δόντι - Βικιλεξικό (original) (raw)

πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική το δόντι τα δόντια
γενική του δοντιού των δοντιών
αιτιατική το δόντι τα δόντια
κλητική δόντι δόντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δόντι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόντιον < ελληνιστική κοινή ὀδόντιον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὀδούς (θέμα ὀδοντ- < πρωτοελληνική *odónts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃dónts (δόντι)

ΔΦΑ : /ˈðon.di/

τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐ντι

δόντι ουδέτερο

  1. (ανατομία, οδοντιατρική) καθένα από τα οστά της κοιλότητας του στόματος των ανθρώπων, αλλά και των θηλαστικών γενικότερα, τα οποία φυτρώνουν στις σιαγόνες και χρησιμεύουν κυρίως στον τεμαχισμό και το μάσημα της τροφής
  2. αιχμηρή και συνήθως σκληρή προεξοχή αντικειμένου, το οδόντωμα
    τα δόντια της χτένας
    τα δόντια του γραναζιού
  3. (μεταφορικά, προφορικό) το μέσο άσκησης επιρροής
    έχει δόντι

ετυμολογικό πεδίο
δοντ- οδοντ-

όπως

δόντι

προφορικός όρος για το μέσο επιρροής