dbo:abstract |
المستوطن هو الشخص الذي هاجر إلى منطقة، وأقام الإقامة الدائمة هناك لاستعمار المنطقة. والإستيطان، بالتعريف، يشير إلى ممارسة حضرية بالإستقرار، على عكس البداوة التي يتحرك افرادها ويبدلون مواقع نزولهم دون وجود واضح لمفهوم الملكية الفردية للأرض. (ar) Με τον όρο "έποικος" αναφέρεται το άτομο που εγκαθίσταται μόνιμα σε περιοχές έξω από τον εθνικό του χώρο, οι οποίες είναι ήδη κατοικημένες από άλλους. Η εννοιολογική διαφορά από τον όρο "μετανάστης" ή "μέτοικος" είναι ότι ο έποικος αποφασίζει τη μετεγκατάστασή του με δική του πρωτοβουλία, χωρίς δηλαδή να πιέζεται από εξωτερικές συνθήκες. Γενικά έποικος είναι κάποιος που ζει σε χώρα διαφορετική από την πατρίδα του από δική του επιλογή, χωρίς δηλαδή να έχει εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει την πατρίδα του για οποιοδήποτε λόγο.Ο έποικος επιλέγει να ζήσει σύμφωνα με το σύστημα που βρίσκει στη χώρα στην οποία εγκαθίσταται και δεν είναι υποχρεωτικό ότι συνεχίζει να έχει επαφές με το χώρο καταγωγής του. Αυτό τον διαφοροποιεί από τον "άποικο" ο οποίος μεταφέρει μαζί του το σύστημα διακυβέρνησης, τη θρησκεία και τα λοιπά έθιμα της πατρίδας του, έχει πάντα επαφή με το μητροπολιτικό κέντρο και δε σχεδιάζει την ενσωμάτωσή του με τους λαούς που συναντά επί τόπου. Επιπλέον, ο έποικος μπορεί να είναι και ένας μόνο άνθρωπος (άτομο), ενώ η ύπαρξη αποίκων προϋποθέτει την ίδρυση ή ύπαρξη αποικίας (και συνεπώς ο αποικισμός είναι πάντα ομαδική δραστηριότητα). Υπάρχουν (σπανιότερα) και περιπτώσεις ομαδικού εποικισμού, οι οποίες ενθαρρύνονται από κάποιο κράτος για συγκεκριμένους πολιτικούς λόγους (π.χ. Τούρκοι έποικοι στη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (αναγνωρισμένη μόνο από την Τουρκία), Ισραηλινοί στα κατεχόμενα). Και σε αυτή την περίπτωση όμως, οι έποικοι εγκαθίστανται με τη δική τους ελεύθερη θέληση και δεν πρόκειται για οργανωμένες από το κράτος μετακινήσεις πληθυσμού. Δηλαδή "ενθαρρύνονται", αλλά δεν "αναγκάζονται". Όταν περιγράφεται η περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης πληθυσμού, η χρήση των όρων "έποικος" ή "εποικισμός" είναι λανθασμένη. (el) Unter Siedlern (pluraliter) versteht man eine Gruppe von Menschen, die versuchen ein Stück Land, das zuvor allem Anschein nach noch von niemandem land- oder forstwirtschaftlich genutzt und bebaut wurde, durch Rodung, Bepflanzung, Bewässerung und Bebauung urbar zu machen, um es dauerhaft bewohnen zu können. Bei diesen Siedlern handelte es sich meist um Bevölkerungsgruppen, die entweder aufgrund ihrer Religion, Kultur, Sprache oder Nationalität in ihrer ursprünglichen Heimat verfolgt oder benachteiligt wurden, oder sich aufgrund einer allgemeinen Krise (Klimakatastrophen, Hungersnöte, Seuchen oder Kriege) an einem neuen Ort eine neue Existenz unter Entbehrungen aufbauen wollten. Dabei wurden sie in der Regel von einer Gruppierung herrschender Eliten ausgenutzt, die sich ihrer Dienste oft kontraktmäßig versicherten, da sie nur durch die dauerhafte Besiedlung der ihnen anvertrauten, belehnten oder gepachteten Ländereien ihren eigenen Herrschaftsanspruch gegenüber höheren Instanzen durchsetzen konnten.Die etwaigen Rechtsansprüche von Ureinwohnern ignorierte man in diesem Zuge entweder mit dem Hinweis, dass diese den Grund und Boden nicht genutzt hätten und ihn somit nicht besitzen würden, oder mit dem Verweis auf ihre fremde Religion beziehungsweise niedrigen Zivilisationsgrad. Ein wichtiger Unterschied zur Kolonie ist die Autonomie der Siedlung. (de) Un colono o una colona es una persona que ha migrado a un área, bien sea voluntariamente o siendo forzada a ello, y ha establecido una residencia permanente allí en el contexto de colonización de una tierra. Los colonos generalmente son de una cultura sedentaria, en oposición a los nómadas que comparten y rotan sus asentamientos con poco o ningún concepto de propiedad de la tierra. Los asentamientos a menudo se construyen en terrenos ya reclamados o propiedad de otro grupo étnico. Muchas veces los colonos están respaldados por los gobiernos, pues existe un interés por imponer la cultura, idioma y estilo de vida del país colonizador al país colonizado. En otros contextos, los colonos son los primeros habitantes de un lugar, como los colonos portugueses que arribaron a las Azores en 1439 o los colonos escandinavos a Islandia en el 874 (véase: colonización de Islandia). A veces también, los colonos huyen de su lugar de origen por represión, o en busca de libertad de culto o de pensamiento. Es el caso de la migración de puritanos a Nueva Inglaterra (1620-1640). (es) Un colon est une personne qui a migré vers une zone et y a établi sa résidence permanente en soumettant le peuple local, généralement dans le but de coloniser la région[réf. nécessaire]. La frontière entre colon et immigrant est floue[réf. nécessaire], surtout aux États-Unis au XIXe siècle (qui était alors un pays à part entière et non une colonie dépendante d'un autre état souverain, mais qui avait de très vastes territoires à coloniser à l'Ouest). La distinction pourrait être la suivante : un immigrant vient s'installer dans une société déjà pleinement structurée, tel qu'un centre urbain, tandis qu'un colon vient s'installer dans une région peu ou pas peuplée, ou alors dans une région normalement peuplée mais dont la culture y est totalement différente de la sienne et jugée inférieure, dans le but d'y étendre sa civilisation et de mettre en valeur le territoire. C'est pourquoi les colons sont généralement associés au travail de la terre (comme par exemple les colons planteurs d'olivier en Tunisie, alors que la majorité des pieds noirs se concentraient dans les centres urbains).[Interprétation personnelle ?] (fr) A settler is a person who has migrated to an area and established a permanent residence there, often to colonize the area. A settler who migrates to an area previously uninhabited or sparsely inhabited may be described as a pioneer. Settlers are generally from a sedentary culture, as opposed to nomadic peoples who may move settlements seasonally, within traditional territories. Settlement sometimes relies on dispossession of already established populations within the contested area, and can be a very violent process. Sometimes settlers are backed by governments or large countries. Settlements can prevent native people from continuing their work. (en) Pemukim adalah orang yang bermigrasi ke sebuah wilayah dan mendirikan pemukiman tetap disana, sering kali untuk mengkolonisasi wilayah tersebut. Pemukim umumnya berasal dari budaya sedenter, berlawanan dengan nomaden yang berbagi dan merotasi pemukiman mereka dengan sedikit atau tanpa konsep kepemilikan lahan tunggal. Pemukiman sering kali dibangun pada lahan yang diklaim atau dimiliki oleh kelompok lain. Beberapa kali, pemukim dibekingi oleh pemerintah atau negara besar. Mereka juga terkadang hengkang untuk mencari kebebasan beragama. (in) Osadnik – osoba pochodząca z innego regionu kraju, innego kraju lub kontynentu zakładająca (w grupie) osady (lub miasta) na terenach słabo rozwiniętych, słabo zaludnionych lub niezamieszkanych, albo też przejętych od innego państwa czy właściciela na drodze zbrojnej (wojna) lub pokojowej (traktat pokojowy, nabycie). Osadników nazywano także kolonistami lub . (pl) En nybyggare eller bosättare är en person som migrerar till en plats för att röja mark, bygga hus och bosätta sig, särskilt om person som migrerar i samband med kolonisering, som exempelvis europeiska koloniseringen av Amerika, även kallad . Begreppen bosättare och bosättningar används numera framförallt om israeliska bosättningar på Västbanken. (sv) 定居者(英語:settler,也翻译为移居者、殖民者等),指自愿或被迫迁徙到一个地区后,在迁入地长期居住且通常进行殖民的人。迁居到无人居住或人烟稀少地区的定居者通常被称为拓荒者,大多都是西方国家,如葡萄牙、西班牙、英国、法国、俄罗斯。这些国家用不合法的方式侵占别国领土的人。(英語:pioneer)。 定居者通常来自于文化,游牧型文化的人通常会在传统领地内季节性地更换居所。定居者在新地区的生活通常依赖于对该地原住民的剥夺,因此同时是一个非常暴力的过程很多时候,定居者背后都有政府或大国的支持。定居者会妨碍原住民继续其原本的生活,甚至是屠杀原住民以获得他们的土地和资源。 (zh) |
rdfs:comment |
المستوطن هو الشخص الذي هاجر إلى منطقة، وأقام الإقامة الدائمة هناك لاستعمار المنطقة. والإستيطان، بالتعريف، يشير إلى ممارسة حضرية بالإستقرار، على عكس البداوة التي يتحرك افرادها ويبدلون مواقع نزولهم دون وجود واضح لمفهوم الملكية الفردية للأرض. (ar) Pemukim adalah orang yang bermigrasi ke sebuah wilayah dan mendirikan pemukiman tetap disana, sering kali untuk mengkolonisasi wilayah tersebut. Pemukim umumnya berasal dari budaya sedenter, berlawanan dengan nomaden yang berbagi dan merotasi pemukiman mereka dengan sedikit atau tanpa konsep kepemilikan lahan tunggal. Pemukiman sering kali dibangun pada lahan yang diklaim atau dimiliki oleh kelompok lain. Beberapa kali, pemukim dibekingi oleh pemerintah atau negara besar. Mereka juga terkadang hengkang untuk mencari kebebasan beragama. (in) Osadnik – osoba pochodząca z innego regionu kraju, innego kraju lub kontynentu zakładająca (w grupie) osady (lub miasta) na terenach słabo rozwiniętych, słabo zaludnionych lub niezamieszkanych, albo też przejętych od innego państwa czy właściciela na drodze zbrojnej (wojna) lub pokojowej (traktat pokojowy, nabycie). Osadników nazywano także kolonistami lub . (pl) En nybyggare eller bosättare är en person som migrerar till en plats för att röja mark, bygga hus och bosätta sig, särskilt om person som migrerar i samband med kolonisering, som exempelvis europeiska koloniseringen av Amerika, även kallad . Begreppen bosättare och bosättningar används numera framförallt om israeliska bosättningar på Västbanken. (sv) 定居者(英語:settler,也翻译为移居者、殖民者等),指自愿或被迫迁徙到一个地区后,在迁入地长期居住且通常进行殖民的人。迁居到无人居住或人烟稀少地区的定居者通常被称为拓荒者,大多都是西方国家,如葡萄牙、西班牙、英国、法国、俄罗斯。这些国家用不合法的方式侵占别国领土的人。(英語:pioneer)。 定居者通常来自于文化,游牧型文化的人通常会在传统领地内季节性地更换居所。定居者在新地区的生活通常依赖于对该地原住民的剥夺,因此同时是一个非常暴力的过程很多时候,定居者背后都有政府或大国的支持。定居者会妨碍原住民继续其原本的生活,甚至是屠杀原住民以获得他们的土地和资源。 (zh) Με τον όρο "έποικος" αναφέρεται το άτομο που εγκαθίσταται μόνιμα σε περιοχές έξω από τον εθνικό του χώρο, οι οποίες είναι ήδη κατοικημένες από άλλους. Η εννοιολογική διαφορά από τον όρο "μετανάστης" ή "μέτοικος" είναι ότι ο έποικος αποφασίζει τη μετεγκατάστασή του με δική του πρωτοβουλία, χωρίς δηλαδή να πιέζεται από εξωτερικές συνθήκες. Γενικά έποικος είναι κάποιος που ζει σε χώρα διαφορετική από την πατρίδα του από δική του επιλογή, χωρίς δηλαδή να έχει εξαναγκαστεί να εγκαταλείψει την πατρίδα του για οποιοδήποτε λόγο.Ο έποικος επιλέγει να ζήσει σύμφωνα με το σύστημα που βρίσκει στη χώρα στην οποία εγκαθίσταται και δεν είναι υποχρεωτικό ότι συνεχίζει να έχει επαφές με το χώρο καταγωγής του. Αυτό τον διαφοροποιεί από τον "άποικο" ο οποίος μεταφέρει μαζί του το σύστημα διακυβέρνησης, τη θρ (el) Unter Siedlern (pluraliter) versteht man eine Gruppe von Menschen, die versuchen ein Stück Land, das zuvor allem Anschein nach noch von niemandem land- oder forstwirtschaftlich genutzt und bebaut wurde, durch Rodung, Bepflanzung, Bewässerung und Bebauung urbar zu machen, um es dauerhaft bewohnen zu können. Ein wichtiger Unterschied zur Kolonie ist die Autonomie der Siedlung. (de) Un colono o una colona es una persona que ha migrado a un área, bien sea voluntariamente o siendo forzada a ello, y ha establecido una residencia permanente allí en el contexto de colonización de una tierra. Los colonos generalmente son de una cultura sedentaria, en oposición a los nómadas que comparten y rotan sus asentamientos con poco o ningún concepto de propiedad de la tierra. Los asentamientos a menudo se construyen en terrenos ya reclamados o propiedad de otro grupo étnico. Muchas veces los colonos están respaldados por los gobiernos, pues existe un interés por imponer la cultura, idioma y estilo de vida del país colonizador al país colonizado. (es) A settler is a person who has migrated to an area and established a permanent residence there, often to colonize the area. A settler who migrates to an area previously uninhabited or sparsely inhabited may be described as a pioneer. (en) Un colon est une personne qui a migré vers une zone et y a établi sa résidence permanente en soumettant le peuple local, généralement dans le but de coloniser la région[réf. nécessaire]. La frontière entre colon et immigrant est floue[réf. nécessaire], surtout aux États-Unis au XIXe siècle (qui était alors un pays à part entière et non une colonie dépendante d'un autre état souverain, mais qui avait de très vastes territoires à coloniser à l'Ouest). La distinction pourrait être la suivante : un immigrant vient s'installer dans une société déjà pleinement structurée, tel qu'un centre urbain, tandis qu'un colon vient s'installer dans une région peu ou pas peuplée, ou alors dans une région normalement peuplée mais dont la culture y est totalement différente de la sienne et jugée inférieure, d (fr) |