθηκε επίσης από τον Βαζάρι, αναγνωρίζοντας ως μεγαλύτερης αξίας το νατουραλισμό του.
Παραπομπές
1. ↑ Στην πρώτη έκδοση των Βίων δίνεται το έτος 1477 ενώ στη δεύτερη το 1478. Μία πιθανή ερμηνεία που δίνεται για να αιτιολογηθούν οι διαφορετικές χρονολογίες, βασίζεται στο ενδεχόμενο να γεννήθηκε κατά τους δύο πρώτους μήνες του 1478, καθώς εκείνη την περίοδο, υπό βενετική κυριαρχία, ως αρχή του έτους οριζόταν η 1η Μαρτίου (Pignatti, 17). O Βαζάρι τοποθέτησε τη γέννηση του Τζορτζόνε την ίδια περίοδο με την ηγεμονία του Δόγη Τζιοβάνι Μοτσένιγκο (1478-85). Άλλοι ιστορικοί προτιμούν να αναφέρονται σε γέννηση του Τζορτζόνε «πριν το 1477» (βλ. ενδεικτικά Crowe και Cavalcaselle σ.119, Pater, σ.75)
2. ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 P. Humfrey, M. Kemp, 'Giorgione', Grove Art Online, Oxford University Press, 2007
3. ↑ 'Giorgione', Encyclopedia Britannica, 11th Edition, 1911. Πρβλ. Cook, Giorgione, 1900. Βλ. επίσης Dr. Georg Gronau, Zorzon da Castelfranco. La sua origine, la sua morte e tomba, Βενετία, 1894
4. ↑ L. Hunt, "Giorgione", The Catholic Encyclopedia, Vol. VI, 1909
5. ↑ Βλ. Crowe, 123. Πρβλ. Pater, σελ. 75. Το στοιχείο που συνδέει τον οίκο Μπαρμπαρέλα με τον Τζορτζόνε αποτελεί μία αρκετά μεταγενέστερη οικογενειακή επιτύμβια πλάκα του 1638, τοποθετημένη παλαιότερα στον καθεδρικό ναό του Καστελφράνκο, η οποία περιείχε το όνομά του.
6. ↑ "Giorgione." Encyclopædia Britannica. 2007
7. ↑ Βλ. P. Ball, Bright Earth: Art and the Invention of Color, Univercity of Chicago Press, 2003, σελ. 125
8. ↑ Dan Lettieri, "Landscape and Lyricism in Giorgione's Tempesta", Atribus et Historiae, Vol. 15, No. 30 (1994), 55-70
9. ↑ "The Giorgione Code: Painting in Vienna deciphered, Dr. Karin Zeleny, Kunsthistorisches museum, Βιέννη, ανακτήθηκε 28 Μαΐου 2007
10. ↑ Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, Βιέννη, ανακτήθηκε 28 Μαΐου 2007
11. ↑ Γενικός όρος που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για να περιγραφεί ένα είδος θρησκευτικής σύνθεσης που αναπτύχθηκε κατά τον 15ο και 16ο αιώνα και αναπαριστά την Παναγία και το θείο βρέφος παρουσία αγίων.
12. ↑ Μουσείο Λούβρου, ανακτήθηκε 27 Μαΐου 2007
13. ↑ Pater, 72
Βιβλιογραφία
* Herbert Cook, Giorgione, London 1904
* J.A. Crowe, G.B. Cavalcaselle, A History of Painting in North Italy, Vol II, Adamant Media Corporation, 2001
* W. Pater, The Renaissance: Studies in Art and Poetry (α' εκδ. 1877), Kessinger Publishing, 2004
* Terisio Pignatti, Giorgione, Rizolli, 1999
* Giorgio Vasari, The Lives of the Artists, Oxford University Press, 1998
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
* "Giorgione (1477-1510)", 1911 Encyclopedia Britannica, 11th Edition
* "Giorgione", The Catholic Encyclopedia
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License